30.11.05
[επιδόρπιο]
"[...]
Τελειώσαµε το φαγητό χωρίς να πούµε κουβέντα, σαν αστοί που παριστάνουν τους ευγενείς – που µε τη σειρά τους παριστάνανε τους καλόγερους. Μού ξαναγέµισε το ποτήρι σιωπηλά ώσπου αδειάσαµε το µπουκάλι. Εγώ δεν έλεγα τίποτα γιατί το κεφάλι µου κολυµπούσε µέσα στους αφρούς και τα τελευταία κυµατάκια της µουσικής που αποτραβιόταν σιγά σιγά
[...]
«Πάω να φέρω το επιδόρπιο.»
Χαµογέλασα χαριτωµένα, ελπίζοντας πως δεν θα φάµε τίποτε µπακλαβάδες ή µαχλέπια µε σιρόπι από νεράτζι και τήλιο. Ευτυχώς ήρθε παγωτό, κι όχι καϊµάκι µε βύσσινο.
«Μη µού πεις πως κι αυτό το έφτιαξες µόνος σου;»
«Όχι, είναι παγωτό maple από το Sainsbury εδώ κοντά.»
«Πολύ ωραίο, µπα, δεν έχω ξαναφάει τέτοιο πράγµα.» Έχει κι ωραίο άρωµα. Τι θα πει ‘mapple’; Ο τελευταίος απόηχος της µουσικής έσβηνε στα αυτιά µου.
[...]"
Τελειώσαµε το φαγητό χωρίς να πούµε κουβέντα, σαν αστοί που παριστάνουν τους ευγενείς – που µε τη σειρά τους παριστάνανε τους καλόγερους. Μού ξαναγέµισε το ποτήρι σιωπηλά ώσπου αδειάσαµε το µπουκάλι. Εγώ δεν έλεγα τίποτα γιατί το κεφάλι µου κολυµπούσε µέσα στους αφρούς και τα τελευταία κυµατάκια της µουσικής που αποτραβιόταν σιγά σιγά
[...]
«Πάω να φέρω το επιδόρπιο.»
Χαµογέλασα χαριτωµένα, ελπίζοντας πως δεν θα φάµε τίποτε µπακλαβάδες ή µαχλέπια µε σιρόπι από νεράτζι και τήλιο. Ευτυχώς ήρθε παγωτό, κι όχι καϊµάκι µε βύσσινο.
«Μη µού πεις πως κι αυτό το έφτιαξες µόνος σου;»
«Όχι, είναι παγωτό maple από το Sainsbury εδώ κοντά.»
«Πολύ ωραίο, µπα, δεν έχω ξαναφάει τέτοιο πράγµα.» Έχει κι ωραίο άρωµα. Τι θα πει ‘mapple’; Ο τελευταίος απόηχος της µουσικής έσβηνε στα αυτιά µου.
[...]"
28.11.05
[Μπερδεψομαγειρέματα]
στον Αθήναιο, που μας ανοίγει την όρεξη
“[…]
Κάθησα στο τραπέζι. Είχε ένα εξαιρετικό λινό λευκό τραπεζομάντηλο και το σερβίτσιο το είχε στρώσει, απ’ όσο καταλάβαινα, εννοείται, σύμφωνα με όλα τα έδικτα και τους κανόνες του σαβουάρ βιβρ. Τα ποτήρια είχαν μια διαυγέστατη υποκύανη χροιά. Πώς είναι δυνατόν ένας φοιτητής να έχει κρυστάλλινα ποτήρια κρασιού; Μήπως κι αυτά τα βρήκε εδώ, μαζί με το πιάνο; Μήπως έτσι ζούνε όλοι οι διδακτορικοί φοιτητές κι απλώς εγώ δεν το ξέρω; Ο Μάρτιν έφερε από την κουζίνα μια σαλάτα και ξαναπήγε μέσα – «θέλεις βοηθεια;» «όχι, με τίποτα, κάτσε εκεί που είσαι, δεν θ’ αργήσω.» Πώς γίνεται να τρώω στο σπίτι κάποιου που γνώρισα ούτε σαραντα οκτώ ώρες πριν; Μήπως είμαι μια παρδαλή ξετσίπωτη και δεν το ξέρω; Α, ναι: ήρθα για τον Μπετόβεν.
Από ’κεί που καθόμουνα δεν έβλεπα τον φούρνο, κι έτσι αυτό το πράγμα που μύριζε υπέροχα παρέμενε μυστήριο. Ξανάρθε μέσα με μια μπουκάλα κρασί. Ξαναπήγε στην κουζίνα. Από κάπου, ίσως το διπλανό σπίτι, ακουγόταν μια τηλεόραση, μια φωνή μπουκωμένη μέσα από τη μεσοτοιχία έλεγε «the man from the guesthouse in Dorset» και κάτι γέλια κοινού. Τι κάνω εδώ μέσα περιμένοντας τον ξένο να με ταΐσει σαλάμια, πουρέδες και ζάουερ-κράουτ. Αισθάνθηκα το στομάχι μου να αντιδράει και από εκνευρισμό και στην πείνα. Ο Μάρτιν εμφανίστηκε με κάτι που έμοιαζε με δύο πιάτα γεμάτα κάτι που έμοιαζε με τυροπιτάκια.
«Ορεκτικά. Θα μού πεις αν τα πέτυχα.»
«Τι είναι;”
«Burekia – typical Northern Greek recipe.»
Τον κοίταζα με όλη την κατάπληξη του κόσμου. Γιατί από την Βόρεια Ελλάδα; Πώς μπορεί να ξέρει πως είμαι από κει; Πώς ξέρει να φτιάχνει μπουρεκάκια; Μήπως έχει καμμιά Ελληνίδα γιαγιά γκασταρμπάιτερ; Γιατί μού έφτιαξε ελληνικό φαγητό; – κάτσε να το φάμε πρώτα, να δούμε αν είναι ελληνικό και, κυρίως, αν είναι φαγητό.
«Πού τη βρήκες την συνταγή;»
«Σ’ ένα βιβλίο που λέγεται Greek Cooking. Το είχα αγοράσει όταν είχα πάει διακοπές στην Κρήτη με την οικογένειά μου.» Τοποθέτησε τα πιάτα στο τραπέζι και κάθησε.
Φαντάστηκα κάτι μουστακαλήδες βρακοφόρους με τσουγκράνες και κοσές να υποδέχονται αλεξιπτωτιστές αλλά δεν τού είπα τίποτε.
«Καλά, και πώς ήξερες πως είμαι από την Βόρεια Ελλάδα;»
«Μού το είπε ο Ρολάνδος.»
«Και πού άκουσε ο Ρολάνδος τη φωνή μου;»
«Στο προχθεσινό πάρτυ, καπνίζατε φούντα μαζί στον πάνω όροφο.»
«Α.»
Κοκκίνισα μέχρι το λαρύγγι και δάγκωσα ένα μπουρέκι. Το φύλλο ήτανε τραγανό απ’ έξω αλλά σωστά ψημένο κι όχι στεγνωμένο από μέσα, η γέμιση ήτανε το κάτι άλλο… ναι, φέτα, φέτα είναι, ρε – ούτε μυτζήθρες, ούτε ανθότυρα και κασέρια. Πού να το περίμενα πως θα ξαναφάω φέτα στο Λονδίνο στο σπίτι ενός Γερμανού. Και ωραία φέτα.
«Πώς σού φαίνεται;»
«Just like home. Or even better.»
Τότε άρχισε κι αυτός να τρώει ένα μπουρέκι, το πήρε με το χέρι, καθώς πρέπει. Ενώ το μάσαγε κομψά αλλά όχι χωρίς να το φχαριστιέται πετάχτηκε ξαφνικά επάνω και κατευθύνθηκε προς ένα μικρό στερεοφωνικό στη γωνία της τραπεζαρίας, που δεν το είχα προσέξει. Είχε ξεχάσει τον Μπετόβεν. Απλώς πάτησε το πλέι και επέστρεψε στη θέση του και το πιάτο του. Μια αργή μελωδία τσούλαγε τώρα μέσα από τα ηχεία. Δεν είπε τίποτα, δεν είπα τίποτα και συνεχίσαμε το ορεκτικό μας. Εγώ πάντως προσπαθούσα να τρώω αργά, μην γίνω ρεζίλι, λες και δεν είχα φάει από προχτές. Επίσης πρόσεχα πολύ μην πέσει κανα ψίχουλο στο λαδί το φόρεμα και είμαι γελοία ολόκληρο το υπόλοιπο της βραδιάς. Ακροβατούσα τέλος ανάμεσα στο καίριο βάψιμό μου, τα δόντια μου και τα θρύμματα του φύλλου κρούστας. Πιεζόμουνα λίγο, γενικά.
[...]
«Πάω να φέρω το κύριο πιάτο.»
Έφυγε για την κουζίνα κι εγώ τσίμπησα λίγη από τη σαλάτα κατευθείαν μέσα από το μπωλ, να τσιμπήσει κι αυτός μετά κι έτσι να με φιλήσει έμμεσα. Ντράπηκα με την ηλίθια αυτή ιδέα, ένιωσα κανονικότατα μαλακισμένη. Ήθελα να ξαναδώ αυτή τη θεσπέσια αχλύ. Απέναντι μου η πόρτα του διαδρόμου, απ’ όπου μπήκα, και στα αριστερά το πιάνο. Την αδιάφορη μουσική που ακούγαμε πριν την διαδέχτηκε μια παρόμοια κι εξίσου γλυκερή μελωδία. Οκέι. Τι περιμένω εδώ, εκτός από το φαγητό; Μέλλον ή παρόν; Ταύτιση ή τη γέφυρα που θα συνδέσει τα όσα γεννήθηκαν και αναπτύχθηκαν διαφορετικά; Θυμήθηκα τον χάρτη του Bloom. Το Αμβούργο πρέπει να βρισκόταν κανονικά στη θέση του, στη Γερμανία, στη ρίζα της χερσονήσου της Δανίας αλλά θυμάμαι πως, όταν έψαξα την Κομοτηνή, δεν υπήρχε πουθενά σ’εκείνον τον χάρτη· μόνο μια παραθαλάσσια τοποθεσία με τ’ όνομα Asbenosa δεξιά από τους Φιλίππους, στη χώρα Romania, τον τόπο των Ρωμιών στην άλλη άκρη της Ευρώπης, πίσω από πολλά βουνά, πίσω από τους Τούρκους και τον Δούναβη… Από πού ξεκινήσαμε για να συναντηθούμε τυχαία σε μια βιβλιοθήκη σε μια τρίτη άκρη της Ευρώπης; Άραγε έχουνε συναντηθεί ποτέ οι γραμμές των οποίων είμαστε οι απολήξεις; Θα συναντηθούν τώρα; Για πόσο;
[...]
Ο Μάρτιν μπήκε κρατώντας ένα ταψί που αποδείχτηκε η πηγή της ευωδιάς που είχε διαχυθεί σε ολόκληρο το σπίτι. Το άφησε πάνω σ’ ένα ψάθινο σουπλά κι αφού σέρβιρε και στα δυο πιάτα έκατσε στην θεση του.
«Συγγνώμη που άργησα, ήθελα να είναι στην εντέλεια.»
Αντίκρυσα ένα κρέας με σάλτσα και κάτι πατάτες στο πιάτο μου. Η σάλτσα είχε ελιές και μύριζε αυτό το γνώριμο μυρωδικό, «τι μυρωδικό είναι αυτό;»
«Αρνί με σάλτσα από ελιά και δεντρολίβανο. Με πατάτες, βεβαίως.»
Πήρα σαλάτα με την κουτάλα κι έβαλα στο πιάτο μου. Δοκίμασα μια πατάτα. Τραγανή απ’ έξω και ψωμωμένη από μέσα. Πολύ ωραία. Έφαγα λίγη σαλάτα. Ψωμί, πολύ περίεργο. Ο Μάρτιν με κοιτούσε μάλλον, μάλλον περιμένοντας να δει αν θα δοκιμάσω από το αρνί.
«Τι ψωμί είν’ αυτό;»
«Σικάλεως γερμανικό. Σού αρέσει;»
«Πολύ ωραίο.»
Έφαγα άλλη μια πατάτα. Θεσπέσια. Τώρα πρέπει να αντιμετωπίσω το αρνί και τη σάλτσα του. Μάλλον με ξανακοίταξε. Τελικά σήκωσα το μαχαίρι με το δεξί μου χέρι και έκοψα ένα μικρό κομμάτι εκεί που δεν έφτανε η σάλτσα. Πολύ ωραίο. Καλοψημένο και τρυφερό, πολύ τρυφερό και, ευτυχώς ευτυχώς, δεν μύριζε καθόλου αρνίλα, αυτή την ξινολιγδερή μυρωδιά που στάζει στο χώμα και στα ποδοπατημένα χόρτα και κηλιδώνει σβησμένα κάρβουνα κάθε Πάσχα Ελληνικό. Το είπα στον μάγειρα, πόσο καλοψημένο και λαχταριστό το αρνάκι του είναι από κάθε άποψη εξαίσιο. Αυτός ένευσε και με παρότρυνε να δοκιμάσω κι από τη σάλτσα. Τι να κάνω κι εγώ, έκοψα ακόμα ένα κομματάκι και το βούτηξα στη σάλτσα μάλλον με δισταγμό. Ωχ, ποιος ξέρει τι θα βάλω πάλι στο στόμα μου… κι αν το δεντρολίβανο έχει γεύση απαίσια παρά το άρωμά του, όπως η βανίλια; Κατόπιν θυμήθηκα κι ένα ειδεχθές αρνί με μέντα που είχα φάει μαζί με κάτι συναδέλφους από τη Σχολή σε μια παμπ ‘με πάρα πολύ καλό φαΐ’· ήταν αηδιαστικό, σαν αρνί (το αρνί είναι αρνί) πασαλειμμένο με τσίχλα χωρίς ζάχαρη. Μόνο που μέχρι και ζάχαρη πρέπει να είχε εκείνη η σάλτσα. Δοκίμασα κι εγώ λοιπόν από τη σάλτσα του αρνιού του Μάρτιν.
Δεν ήταν τόσο άσχημη, μύριζε ωραία, έδενε με το αρνάκι και οι ελιές κόβαν την κρεατίλα. Μάλλον εξωτική γεύση μού φάνηκε. Καθόλου άσχημο. Τού το είπα. Τού είπα επίσης πως μού φάνηκε εξωτική συνταγή. Πήρα άλλο ένα κομμάτι προσέχοντας πάντα μη στάξει στο τραπεζομάντηλο.
«Μού κάνει πάρα πολλή εντύπωση που σού φάνηκε εξωτικό το φαγητό. Εγώ διάλεξα να σού το φτιάξω για να σού ξαναφυσήξει λίγη από τη θαλασσινή δροσιά της πατρίδας σου εδώ στο ανταριασμένο Λονδίνο…»
«Όχι, δεν κατάλαβες. Μού αρέσει, με προκαλεί, ας πούμε.» Και δεν είμαι θαλασσινή και ο καιρός στο Λονδίνο τελευταία είναι μια χαρά.
«Κατάλαβα. Πάντως εγώ το έφτιαξα, όπως και τα burekia για να φάμε μεσογειακή κουζίνα σήμερα, πώς να το πω.»
«Τι εννοείς με το ‘μεσογειακή’; Ιταλία, Ισπανία; Μήπως Μέση Ανατολή; Η Μεσόγειος είναι μεγάλη.»
«Εε, νόμιζα πως πιο πολύ φέρνει προς την ελληνική κουζίνα.»
«Μπα, όχι απ’ ό,τι ξέρω. Πολύ βαριά αρώματα… Μάλλον, για να δούμε, βορειοαφρικανική φαίνεται η συνταγή.»
«Δηλαδή μάλλον δε σ’ αρέσει, αυτό θέλεις να μού πεις;»
«Γιατί το λες αυτό, επειδή είπα πως η συνταγή μοιάζει βορειοαφρικανική;»
«Όχι, επειδή σού φαίνεται βαρύ το φαγητό…»
Τσαντίστηκα. «Όχι, μ’ αρέσει, σού είπα. Δεν μού φαίνεται καθόλου βαρύ.» Μάς τα ’πρηξες. Στο μεταξύ σταμάτησε κι η μουσική να βγαίνει από τα ηχεία. Αφοσιώθηκα στο φαγητό μου. Δεν αρχίσαμε καλά. Άντε, να φάω και να πηγαίνω κι εγώ. Μού έκανε νόημα και ύψωσε το ποτήρι σε σιωπηλή πρόποση. Να δούμε από πού είναι κι αυτό, από τα ερείπια της Καρχηδόνας; Από αμπελάκια ανάμεσα στους κέδρους του Λιβάνου; Πήρα μια γουλιά κι ήταν υπέροχο, πάντως. Ένα ωραιότατο κόκκινο κρασί. Πολύ ωραίο.
«Το κρασί από πού είναι;»
Γαλλικό απλώς.
[…]”
“[…]
Κάθησα στο τραπέζι. Είχε ένα εξαιρετικό λινό λευκό τραπεζομάντηλο και το σερβίτσιο το είχε στρώσει, απ’ όσο καταλάβαινα, εννοείται, σύμφωνα με όλα τα έδικτα και τους κανόνες του σαβουάρ βιβρ. Τα ποτήρια είχαν μια διαυγέστατη υποκύανη χροιά. Πώς είναι δυνατόν ένας φοιτητής να έχει κρυστάλλινα ποτήρια κρασιού; Μήπως κι αυτά τα βρήκε εδώ, μαζί με το πιάνο; Μήπως έτσι ζούνε όλοι οι διδακτορικοί φοιτητές κι απλώς εγώ δεν το ξέρω; Ο Μάρτιν έφερε από την κουζίνα μια σαλάτα και ξαναπήγε μέσα – «θέλεις βοηθεια;» «όχι, με τίποτα, κάτσε εκεί που είσαι, δεν θ’ αργήσω.» Πώς γίνεται να τρώω στο σπίτι κάποιου που γνώρισα ούτε σαραντα οκτώ ώρες πριν; Μήπως είμαι μια παρδαλή ξετσίπωτη και δεν το ξέρω; Α, ναι: ήρθα για τον Μπετόβεν.
Από ’κεί που καθόμουνα δεν έβλεπα τον φούρνο, κι έτσι αυτό το πράγμα που μύριζε υπέροχα παρέμενε μυστήριο. Ξανάρθε μέσα με μια μπουκάλα κρασί. Ξαναπήγε στην κουζίνα. Από κάπου, ίσως το διπλανό σπίτι, ακουγόταν μια τηλεόραση, μια φωνή μπουκωμένη μέσα από τη μεσοτοιχία έλεγε «the man from the guesthouse in Dorset» και κάτι γέλια κοινού. Τι κάνω εδώ μέσα περιμένοντας τον ξένο να με ταΐσει σαλάμια, πουρέδες και ζάουερ-κράουτ. Αισθάνθηκα το στομάχι μου να αντιδράει και από εκνευρισμό και στην πείνα. Ο Μάρτιν εμφανίστηκε με κάτι που έμοιαζε με δύο πιάτα γεμάτα κάτι που έμοιαζε με τυροπιτάκια.
«Ορεκτικά. Θα μού πεις αν τα πέτυχα.»
«Τι είναι;”
«Burekia – typical Northern Greek recipe.»
Τον κοίταζα με όλη την κατάπληξη του κόσμου. Γιατί από την Βόρεια Ελλάδα; Πώς μπορεί να ξέρει πως είμαι από κει; Πώς ξέρει να φτιάχνει μπουρεκάκια; Μήπως έχει καμμιά Ελληνίδα γιαγιά γκασταρμπάιτερ; Γιατί μού έφτιαξε ελληνικό φαγητό; – κάτσε να το φάμε πρώτα, να δούμε αν είναι ελληνικό και, κυρίως, αν είναι φαγητό.
«Πού τη βρήκες την συνταγή;»
«Σ’ ένα βιβλίο που λέγεται Greek Cooking. Το είχα αγοράσει όταν είχα πάει διακοπές στην Κρήτη με την οικογένειά μου.» Τοποθέτησε τα πιάτα στο τραπέζι και κάθησε.
Φαντάστηκα κάτι μουστακαλήδες βρακοφόρους με τσουγκράνες και κοσές να υποδέχονται αλεξιπτωτιστές αλλά δεν τού είπα τίποτε.
«Καλά, και πώς ήξερες πως είμαι από την Βόρεια Ελλάδα;»
«Μού το είπε ο Ρολάνδος.»
«Και πού άκουσε ο Ρολάνδος τη φωνή μου;»
«Στο προχθεσινό πάρτυ, καπνίζατε φούντα μαζί στον πάνω όροφο.»
«Α.»
Κοκκίνισα μέχρι το λαρύγγι και δάγκωσα ένα μπουρέκι. Το φύλλο ήτανε τραγανό απ’ έξω αλλά σωστά ψημένο κι όχι στεγνωμένο από μέσα, η γέμιση ήτανε το κάτι άλλο… ναι, φέτα, φέτα είναι, ρε – ούτε μυτζήθρες, ούτε ανθότυρα και κασέρια. Πού να το περίμενα πως θα ξαναφάω φέτα στο Λονδίνο στο σπίτι ενός Γερμανού. Και ωραία φέτα.
«Πώς σού φαίνεται;»
«Just like home. Or even better.»
Τότε άρχισε κι αυτός να τρώει ένα μπουρέκι, το πήρε με το χέρι, καθώς πρέπει. Ενώ το μάσαγε κομψά αλλά όχι χωρίς να το φχαριστιέται πετάχτηκε ξαφνικά επάνω και κατευθύνθηκε προς ένα μικρό στερεοφωνικό στη γωνία της τραπεζαρίας, που δεν το είχα προσέξει. Είχε ξεχάσει τον Μπετόβεν. Απλώς πάτησε το πλέι και επέστρεψε στη θέση του και το πιάτο του. Μια αργή μελωδία τσούλαγε τώρα μέσα από τα ηχεία. Δεν είπε τίποτα, δεν είπα τίποτα και συνεχίσαμε το ορεκτικό μας. Εγώ πάντως προσπαθούσα να τρώω αργά, μην γίνω ρεζίλι, λες και δεν είχα φάει από προχτές. Επίσης πρόσεχα πολύ μην πέσει κανα ψίχουλο στο λαδί το φόρεμα και είμαι γελοία ολόκληρο το υπόλοιπο της βραδιάς. Ακροβατούσα τέλος ανάμεσα στο καίριο βάψιμό μου, τα δόντια μου και τα θρύμματα του φύλλου κρούστας. Πιεζόμουνα λίγο, γενικά.
[...]
«Πάω να φέρω το κύριο πιάτο.»
Έφυγε για την κουζίνα κι εγώ τσίμπησα λίγη από τη σαλάτα κατευθείαν μέσα από το μπωλ, να τσιμπήσει κι αυτός μετά κι έτσι να με φιλήσει έμμεσα. Ντράπηκα με την ηλίθια αυτή ιδέα, ένιωσα κανονικότατα μαλακισμένη. Ήθελα να ξαναδώ αυτή τη θεσπέσια αχλύ. Απέναντι μου η πόρτα του διαδρόμου, απ’ όπου μπήκα, και στα αριστερά το πιάνο. Την αδιάφορη μουσική που ακούγαμε πριν την διαδέχτηκε μια παρόμοια κι εξίσου γλυκερή μελωδία. Οκέι. Τι περιμένω εδώ, εκτός από το φαγητό; Μέλλον ή παρόν; Ταύτιση ή τη γέφυρα που θα συνδέσει τα όσα γεννήθηκαν και αναπτύχθηκαν διαφορετικά; Θυμήθηκα τον χάρτη του Bloom. Το Αμβούργο πρέπει να βρισκόταν κανονικά στη θέση του, στη Γερμανία, στη ρίζα της χερσονήσου της Δανίας αλλά θυμάμαι πως, όταν έψαξα την Κομοτηνή, δεν υπήρχε πουθενά σ’εκείνον τον χάρτη· μόνο μια παραθαλάσσια τοποθεσία με τ’ όνομα Asbenosa δεξιά από τους Φιλίππους, στη χώρα Romania, τον τόπο των Ρωμιών στην άλλη άκρη της Ευρώπης, πίσω από πολλά βουνά, πίσω από τους Τούρκους και τον Δούναβη… Από πού ξεκινήσαμε για να συναντηθούμε τυχαία σε μια βιβλιοθήκη σε μια τρίτη άκρη της Ευρώπης; Άραγε έχουνε συναντηθεί ποτέ οι γραμμές των οποίων είμαστε οι απολήξεις; Θα συναντηθούν τώρα; Για πόσο;
[...]
Ο Μάρτιν μπήκε κρατώντας ένα ταψί που αποδείχτηκε η πηγή της ευωδιάς που είχε διαχυθεί σε ολόκληρο το σπίτι. Το άφησε πάνω σ’ ένα ψάθινο σουπλά κι αφού σέρβιρε και στα δυο πιάτα έκατσε στην θεση του.
«Συγγνώμη που άργησα, ήθελα να είναι στην εντέλεια.»
Αντίκρυσα ένα κρέας με σάλτσα και κάτι πατάτες στο πιάτο μου. Η σάλτσα είχε ελιές και μύριζε αυτό το γνώριμο μυρωδικό, «τι μυρωδικό είναι αυτό;»
«Αρνί με σάλτσα από ελιά και δεντρολίβανο. Με πατάτες, βεβαίως.»
Πήρα σαλάτα με την κουτάλα κι έβαλα στο πιάτο μου. Δοκίμασα μια πατάτα. Τραγανή απ’ έξω και ψωμωμένη από μέσα. Πολύ ωραία. Έφαγα λίγη σαλάτα. Ψωμί, πολύ περίεργο. Ο Μάρτιν με κοιτούσε μάλλον, μάλλον περιμένοντας να δει αν θα δοκιμάσω από το αρνί.
«Τι ψωμί είν’ αυτό;»
«Σικάλεως γερμανικό. Σού αρέσει;»
«Πολύ ωραίο.»
Έφαγα άλλη μια πατάτα. Θεσπέσια. Τώρα πρέπει να αντιμετωπίσω το αρνί και τη σάλτσα του. Μάλλον με ξανακοίταξε. Τελικά σήκωσα το μαχαίρι με το δεξί μου χέρι και έκοψα ένα μικρό κομμάτι εκεί που δεν έφτανε η σάλτσα. Πολύ ωραίο. Καλοψημένο και τρυφερό, πολύ τρυφερό και, ευτυχώς ευτυχώς, δεν μύριζε καθόλου αρνίλα, αυτή την ξινολιγδερή μυρωδιά που στάζει στο χώμα και στα ποδοπατημένα χόρτα και κηλιδώνει σβησμένα κάρβουνα κάθε Πάσχα Ελληνικό. Το είπα στον μάγειρα, πόσο καλοψημένο και λαχταριστό το αρνάκι του είναι από κάθε άποψη εξαίσιο. Αυτός ένευσε και με παρότρυνε να δοκιμάσω κι από τη σάλτσα. Τι να κάνω κι εγώ, έκοψα ακόμα ένα κομματάκι και το βούτηξα στη σάλτσα μάλλον με δισταγμό. Ωχ, ποιος ξέρει τι θα βάλω πάλι στο στόμα μου… κι αν το δεντρολίβανο έχει γεύση απαίσια παρά το άρωμά του, όπως η βανίλια; Κατόπιν θυμήθηκα κι ένα ειδεχθές αρνί με μέντα που είχα φάει μαζί με κάτι συναδέλφους από τη Σχολή σε μια παμπ ‘με πάρα πολύ καλό φαΐ’· ήταν αηδιαστικό, σαν αρνί (το αρνί είναι αρνί) πασαλειμμένο με τσίχλα χωρίς ζάχαρη. Μόνο που μέχρι και ζάχαρη πρέπει να είχε εκείνη η σάλτσα. Δοκίμασα κι εγώ λοιπόν από τη σάλτσα του αρνιού του Μάρτιν.
Δεν ήταν τόσο άσχημη, μύριζε ωραία, έδενε με το αρνάκι και οι ελιές κόβαν την κρεατίλα. Μάλλον εξωτική γεύση μού φάνηκε. Καθόλου άσχημο. Τού το είπα. Τού είπα επίσης πως μού φάνηκε εξωτική συνταγή. Πήρα άλλο ένα κομμάτι προσέχοντας πάντα μη στάξει στο τραπεζομάντηλο.
«Μού κάνει πάρα πολλή εντύπωση που σού φάνηκε εξωτικό το φαγητό. Εγώ διάλεξα να σού το φτιάξω για να σού ξαναφυσήξει λίγη από τη θαλασσινή δροσιά της πατρίδας σου εδώ στο ανταριασμένο Λονδίνο…»
«Όχι, δεν κατάλαβες. Μού αρέσει, με προκαλεί, ας πούμε.» Και δεν είμαι θαλασσινή και ο καιρός στο Λονδίνο τελευταία είναι μια χαρά.
«Κατάλαβα. Πάντως εγώ το έφτιαξα, όπως και τα burekia για να φάμε μεσογειακή κουζίνα σήμερα, πώς να το πω.»
«Τι εννοείς με το ‘μεσογειακή’; Ιταλία, Ισπανία; Μήπως Μέση Ανατολή; Η Μεσόγειος είναι μεγάλη.»
«Εε, νόμιζα πως πιο πολύ φέρνει προς την ελληνική κουζίνα.»
«Μπα, όχι απ’ ό,τι ξέρω. Πολύ βαριά αρώματα… Μάλλον, για να δούμε, βορειοαφρικανική φαίνεται η συνταγή.»
«Δηλαδή μάλλον δε σ’ αρέσει, αυτό θέλεις να μού πεις;»
«Γιατί το λες αυτό, επειδή είπα πως η συνταγή μοιάζει βορειοαφρικανική;»
«Όχι, επειδή σού φαίνεται βαρύ το φαγητό…»
Τσαντίστηκα. «Όχι, μ’ αρέσει, σού είπα. Δεν μού φαίνεται καθόλου βαρύ.» Μάς τα ’πρηξες. Στο μεταξύ σταμάτησε κι η μουσική να βγαίνει από τα ηχεία. Αφοσιώθηκα στο φαγητό μου. Δεν αρχίσαμε καλά. Άντε, να φάω και να πηγαίνω κι εγώ. Μού έκανε νόημα και ύψωσε το ποτήρι σε σιωπηλή πρόποση. Να δούμε από πού είναι κι αυτό, από τα ερείπια της Καρχηδόνας; Από αμπελάκια ανάμεσα στους κέδρους του Λιβάνου; Πήρα μια γουλιά κι ήταν υπέροχο, πάντως. Ένα ωραιότατο κόκκινο κρασί. Πολύ ωραίο.
«Το κρασί από πού είναι;»
Γαλλικό απλώς.
[…]”
25.11.05
Όταν θα λάβεις αυτό το γράμμα
εν Ιατνάνα, 25 Νοεμβρίου
Αγαπητέ Rakasha,
κουλτουριάρηδες μας ανεβάζουν, γκρινιάρηδες μας κατεβάζουν, δυσνόητους μας πάνε, κύμβαλα αλαλάζοντα μας φέρνουν. Λέω λοιπόν κι εγώ: άντε να διαβάσουμε και τίποτα εύθυμο κι ευτράπελο.
Κι εσύ, ω στωικέ, στείλε κανα μήνυμα. Ή πέρνα για σάντουιτς κι αφέψημα. Μας έχει φάει η δουλειά, σχόλασαν κι οι γάμοι, μας ξέχασε κι ο Κουκουζέλης...
Sraosha (με σήμα το πετεινάρι -- ανησυχητικό αυτό)
20.11.05
Amphetamine Logic
"Ερωτών (Ν. Ευαγγελάτος): Πώς προκύπτει ότι η εφημερίδα [Ελευθεροτυπία] χρησιμοποιείται;
Απαντών (Μ. Τριανταφυλλόπουλος): Πώς αποδεικνύεται ότι κάτι τέτοιο δεν συνέβη;"
Το Βήμα της Κυριακής, 20/11/2005
15.11.05
Εγκλεισμός
Αφού κακώς-κάκιστα δε σχολιάζετε όσα εύστοχα λέει ο Ρακάσας (πουλάκια μου, αλλού κι αλλού είστε λαλίστατοι και ζητάτε το άδειο κεφάλι του Λουδοβίκου ΙΣΤ' επί πίνακι ενώ θα καίγονται γλυκά οι δυτικές συνοικίες πρωτεύουσας και συμπρωτεύουσας, εδώ όμως μούγκα ομοθυμαδόν), θα σας πω κι εγώ κάτι έλασσον, να ζοχαδιαστείτε και να ανάψουνε τα πληκτρολόγια (καλά, σιγά, λέμε τώρα, μη φοβηθείτε κιόλας).
Με αφορμή τα όπλα φωσφόρου και σε σχέση με κάτι που έγραψα κυριακάτικα πριν κανα μήνα, θυμήθηκα τα Φυλακισμένα Μνήματα της Λευκωσίας, τα οποία επισκέφτηκα μια Κυριακή πριν κανα χρόνο.
Τα Μνήματα βρίσκονται μέσα στις κεντρικές φυλακές της πόλης, οπότε περίμενα στην ουρά με συγγενείς κρατουμένων. Μπαίνεις μέσα και σου αναθέτουν ξεναγό έναν δεσμοφύλακα. Βλέπεις τα κελιά που δεν έχουν κάγκελα, παρά ψιλές τρύπες σαν του κόσκινου, για εντονότερη διέγερση του αισθήματος απομόνωσης του έγκλειστου, και μια τρύπα σαν καμένη από τσιγάρο, ακριβώς για να περνούνε μέσα τα τσιγάρα. Βλέπεις τη μιαρή αγχόνη, μέσα σε μια αίθουσα που από αισθητική θυμίζει καμπινέ στρατώνα και από καθαριότητα ήδη νεκροτομείο, και τίποτε από τις ιλουστρασιόν βιτρίνες πίσω από τις οποίες σε εκτελούν μερικές Ηνωμένες Πολιτείες. Βλέπεις τα μνήματα. Μέσα στα μνήματα κάτι ανήλικα, κυρίως.
Μην περιμένετε να σας πω εδώ για την ΕΟΚΑ. Ρωτήστε καναν άλλον. Ούτε να μου πείτε για την ΕΟΚΑ. Σύμφωνοι;
Όταν τα είδα αυτά ένιωσα αποστροφή. Στο μυαλό μου δούλεψε αντανακλαστικά το εύκολο μοντερνιστικό άλλοθι: "Θανατική ποινή. Φρικτά κελιά. Έγκλειστοι νεκροί. Α, η κατάσταση του κόσμου τότε." Κι όμως, υπήρχαν φωνές στη Βρετανία εναντίον αυτού του απροκάλυπτα στυγνού μηχανισμού άτεγκτης καταστολής. Υπήρχε αντίληψη του τι γίνεται και πώς. Ήδη από την εποχή των Νεάντερταλ η τιμή στους νεκρούς θεωρείται δεδομένη, μας λένε. Άρα;
Άρα επρόκειτο για τρομοκράτες που εκρατούντο σε χώρους υψίστης ασφαλείας. Είχανε καταδικαστεί ως τρομοκράτες από πολιτικό δικαστήριο. Καλύτερα από το Γκουαντάναμο, λόγου χάρη. Και αν τους θάβαν εκτός φυλακής, θα δημιουργούσαν τόπους προσκυνήματος και εστίες αναταραχής. Απλά τα πράγματα, πρακτικά.
Άρα ο κόσμος δε βρισκόταν σε εγρήγορση. Δεν έβλεπε την ουσία του πράγματος και το αυγό του φιδιού που κυοφορούσε η αποικιοκρατική καταστολή. Βρίσκεται τώρα; Ενδεχομένως. Τι βλέπει; Ρωτάω απλώς, δεν ξέρω τις απαντήσεις. Και στο βαθμό που και βρίσκεται σε εγρήγορση και βλέπει ό,τι πρέπει να βλέπει, μήπως κοιτάει μόνον προς την πλευρά της μεγάλης δύναμης και όχι προς τα δικά μας κοντέινερ που περιέχουν μετανάστες;
(Σας παρακαλώ, μην αναφέρετε τα στρατόπεδα συγκέντρωσης: δείξτε στοιχειώδη σεβασμό. Επίσης, μη μου στείλετε σχόλια για το αν το τάδε μπορεί να συγκριθεί με το δείνα και για το ποιος αρκουδιάρης είναι ο πιο κακούλης. Όπως είπε κάποτε κι ο Τσόμσκυ, το Λουξεμβούργο δεν είναι εκ φύσεως φιλειρηνικό. Κοινώς, ό,τι μπορεί κάθε ιμπεριαλισμός να κάνει, το κάνει...)
Θα ξαναφωνάξετε 'Κρεμάλα στους φασίστες';
Με αφορμή τα όπλα φωσφόρου και σε σχέση με κάτι που έγραψα κυριακάτικα πριν κανα μήνα, θυμήθηκα τα Φυλακισμένα Μνήματα της Λευκωσίας, τα οποία επισκέφτηκα μια Κυριακή πριν κανα χρόνο.
Τα Μνήματα βρίσκονται μέσα στις κεντρικές φυλακές της πόλης, οπότε περίμενα στην ουρά με συγγενείς κρατουμένων. Μπαίνεις μέσα και σου αναθέτουν ξεναγό έναν δεσμοφύλακα. Βλέπεις τα κελιά που δεν έχουν κάγκελα, παρά ψιλές τρύπες σαν του κόσκινου, για εντονότερη διέγερση του αισθήματος απομόνωσης του έγκλειστου, και μια τρύπα σαν καμένη από τσιγάρο, ακριβώς για να περνούνε μέσα τα τσιγάρα. Βλέπεις τη μιαρή αγχόνη, μέσα σε μια αίθουσα που από αισθητική θυμίζει καμπινέ στρατώνα και από καθαριότητα ήδη νεκροτομείο, και τίποτε από τις ιλουστρασιόν βιτρίνες πίσω από τις οποίες σε εκτελούν μερικές Ηνωμένες Πολιτείες. Βλέπεις τα μνήματα. Μέσα στα μνήματα κάτι ανήλικα, κυρίως.
Μην περιμένετε να σας πω εδώ για την ΕΟΚΑ. Ρωτήστε καναν άλλον. Ούτε να μου πείτε για την ΕΟΚΑ. Σύμφωνοι;
Όταν τα είδα αυτά ένιωσα αποστροφή. Στο μυαλό μου δούλεψε αντανακλαστικά το εύκολο μοντερνιστικό άλλοθι: "Θανατική ποινή. Φρικτά κελιά. Έγκλειστοι νεκροί. Α, η κατάσταση του κόσμου τότε." Κι όμως, υπήρχαν φωνές στη Βρετανία εναντίον αυτού του απροκάλυπτα στυγνού μηχανισμού άτεγκτης καταστολής. Υπήρχε αντίληψη του τι γίνεται και πώς. Ήδη από την εποχή των Νεάντερταλ η τιμή στους νεκρούς θεωρείται δεδομένη, μας λένε. Άρα;
Άρα επρόκειτο για τρομοκράτες που εκρατούντο σε χώρους υψίστης ασφαλείας. Είχανε καταδικαστεί ως τρομοκράτες από πολιτικό δικαστήριο. Καλύτερα από το Γκουαντάναμο, λόγου χάρη. Και αν τους θάβαν εκτός φυλακής, θα δημιουργούσαν τόπους προσκυνήματος και εστίες αναταραχής. Απλά τα πράγματα, πρακτικά.
Άρα ο κόσμος δε βρισκόταν σε εγρήγορση. Δεν έβλεπε την ουσία του πράγματος και το αυγό του φιδιού που κυοφορούσε η αποικιοκρατική καταστολή. Βρίσκεται τώρα; Ενδεχομένως. Τι βλέπει; Ρωτάω απλώς, δεν ξέρω τις απαντήσεις. Και στο βαθμό που και βρίσκεται σε εγρήγορση και βλέπει ό,τι πρέπει να βλέπει, μήπως κοιτάει μόνον προς την πλευρά της μεγάλης δύναμης και όχι προς τα δικά μας κοντέινερ που περιέχουν μετανάστες;
(Σας παρακαλώ, μην αναφέρετε τα στρατόπεδα συγκέντρωσης: δείξτε στοιχειώδη σεβασμό. Επίσης, μη μου στείλετε σχόλια για το αν το τάδε μπορεί να συγκριθεί με το δείνα και για το ποιος αρκουδιάρης είναι ο πιο κακούλης. Όπως είπε κάποτε κι ο Τσόμσκυ, το Λουξεμβούργο δεν είναι εκ φύσεως φιλειρηνικό. Κοινώς, ό,τι μπορεί κάθε ιμπεριαλισμός να κάνει, το κάνει...)
Θα ξαναφωνάξετε 'Κρεμάλα στους φασίστες';
8.11.05
Dharma Bums
Κρατάω μια ατάκα από το πρωτοσέλιδο της χθεσινής City Press για τις ταραχές στη Γαλλία: "Οι πολιτικοί διαχειρίζονται το πρόβλημα που δημιούργησαν χωρίς να μπορούν να το λύσουν". Ξύνω το κεφάλι μου και αναρωτιέμαι ποιοι άθλιοι δημιούργησαν το πρόβλημα, οι κακοί που το διαχειρίζονται είναι προφανείς. Ίσως ο δεκαετίες μακαρίτης De Gaulle, που έδωσε τη λύση στον πόλεμο της Αλγερίας, ανοίγοντας το δρόμο στους πρώην πια αποίκους να μεταναστεύσουν στα banlieues. Ίσως ο επίσης μακαρίτης Francois Mitterand που επί των ημερών του γιγαντώθηκε το φαινόμενο των inner cities στη Γαλλία. Ίσως και το κακό το ριζικό τους ή ο θεός που τους μισεί. Γιατί οι κοινότητες των βορειοαφρικανών δεν αποτελούν χθεσινό φαινόμενο ούτε και εντάσσονται στο πλαίσιο της "μεταναστευτικής πολιτικής χαμηλού εργατικού κόστους" που καταδικάζεται με περισσή σοβαρότητα σε προηγούμενη ατάκα. Οι αλγερινοί ή οι σενεγαλέζοι της Γαλλίας, όπως και οι ινδοί και οι πακιστανοί της Μεγάλης Βρετανίας είναι μετανάστες και απόγονοι μεταναστών μιας προηγούμενης εποχής, όχι και τόσο μακρινής, όπου η αναζήτηση καλύτερης τύχης δεν σήμαινε απαραίτητα και την άμεση ένταξη σε μια underclass ανθρώπων με ελλειμματικά εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα. H διολίσθηση κάποιων από αυτούς στην τάξη των παριών έγινε σταδιακά, στο δρόμο του νεοφιλελευθερισμού της Θάτσερ και της μόνιμης malaise που ακολούθησαν τα trentes glorieuses στη Γαλλία. Οι "πολιτικοί" βέβαια δεν εμπνεύστηκαν την έννοια της μετανάστευσης, επομένως δεν τη δημιούργησαν κιόλας, υπάρχει από την εποχή που ο Homo Sapiens αποφάσισε πως έκανε πολύ ζέστη στην Αφρική και ήταν καιρός να την κάνει για τα εύκρατα κλίματα. Και αν μερικοί καλοβλέπουν τώρα την τεχνητή ευστάθεια του Ψυχρού Πολέμου που κρατούσε τα σύνορα κλειστά και τους πάντες στα αυγά τους είναι καιρός να χωνέψουν πια ότι αυτή ήταν μια παρένθετη, ασυνήθιστη στιγμή στην παγκόσμια ιστορία. Ο κόσμος κινείται. Σκοπός δεν είναι η απομόνωση πίσω από limes και φυλάκια, αλλά οι τρόποι και οι έμπρακτες πολιτικές συνεργασίας, συνεννόησης και συνύπαρξης. Κατά τα άλλα, όσοι εξεγείρονται, αβράκωτοι του 1793, μαύροι των '60s, φοιτητές σε περιόδους δικτατορίας, είναι πάντα "αλήτες": του Σαρκοζί, του Ντάρμα, του Βούδα...
1.11.05
Της μάνας μας (το ελληνικό DNA)
Ακόμα ζαλισμένος με τις ανοησίες, τον εθνικισμό καφενέ και τους υποκριτικούς πομφόλυγες που ακούσαμε χτες στη Βουλή (πρέπει το θέμα να έχει σχολιαστεί εκτενώς, εγώ μόνον αυτό είδα), σας προτείνω να διαβάσετε και τίποτε εποικοδομητικό, λόγου χάρη το μπλογκ μιας βρετανής η οποία, ναι μεν δεν έχει την ατυχία να είναι ελληνίδα, έχει όμως τη δεινότερη ατυχία να ζει στην Ελλάδα χωρίς να είναι ελληνίδα. Καλό συμπλήρωμα αποτελεί κι αυτό το ποστάκι.