30.8.07
Plot Society
"Κύριε Διευθυντά,
Δεν υπάρχουν αθώοι σε αυτή τη χώρα: στους τρομοκράτες, τους Εξαρχειώτες, τους Τούρκους, τους Ουτσεκάδες και άλλους συνήθεις ασύμμετρους εμπρηστές προστέθηκαν τώρα και οι ανεμογεννητριάδες. Διαβάζω στον «Ελεύθερο Τύπο» ότι στον Μίστρο, στο χωριό της Εύβοιας που δεν έχασε μόνο βιός και ομορφιά αλλά και τέσσερις ανθρώπους του που έτρεξαν να αναμετρηθούν με τη φωτιά για να το σώσουν είναι πεπεισμένοι ότι «δεν μπορεί να ήταν τυχαίες οι φωτιές». Οι κάτοικοι αντιδρούσαν στην τοποθέτηση ανεμογεννητριών διότι θα κατέστρεφαν το τοπίο και θεωρούν ότι τώρα, με την απανθράκωση του δάσους, το έργο των επιδοτούμενων επιχειρηματιών ενέργειας διευκολύνεται. Δεν είναι τυχαίον, θα σκεφθούν και οι οικολογιστές, που εταιρείες πετρελαιοειδών προσφέρουν μεγάλα ποσά υπέρ των πληγέντων: δεν είναι φιλανθρωπία, απλώς χρηματοδοτούν την αντίστασή τους κατά των εναλλακτικών ανεμογεννητριών. Είμαστε όλοι ένοχοι λοιπόν – όχι επειδή δεν νοιαστήκαμε εγκαίρως για τα δάση, δεν καθαρίσαμε τα ξερόχορτα, δεν ανοίξαμε αντιπυρικές ζώνες, δεν επισκευάσαμε τα πυροσβεστικά οχήματα, δεν μαζέψαμε τα σκουπίδια, δεν είχαμε συστήματα συναγερμού ή εθελοντικές ομάδες να περιπολούν ούτε επειδή διαθέτουμε πολλά αεροπλάνα για να προστατεύσουμε τέσσερα μίλια άχρηστο εναέριο χώρο και ελάχιστα για τα εκατομμύρια στρέμματα δάσους, είμαστε ένοχοι διότι συνωμοτούμε εναντίον κάποιων άλλων αθώων που μα καταγγέλουν ως ενόχους. Επειδή συνωμότες είναι πάντα κάποιοι άλλοι και όχι εμείς, στην πραγματικότητα καθένας έχει αθωώσει τον εαυτό του για ό,τι συμβαίνει στον τόπο αυτόν. Καταγγέλλοντας όλους ως ενόχους, τελικά είμαστε όλοι αθώοι και ανεύθυνοι – ίσως μόνο ανεύθυνοι, εντελώς ανεύθυνοι.
Δ.Κ. Ψυχογιός,
Μιχαλακοπούλου 80"
28.8.07
Έκτακτο δελτίο -- κάποιες σκέψεις
Αφιέρωση:Σαρκάζοντας την απελπισία μου έλεγα στην πολυαγαπημένη σύντροφο της ζωής μου Καιτούλα ότι το μέχρι τώρα 'ο καλύτερος έχει σφάξει τη μάνα του' για τους Ηλείους θα αντικατασταθεί από το 'ο καλύτερος έχει κάψει το χωριό του'. Αφήνοντας κατά μέρος το ξεκοίλιασμα τοπικιστικών στερεοτύπων, είπα να κάτσω να διαβάσω τίποτα κι έπεσα στο τρίπτυχο Ενοικιαστές:
Μες στο γιαλό της Κέρκυρας μαύρ΄είμαι πέτρα κι έρμη
κι αν με πατήσεις, πετεφρή, βγάνω βαγί και δάφνη.
Ένα και Δύο και Τρία.
Διαβάστε το και συγκρίνετέ το με τα ψελλίσματά μου στο προηγούμενο ποστ για κάποια κίνητρα εμπρησμού πέραν του εθνικού σπορ της καταπάτησης. Οι Ενοικιαστές προϋποθέτουν και εμψυχώνονται από βαθύτατη γνώση της ελληνικής πραγματικότητας και ιστορίας· απέναντι στα δικά μου εξατομικευμένα, περιστασιακά και συμβεβηκότα 'κατά τόπους', 'πρόωρες εκλογές για τον γάμο του Καραγκιόζη', 'Πολύδωρας', Οι Ενοικιαστές τραβάνε το πέτασμα και σου αποκαλύπτουν ολόκληρο το πανόραμα, που λέμε.
(Επίσης, περνάμε και μια βόλτα από εδώ κι εδώ.)
Τέλος, όταν εδώ κάηκαν (τόσοι) άνθρωποι, εμείς δεν επιτρέπεται να κλαίμε την Αρχαία Ολυμπία. Η ελλιπής, κατά πώς φαίνεται, προστασία του μνημείου από τη φωτιά είναι σαφώς εγκληματική παράλειψη αλλά πολύ λιγότερο από την (πιθανή) εγκατάλειψη εγκλωβισμένων να καούνε ζωντανοί -- ή αφού πρώτα τους πνίξει ο καπνός (φυσικά κανείς δεν μπορεί να φταίει εάν ο δείνα παλουκώθηκε μέσα στο καιόμενο σπίτι του, παρακούοντας τις υποδείξεις των αρχών). Πολύ απλά: ο δεκαπεντάχρονος και η γιαγιά αξίζουν περισσότερο από την Άλτι, η οποία σίγουρα θα ξαναφυτευτεί όπως εδώ και τόσους αιώνες, και από τον στίβο, που έχουνε ξανακάψει διάφοροι στο παρελθόν. Εάν θέλουμε να εμφορούμαστε από ανθρωπιστικές αρχές, δηλαδή...
26.8.07
Cui prodest?
Ναι, περάσαμε έναν θεόστεγνο χειμώνα. Ναι, ο Πολύδωρας, ο άνθρωπος που διέλυσε -- λένε -- το πυροσβεστικό σώμα και που κατέστησε την αστυνομία πραιτωριανούς και βογιάρους, πλην όμως ανίκανους να καταστείλουν το κοινό έγκλημα, είναι ακόμα προθύμως αγγαρεμένος ως υπουργός Δημόσιας Τάξης (δεν παραιτήθηκε, ε;).
Είδα δύο φορές τη φωτιά να πλησιάζει στο σπίτι των γονιών μου. Τη δεύτερη φορά έφτασε στα δύο μέτρα από τον μαντρότοιχο (κοιτούσα τη σκιά των αντιπροπέρσινων καμένων πριν δυο-τρεις βδομάδες).
Αναρωτηθήκαμε και ρωτήσαμε τη δεύτερη φορά ποιος είχε όφελος από την πυρκαγιά. Μάθαμε όταν είδαμε τα φρεσκοβαμμένα ορόσημα. Οι δικοί μου θεωρούνε πλέον περιττή την ασφάλεια πυρός, επιχειρηματολογούνε μάλιστα δείχνοντας τα ορόσημα αυτά: "Δε θα μας ξανακάψουν."
Στην Ελλάδα έχει παράδοση εγκληματικού τραμπουκισμού και η μεγάλη προοδευτική παράταξη. Θυμηθείτε τους βενιζελικούς. Θυμηθείτε τους τραμπουκισμούς και τα ξεκαθαρίσματα λογαριασμών εν ονόματι του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Άλλωστε είναι μεγάλη και είναι και παράταξη: δεν έσφαξε ο Βενιζέλος τον Ίωνα Δραγούμη, ούτε ο Βαφειάδης τον νονό της μάνας μου.
Ξέρουμε ότι ερχονται εκλογές εδώ και πολύ καιρό. Απλώς δεν περιμέναμε να αποπατήσει η εκτελεστική εξουσία τόσο σκαιά πάνω στις συνταγματικές επιταγές και να επικαλεστεί τους συγκεκριμένους 'εθνικούς λόγους' συρρικνώνοντας ταυτόχρονα την προεκλογική περίοδο στον ανήκουστο ένα μήνα.
Ξέρουμε ότι, πέραν των κοινών καταπατητών, υπάρχουν και κατά τόπους τραμπούκοι που θα έκαναν το παν για να μην ξαναβγεί ο Μίστερ Νιντέντο, ώστε να βγει ο I-am-my-father, για να έρθουν εκείνοι στα πράγματα σε τοπικό επίπεδο.
Αναρωτιέμαι λοιπόν εάν πράγματι κάνουνε το παν, τέτοιες ώρες.
51 νεκροί, λέν ότι έρχονται κι άλλοι. Τόσο χρονών, δεν περίμενα τα κοινά να μου δώσουνε τόση οδύνη.
Επίμετρο: Ενώ πολλοί κλαψουρίζουν και θρηνολογούν, ο Πετεφρής, ο Τάλως και ο Φάις λένε πέντε πράματα σωστά.
22.8.07
Πώς πέρασα το καλοκαίρι
Φέτος ξαναβρεθήκαμε στην Αίγινα λόγω ανωτέρας βίας. Ξαναπήγαμε στο Βαρτάν. Και πάλι ωραίος κόσμος. Κάτι γυναίκες να τις πιεις στο ποτήρι του μαρτίνι με ελιά. Η μουσική ωστόσο μια αφρώδης λαουντζιά πεθαμένη, νίνα-νάνα, μουσική για σκαφάτους και ξεροψημένες κυρίες κατευθείαν από λιποαναρρόφηση. Μπαίνουμε μέσα, άφαντος ο Αντρέας. Τελειώνουμε τα κοκτέιλ και ρωτάμε τη γλυκύτατη κοπέλα που σέρβιρε τι απέγινε ο κοσμήτορας των ντιτζέι Αντρέας (αν δω αυτή την έκφραση λογοκλεμμένη, θα θυμώσω). Μας έστειλε στα Περδικιώτικα.
Εισίν ουν Περδικιώτικα, μπαρ παλαιότατο της Αιγίνης. Μπαίνουμε μέσα κι όλοι πέρναγαν καλά. Η μουσική ήταν αλάνθαστα Αντρέας. Ο κόσμος, από πιτσιρικάδες ροκάδες (τα Περδικιώτικα είναι παραδοσιακά ροκόμπαρο) μέχρι Αιγινήτες διαζευγμένους σιτεμένους. Όσοι δε χόρευαν, κάνανε κέφι αδιαμφισβήτητο. Τα είπαμε και με τον Αντρέα. Περάσαμε κι εμείς καλά, κι όχι σαν απολιθωμένα στελέχη χρηματιστηριακών στον Ιστιοπλοϊκό Όμιλο που σκαρδαμύσσουν τάχα μου κάπως λοξά για να βλέπουν τι περνάει από δίπλα, καθώς κρατούνε το μοχίτο στο χέρι σαν να ήτανε φλιτ.
Φεύγοντας, μου λέει ένας από την παρέα: "Πρώτη φορά πέρασα τόσο καλά σε πουράδικο." (Εκ του πουρό -- όρος για -ηντάρη σε μια κοινωνία που κυριαρχείται από αρσενικά 25-35 που δουλεύουνε σε διαφημιστική ή στην κινητή τηλεφωνία και που πλένει τα χυμένα τους, σιδερώνει τα σιέλ πουκάμισα και τους μαγειρεύει ντολμάδες η μαμά τους.) Είχε δίκιο. Μόνο που δεν είχε ξαναμπεί σε πουράδικο, έτσι;
Οι νέοι μας (αυτοί οι 25-35 που λέγαμε, και οι συν αυτοίς) δε βγαίνουνε: μια ταβέρνα κοστίζει όσο δυο σποτάκια για το ταβάνι του σαλονιού, μου είπε μια ψυχή. Όταν βγαίνουνε βαριούνται, θέλουνε να πάνε σπίτι να δούνε τηλεόραση. Δε διασκεδάζουν. Άσε που και το σεξ καταργήθηκε ως ηδονή και γλυκασμός και παιχνίδι το 1995 -- έκτοτε 'σηματοδοτεί' απλώς άλλα πράματα, εικάζεται δε ότι σύντομα θα μετονομαστεί σε "τα θέλω μου" (καταπώς η περίοδος λεγότανε "τα ρούχα μου"). Όλα αυτά τα έχει περιγράψει ο Θάνος Κάππας στο κείμενό του Τα Μπαράκια στην ΑΒού, παλιότερα. Μας έχει πιάσει ο πουριτανισμός από την κοτσιδούλα τη ράστα και μας σέρνει στο πλακόστρωτο της Κέρκυρας, της Μυκόνου, της Οίας, της Ρόδου, του Ηρακλείου...
Δε διασκεδάζουν οι νέοι μας, μόνο τα πουρά πια. Πώς να διασκεδάσουν; Έχουνε δάνεια. Έχουνε τη μάνα που μεγαλώνει τα βλαστάρια τους. Έχουνε κινητά. Θέλουνε κι άλλο αμάξι για το πεζοδρόμιο. Θέλουνε νέα καλύμματα για το αμάξι. Φουσκωτό. Θέλουνε κι άλλες τσάντες. Κι άλλα παπούτσια. Κι εγώ είμαι υπέρ των παπουτσιών. Αλλά αφού δε βγαίνουν έξω, τι να τα κάνουν τα παπούτσια; Να τα συνδυάσουν με το ξεχειλωμένο τισέρτ 'Θέλω ΤΙΜ' που φοράνε για ολοήμερη μπυτζάμα;
Κατά τ' άλλα, ο Έλληνας δεν έχει ρε απωθημένα. Δεν είμαστε καταπιεσμένοι Δυτικοί. Όποιος τα πιστεύει αυτά να βγει στις Εθνικές. Εκεί αντικρίζεις την αντίδραση στην καταπίεση της γυναίκας / της γκόμενας / του γκόμενου, του εργοδότη (κυρίως), των πεθερικών, των παιδιών να την πετάει σα σπαλομπριζόλα το ελληνικό αρσενικό πάνω στην κουρελού της γελοιότητας που λέγεται ΠΑΘΕ. Εκεί βγάζει τα απωθημένα του το ελληνικό αρσενικό -- άλλωστε οι μπύρες μας είναι μίζερα κατούρια: προσπερνάει νταλίκες, τρέχει με 120 στις κατσικοπλαγιές, τεστοστερώνεται που ροβολάει καμμιά 500ρια μέτρα στο αντίθετο ρεύμα με το Χιουντάι του, χώνεται μπροστά σου για να αποφύγει μετωπική. Οι ελληνικοί δρόμοι δεν είναι πίστες Φόρμουλας 1, όπως έγραψε κάποιος στο Βήμα, είναι πεδία εκπαίδευσης για καμικάζι αυτοκτονίας. Άλλοι λαοί πνίγουνε τον πόνο τους στις αιθυλικές αλκοόλες, στην Ελλάδα κουνάμε τα σημειωτικά τριχερά μας αρχίδια στους θλιβερούς δρόμους μας. Μόνο που στο αλκοόλ πνίγεσαι μόνος σου. Στον δρόμο παίρνεις κι εμένα σβάρνα, θλιβερή καταπιεσμένη λατέρνα, ξεκούρδιστε μαμάκια.
Εγώ έτσι πέρασα στις διακοπές μου.