.comment-link {margin-left:.6em;}

30.3.06

 

Vicious Cabaret


"Αμερικανική υπερπαραγωγή Ταλιμπάν
«V for Vendetta» και όλα τούμπα. Ταινία στα μέτρα υπερπαραγωγής, με σεναριογράφους τους αδελφούς Γουατσόφσκι της τριλογίας «Matrix» και σκηνοθέτη τον Τζέιμς Μακ Τιγκ, με Άγγλους Ταλιμπάν που επιχειρούν να κατεδαφίσουν τη Βουλή των Λόρδων προκειμένου να επαναφέρουν αληθινή δημοκρατία στη Βρετανία! Ο σκελετός της ιστορίας είναι μείγμα από «Φάντασμα της Όπερας» και κόμικς, όπου αυριανός Λονδρέζος Μπιν Λάντεν (Χιούγκο Γουίβινγκ), με μάσκα Κόμη Μοντεκρίστο να καλύπτει μονίμως το παραμορφωμένο - από το φασιστικό καθεστώς - πρόσωπό του, σχεδιάζει μαζική εξέγερση και εκθρόνιση του αυταρχικού κυβερνήτη (Τζον Χαρτ), παρέα με την πεντάμορφη Νάταλι Πόρτμαν! Έξυπνη σύλληψη, φλύαρη αφήγηση, μονότονη επανάληψη και σχηματική, στεγνή,πολιτική και αισθητική ανάπτυξη. Κρίμα η πρόθεση!"


Η τελευταία ταινία που ο Δημήτρης Δανίκας, παλιός οδηγός μου στις σκοτεινές αίθουσες, πρέπει να απόλαυσε ως ταινία και όχι ως θεωρία συνωμοσίας πρέπει να ήταν ο Αγγλος Ασθενής το 1993. Το πρόβλημα, για μένα, δεν είναι το γεγονός ότι ο Δανίκας επιμένει εδώ και 13 χρόνια περίπου να μας εξηγεί κάθε εβδομάδα ότι πίσω από το χολιγουντιανό ποπκόρν το μοχθηρό τέρας της αμερικανικής καπιταλιστικής ιδεολογίας σηκώνει το άσχημό του κεφάλι, που θα πάει, πες πες θα μας το γράψει με πυρωμένο σίδερο μέσα στο ακατοίκητό μας όπως σκάλισαν τον κρίνο στον ώμο της Μυλαίδης και θα τελειώσει το φροντιστήριο. Δεν έχω επίσης απαίτηση να γνωρίζει εκ των προτέρων ο κριτικός τον Alan Moore, έστω κι αν με ξενίζει το γεγονός ότι αγνοεί τον «λογοτεχνικότερο» (με τoν ποιητή Neil Gaiman από κοντά) των κόμικ συγγραφέων – όπως δεν είχα και την απαίτηση το 1999 να έχει διαβάσει το Lord of the Rings, γιατί θα μπορούσε άνετα να μου πει ότι είναι ηλίου φαεινότερον ότι η σύναξη των Ροχίριμ είναι η Γερουσία των Η.Π.Α. Δικαιούμαι νομίζω, όμως, να έχω την απαίτηση να διερευνά αυτό που πρόκειται να γράψει, ή να βάζει κάποιον noir του 19ου αιώνα να το τσεκάρει τέλος πάντων, ώστε να μην κάνει λόγο για τη «μάσκα Κόμη Μοντεκρίστο» και να εννοεί το «σιδηρούν προσωπείο». Θα μου πείτε, ωραία, μικρό το κακό, του Αλεξάνδρου Δουμά πατρός είναι και τα δύο. Μόνο που, κοίτα να δεις γκαντεμιά, ο Guy Fawkes στον οποίο παραπέμπει το V for Vendetta δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο, είναι ένας ζηλωτής καθολικός που το 1605 θα τίναζε στον αέρα τον Ιάκωβο Α΄ και το αγγλικό κοινοβούλιο, κάτι σαν Ιούδας των προτεσταντών, μια και στη Βρετανία ακόμα καίνε το ομοίωμά του και ρίχνουν τόνους πυροτεχνήματα κάθε 5 Νοεμβρίου. Τον V, πάει στο διάολο (εδώ γύρω, δηλαδή), μπορείς να τον δεις όπως θες, ως ταλιμπάν, ως Κάλιμπαν, ως Οσάμα, ως μουσαμά ή ως παστουρμά, είναι δικαίωμά σου κι έχει να κάνει με την οργιάζουσα ή μη φαντασία σου, αλλά στην εποχή που η Wikipedia απέχει ένα κλικ από εκεί που γράφεις η αμάθεια έχει πάψει να συγχωρείται…

29.3.06

 

[Προσφυγιές]

"[...]

«Τι σκέφτεσαι, Λίλχεν» (ή κάπως έτσι).
«Πώς με είπες;»
«Μικρή Λίλα. Diminutive.»
«Δηλαδή;»
«Δηλαδή χαϊδευτικό, περίπου.»
«Α.»
«Λοιπόν;»
Πού να εξηγώ. «Αφαιρέθηκα… σκεφτόμουν τη θεία μου, αυτή με μεγάλωσε. Για μένα αυτή η γυναίκα είναι η Ελλάδα που ήξερα, ενσαρκώνει την Ελλάδα που ξέρω, της επαρχίας.»
«Ω.»
«Είχε μαγαζί στο κέντρο με εσώρουχα. Έκανε πολύ καλές δουλειές, κυρίως γιατί ένας άλλος που είχε παρόμοιο μαγαζί έπαιρνε μάτι τις πελάτισσές του, ή έτσι τουλάχιστον έλεγαν τα κομοτηναίικα όρνια. Και για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, όταν έπεσε η μεγάλη κρίση πριν κάτι αιώνες, ο πατέρας μου, που ως δικηγόρος δεν πεινάει ποτέ, τής ξεχρέωσε κάτι φέσια με φούντα… Η θεία μου δεν ήξερε να μαγειρεύει καλά, η γιαγιά μου είναι επί των γαστρονομικών. Ήταν όμως δεινή παίκτρια.»
«Σε τι άθλημα;»
«Κουμκάν.»
«Τι είναι αυτό πάλι;»
«Χαρτοπαίγνιο. Για κυρίες. Παίζεις λεφτά.»
«Μάλιστα.»
«Φοράει κάθε Τετάρτη και Παρασκευή κάτι λουλουδάτα φορέματα, φοράει τις πέρλες ή την χρυσή καρφίτσα, κάτσε όχι, αυτή τη φοράει με τα μονόχρωμα στην εκκλησία την Κυριακή, και παίρνει την τσάντα με τον προϋπολογισμό αφρικανικής χώρας (κρύο χιούμορ του αδερφού της). Παίζουνε γύρω από ένα τραπέζι με ένα πράσινο ύφασμα, don’t know the word in English, και καπνίζουν αμίλητοι, σαν βαλσαμωμένοι. Παίζουνε με τέμπο και νεύρο. Βασικά μια φορά τους έχω δει, δε γουστάρουνε περισπάσεις και ηλίθια σχόλια του τύπου ‘μα καλά, δεν βαριέστε;’ από τρίτους. Το άλλο πράγμα που κάνει η θεία μου είναι να τρέχει με τις κυρίες της Μητρόπολης σε διάφορες φιλανθρωπίες.»
«Όταν κερδίζει;»
«Όχι, πάντα. Τρέφουνε φτωχές οικογένειες – πριν κάτι χρόνια αποφάσισαν να συμπεριλάβουν και Τούρκους, Μουσουλμάνους εν πάση περιπτώσει, και την έβγαλαν όλα τα κανάλια, και στην Αθήνα.»
«Α, είναι επικεφαλής;»
«Όχι, έχει λέγειν σαν τον αδερφό της. Τέλος πάντων, ανοικοδομούν εκκλησίες, βρίσκουνε δουλειές σε μετανοούσες και κακοπληρωμένες βουλγάρες μπαρόβιες και στριπτιζούδες, μοιράζουνε γεύματα, ντύνουν παιδάκια, ανακαινίζουν μοναστήρια, κινούν αγωγές κατά των Γιεχωβάδων, ταχυδρομούνε βοήθεια σε πληγείσες χώρες, μοιράζουνε φυλλάδια κατά των εχθρών της Ελλάδας και της Εκκλησίας, φιλοξενούν άπορους Ουκρανούς και Σλοβάκους φοιτητές της Θεολογίας Θεσσαλονίκης που λένε να πάνε στα μέρη μας για προσκύνημα να ξεσκάσουν – αυτά. Από το δωμάτιο ξένων του πατέρα μου έχει περάσει όλο το Παραπέτασμα, που λέει κι εκείνος…»
«Γιατί σαρκάζεις; Όποια κι αν είναι τα κίνητρα αυτών των κυριών, ωφελούνε και βοηθάνε κόσμο.»
«Καλά ντε, εντάξει.»
Παύση.
«Λεφτά έχει ο πατέρας μου, όχι εγώ. Με υποτροφία ήρθα εδώ. Και δεν μού φτάνει κιόλας»
«Οκέι.»
Μετά τον πιάσανε κάτι τρανταχτά γέλια που αντιλάλησε το ντεσεβώ, λες και το δονούσε καρ στέρεο.
«Όταν μού είπες πως η θεία σου γυναίκα συμβολίζει την Ελλάδα, περίμενα άλλα. Περίμενα να μού πεις τίποτε για αρχαίες πέτρες και καμμιά μαυροφορεμένη χήρα, κυπαρίσσια κι ερείπια που χαϊδεύει το τραχύ ελληνικό φως. Ή κάτι τέτοιο.»
«Ωχ καημένε… Πάντως δεν μπορείς να χηρέψεις αν δεν παντρευτείς. Κι αυτή δεν ήθελε να πάρει κανέναν: όλοι οι γαμπροί της Κομοτηνής ήταν ή καπνοκαλλιεργητές ή εμπορίσκοι ή γύφτοι.»
«Από πού είναι η οικογένεια σου;»
«Πρόσφυγες από την Μικρά Ασία.»
«Πρόσφυγες; Πότε;»
«Το 1923.»
«Α, πριν από πολύ καιρό.»
«Ε, ναι… καλά, άσε, μεγάλη ιστορία, μην το ψάχνεις…»

[...]

Τέλος πάντων. Γιατί φλομώνω τον έρμο τον ξένο τον καλό με ιστορίες για πρόσφυγες με ανταλλαγές πληθυσμών και τους φίλους μας τους Τούρκους; Άνοιξε το ραδιόφωνο όπου μια κότα έσκουζε στα λατινικά, pax sincera, κι έτσι. Προσφυγιές και μιζέριες με τους Βούλγαρους και τον μουστάκια Πλαστήρα, κι ο Κεμάλ από της Ανατολής τα μέρη, τι δουλειά έχουν οι Βόρειοι, οι οικοδόμοι της ευρωπαϊκής ενότητας, με όλο αυτό το τσίρκο; Έρχονται στο Λονδίνο και κάνουν διδακτορικά και κλείνονται σε ποντικοδωμάτια ψάχνοντας από πού έρχεται η γνώση και για πλατωνικά αρχέτυπα, ενώ εμείς κουνιόμαστε για τοπική υπερδύναμη αλλά στο παραμικρό βγάζουμε παντιέρα την επαρχιώτικη μοναδικότητά μας και την καθ’ ημάς Αναντολού.
«Και οι παππούδες μου από την πλευρά της μητέρας μου ήταν πρόσφυγες. Κομμουνιστές βαμμένοι, έφυγαν ωστόσο πιτσιρικάδες από την Πολωνία μαζί με τους υπόλοιπους Γερμανούς το ’45, από την Πομερανία συγκεκριμένα, και βρέθηκαν στη Λειψία. Σε πέντε χρόνια αυτομόλησαν τρέχοντας στη Δύση και, παρότι ήτανε κοντοχωριανοί πίσω στην ‘πατρίδα’, μεταξύ τους γνωρίστηκαν στον σταθμό του Μονάχου.»
Μάλιστα. «Κατάλαβα. Κι από κει είναι η μάνα σου; Βαυαρέζα;»
«Ναι. Μισή άνθρωπος, μισή Αυστριακή.»

[...]"

27.3.06

 

Σραοσικό δράμα

ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ (από τα παρασκήνια): Όταν ήμουν παιδί (είχα βρει ένα σκύλο).

[Exit.]

SRAOSHA: Πάμε πάλι.

[Exit. Re-enter]

Όταν ήμουν φέρελπις νέος βρέθηκα στο Έσσεξ. Το Έσσεξ είναι αυτό με το οποίο έπλεναν οι δύσκολες στον καιρό μου. Έκτοτε, είναι γραμμένο στα άστρα να με κυνηγάει.

Όταν πρωτοείδα το χλοερό κάμπους του Έσσεξ, εκ Λονδίνου ορμώμενος μετά δυνάμεως και δόξης πολλής (λέμε τώρα), αναγούλιασα. "Τι στο διάλα είναι δω;", είπα. Γκέτο ήταν. Όταν πολλά πολλά χρόνια αργότερα πρωτοπάτησα το πόδι μου στο αεροδρόμιο της Λάρνακας έμπηξα τα κλάματα.

ΧΟΡΟΣ
(κορυφαία: Λαίδη Άντζυ)
Και στις δύο περιπτώσεις
(που δεν ήσαντε συμπτώσεις)
οι πρώτες σου οι εντυπώσεις
-- όπως και να το διατυπώσεις --
ήντουσαν ορθές.

SRAOSHA: Πέρασα έξι χρόνια πίκρα(ς) στο Έσσεξ. Στο Έσσεξ είχε τότε επι συνόλου 5000 φοιτητών 1200 Έλληνες και Ελληνοκύπριους. Η πολυάριθμη αυτή ολοζώντανη μικρο-ομογένεια αναπαρήγε άψογα τις πολεμικές και άλλες αρετές των Ελλήνων, ήτοι:

[Καπνοί. Ήχοι βόθρου. Φωτιές. Θειαφίλα.]
Ψωνάρα και καβάλημα (γίγνονται παίδες δύο).

[Καπνοί. Ήχοι βόθρου. Φωτιές. Θειαφίλα.]
Πελώρια κουτοπονηριά -- "μαλάκες που 'ν' οι Άγγλοι".

[Καπνοί. Ήχοι βόθρου. Φωτιές. Θειαφίλα.]
Αναίτιες διχόνοιες, μικρόνοη φιλαρχία.

[Καπνοί. Ήχοι βόθρου. Φωτιές. Θειαφίλα.]
Αγένεια, σπουδαιοφάνεια -- "εγώ τα ξέρω όλα"

Ατέλειωτη ακολουθία περιστατικών, η ζωοπανήγυρη της ταπιρίλας, με πρωτοπαλλήκαρα κάτι επονείδιστα βρωμόπαιδα που πούλαγαν μυαλό και αρχίδια. Είδα, λόγου χάρη, ευγενέστατο παλαιστίνιο σε στάση λεωφορείου να υφίσταται δύο μαλακομπουκώματα με μπουφανάκια Toggs Unlimited (ναι, για τέτοιες εποχές μιλάμε) επί τριανταπέντε λεπτά (καλύτερα να περιμένεις καύσωνα στην αγγλική επαρχία παρά λεωφορείο), να τον βάζουνε να επαναλαμβάνει στοιχειώδεις προστυχουλιές στα ελληνικά, π.χ. Είμαι μαλάκας, τον παίρνω, η μάνα μου... κτλ., νομίζοντας τα ζαγάρια πως ο άνθρωπος δεν καταλάβαινε τι γινόταν (αρκεί να τον κοιτούσανε στα μάτια, πλην όμως ήσαν Έλληνες). Και γελούσαν. Από πού βγήκαν; Σήμερα πρέπει να είναι στελεχάρες πια, με σπουδές στην Αγγλία.

Απέφευγα λοιπόν τους Έλληνες σαν το χτικιό αυτοπροσώπως. Έτσι πέρασα έξι χρόνια στο Έσσεξ. Και πέρασα καλά, σε σχέση με πώς θα τα πέρναγα αλλιώς (δηλαδή μαζί τους).

ΧΟΡΟΣ
(κορυφαία: Λαίδη Άντζυ)
Bleu, bleu
l'amour est bleu.
Τι θες να πεις τώρα κι εσύ
αυτιά μου καθοδηγητή,
Σραόσα, που όλα τα ακούς
φορώντας επαφής φακούς
μαύρους κι άραχλους;

SRAOSHA: Εννοώ τα εξής (ακολουθεί λίστα, κατά την προσφιλή μου μέθοδο):

  1. Στην μπλογκοκοινωνία έχουμε συμπύκνωση των εθνικών ελαττωμάτων μας (βλέπε άνωθι, βαριέμαι να επαναλαμβάνω τα ειδικά εφέ). Εννοώ πως υπάρχουν μασκοφόρα ζουλάπια που θεωρούνε σκόπιμο να μπινελικώνουνε την Ψιλικατζού. Γιατί; Γιατί είναι Έλληνες. Και, φυσικά, γιατί μπορούν. Επίσης, προς όσους θάβετε τον Νίκο Δήμου. Αγαπημένα μου παιδιά, όταν ο Δήμου έλεγε μερικά δυσάρεστα πλην, κανονικά, αυτονόητα πραγματάκια, οι περισσότεροι από εσάς στρογγυλοκαθόσασταν στις ωοθήκες της μάνας σας. Ο άνθρωπος έγινε διάσημος για τις απόψεις του, ούτε για τις γάτες του, ούτε για τις φωτογραφίες του, ούτε καν για τις διαφημίσεις του (τουλάχιστον ως "Νίκος Δήμου"). Έχει ένα μπλογκ. Δεν είναι φυσικό το κάθε Ελληνόπουλο, που διψάει για το παλκοσένικο, να θέλει να δει τις σκέψεις του σχολιασμένες από έναν τέτοιο άνθρωπο; Φταίει ο Δήμου που κάθεται και ασχολείται μαζί τους; Είναι θέμα γνώμης. Όμως, ακριβώς το πώς και πόσο (δηλ. λίγο μίζερα, λίγο ζηλόφθονα και πολύ άκομψα) ασχολείται ο μπλογκόκοσμος με το μπλογκ ενός ανθρώπου άνω των 65 με τα 526 σχόλια ανά ποστ δίνει το μέτρο της κοινωνικής ψυχοπαθολογίας μας. Σημαίνει αυτό πως συμφωνώ με αυτά που γράφει ο Δήμου (ο Τσαγκαρουσιάνος, ο Αντώναρος, ο Πρετεντέρης, η Τριανταφύλλου, ο Γεωργελές, ο Τάλως); Ε, όχι (πάντα). Που μας φέρνει στο βου.
  2. Δε μ' αρέσει το μπλογκ του Χοιροβοσκού, συνήθως διαφωνώ μαζί του και δεν το πολυδιαβάζω. Γι' αυτό δε θα το βρείτε εδώ αριστερά, επειδή ό,τι βλέπετε εδώ αριστερά συνήθως το συνιστούμε ολόψυχα -- ό,τι δε βλέπετε είτε συνήθως το συνιστούμε απλώς, είτε δεν το συνιστουμε καθόλου. Ωστόσο, εκτιμιόμαστε τόσο πολύ με τον Χοιροβοσκό ώστε να ανταλλάσουμε 2-3 μηνύματα την ημέρα. Θα συμφωνήσω δηλαδή μαζί του πως πάνω από τις απόψεις είναι οι άνθρωποι. Επίσης θα συμφωνήσω πως πρέπει να αφήσουμε τον καθένα να κάνει το κομμάτι του. Αν δε μας αρέσει, ας μην το διαβάζουμε. Ασιχτίρι πια, αρκετό odium theologicum έχει αυτός ο κόσμος.
  3. Ωραίο ποστάκι του Τάλω το πρόσφατο.
  4. Θα ακολουθήσω καθυστερημένα τη συμβουλή του Γ. Στρατή (βλέπε αριστερά), μεταφρασμένη στην τοπική μου διάλεκτο: Άμα μου έρχεται όρεξη να το ρίξω στο μεταμπλόγκινγκ, κλείνω τον υπολογιστή.

25.3.06

 

B & W


Γυρίζω με ταξί από τα γενέθλια ενός φίλου. Οι δρόμοι εννοείται πηγμένοι, παρά την έξοδο. Ίσως να φταίνε τα ανοικονόμητα SUV, πού να φαντάζονταν αυτά τα δυνάμει ερπυστριοφόρα όσοι χάραζαν τις λεωφόρους της Αθήνας στα 50s; Μαζί με τον Ξυλούρη από τα airwaves έρχεται μια αίσθηση μελαγχολίας. Η φωνή του Νίκου Ξυλούρη –μαζί με ένα «βιντεοκλίπ» του Διονύση Σαββόπουλου να περιφέρεται ξημερώματα στους δρόμους της Αθήνας επί δικτατορίας με ηχητική υπόκρουση την ματαιότητα του Δημοσθένους Λέξις– είναι για μένα η επιτομή της δεκαετίας του ’70. Με βάζουν σε ένα mood περίεργων πραγμάτων, καταστάσεων στα όρια του θρύλου, εποχών σύγκρουσης και συγκρότησης όλων εκείνων των δυνάμεων της ιστορίας που στην τριακονταετία που πέρασε επεξεργάστηκαν το σήμερα. Φωτογραφίες του Πολυτεχνείου, το τανκ που ρίχνει την πύλη, ένας δημοσιογράφος με κοκάλινα γυαλιά που κοιτάζει έναν νεκρό σε κρεβάτι νοσοκομείου. Κοινά για όλους, υποθέτω, οπτικοακουστικά ντοκουμέντα. Για μένα η δεκαετία του ’70 είναι βασικά άλλη μια ακολουθία από ασπρόμαυρες εικόνες. Η ατομική μνήμη έχει μπερδευτεί με τη συλλογική, με θραύσματα από γνώμες, περιγραφές και ακούσματα, στοιχειοθετείται πιο πολύ από πρωτοσέλιδα ή δελτία ειδήσεων που θυμάμαι ότι έχω δει. Τα ‘70s είναι ένας άλλος κόσμος. Είναι τα Big Beasts της Ιστορίας που έδιωξαν τα προσωπικά. Είναι then.

Στα ‘00s (now) o ζόρια τραβών οδηγός του μεσαίου κυβισμού Ι.Χ. ΚΛΕΙΝΕΙ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΤΗΣ ΛΕΩΦΟΡΟΥ τον ταξιτζή για να τον κάνει να ανοίξει το παράθυρο έτσι ώστε να μπορέσει να τον βρίσει επειδή κατά τη γνώμη του πηγαίνει σαν κότα στην αριστερή λωρίδα (όπου «κότα» είσαι όταν οδηγείς εντός του ορίου ταχύτητας των 90 χλμ. α/ω...)

20.3.06

 

One more cup of coffee for the road

Με τρώει το χέρι μου να γράψω για διάφορα τελευταία. Για τον Μιλόσεβιτς και πώς η κρίση νομιμοποίησης μετα τον θάνατο του Τίτο ανέδειξε στις ισχυρότερες οικονομικά δημοκρατίες της ομόσπονδης Γιουγκοσλαβίας πολιτικές ελίτ που αναδύθηκαν από την πρώην νομενκλατούρα με παρασημοφορημένο οπορτουνισμό και φυλαρχικές τάσεις, έτσι Φράνιο, Σλόμπονταν και λοιπές φιλικές παρέες; Για το πώς οι έλληνες πολιτικοί μου φαίνεται ότι γίνονται ενίοτε, είτε εκ προθέσεως είτε όχι, κακέκτυπα του είκοσι χρόνια πια μακαρίτη Ούλοφ Πάλμε, πηγαίνοντας στον κινηματογράφο και οριοθετώντας έναν ωραίο κενό χώρο απουσίας γύρω τους, υποδεικνύοντάς μας έμμεσα ότι προτιμούν να μην συγχρωτιστούν με τους πληβείους – η απόσταση καλλιεργείται έντεχνα όταν δεν υπάρχει ανάγκη to press the flesh, έτσι Κωνσταντίνε Μητσοτάκη; Για το πόσο, τέλος, πολλοί από μας έχουν καταναλώσει χαρωπά άφθονο οπτικό όσο και τζανκφουντικό ποπκόρν τα τελευταία χρόνια που δυσκολεύονται να χωνέψουν μια μη γραμμική αφήγηση όπως της Syriana – έτσι Ηλία Φραγκούλη; Αλλά καταλήγω τελικά, πιο πολύ ως συνειδητοποίηση παρά ως απολογία, να επανερμηνεύω το γνωστό motto του γνωστού Free: «πρώτα ζούμε και μετά γράφουμε» δεν σημαίνει «τα δοκιμάζουμε όλα πριν από σας για σας». Σημαίνει ότι είτε το θέλουμε είτε όχι, η ζωή παίρνει προτεραιότητα. Ότι δεν περιμένει, ότι δεν καταλαβαίνει από deadlines, προγράμματα και υποχρεώσεις, ότι κάποια στιγμή σε παίρνει και σε σηκώνει, in sickness and in health, in joy and sorrow, για να οξυγονοκολλήσω τα πλέον ξεκάρφωτα, τους γαμήλιους όρκους των αγγλοσαξόνων και το ψευδογκόθικ των ΗΙΜ. Με τρώει λοιπόν το χέρι μου να γράψω διάφορα. Αλλά πρώτα ζούμε και μετά γράφουμε...

7.3.06

 

Η ωλένη, οστούν του κρανίου

Η λεγόμενη 'ζούγκλα' των μπλογκ, μάλλον φέρνει περισότερο προς τη λεγόμενη 'ζούγκλα των πόλεων' παρά προς κάποια άναρχη κατάφυτη λόχμη όπου σε κεντούν αράχνες στο μέγεθος πιατέλας και μετά σε τρώνε οι λεοπαρδάλεις. Δηλαδή, στις μεγάλες πόλεις, ο καθένας μας εκ των πραγμάτων αναγκάζεται να στήσει ένα δίκτυο γνωριμιών με ανθρώπους που ο ίδιος επιλέγει να κάνει παρέα, και δε συναναστρέφεται απαραίτητα (μόνον) όποιον μένει δίπλα ή απέναντί του. Γι' αυτό στις μεγάλες πόλεις, άμα διαλέξεις τις παρέες σου, περνάς καλά. Φυσικά, ο καθένας έχει τις ασχολίες του, καμμιά φορά χάνονται λίγο οι φίλοι και οι γνωστοί μεταξύ τους, αλλά έτσι δεν είναι οι άνθρωποι; Φυσικά, όλο και κάποιος διαταραγμένος μπορεί να σου χτυπήσει το κουδούνι, όλο και κάποιος θα σε βρίσει τζάμπα, όλο και κάποιος άσχετος θα σου γδάρει το αμάξι. Αλλά αυτός δεν είναι λόγος να μη ζεις στην πόλη.

Παρομοιάζω λοιπόν την μπλογκοκοινωνία με μια πόλη, όπου ο καθένας φτιάχνει τις παρέες του. Δίνω έμφαση στο ότι άμα διαλέξεις σωστά τις παρέες σου, γενικά περνάς καλά. Γιατί τα λέω αυτά.

Όταν πρωτοξεκίνησα εδώ είχα μια φοβία ότι θα μου την πέσουν από παντού ψυχασθενείς και φασίστες. Ότι, λόγου χάρη, θα γεμίσει το ιμέιλ μου βρισίδια κι απειλές σαν κι αυτές που λάβαινα κάπου 8-9 χρόνια πριν, επειδή είχα ισχυριστεί δημοσία πως υπάρχουν παλιά αλβανικά και μακεδονικά τοπωνύμια στην Ελλάδα. Ο Τάλως με είχε καθησυχάσει. Δεν είναι έτσι στα μπλογκ, μου είχε πει. Είχε δίκιο.

Πρόσφατα έγραψα ένα ποστάκι εν είδει συγκρίσεως. Για τα ελληνικά δεδομένα, ήταν ελαφρώς εμπρηστικό (αν και σε μια κοινωνία όπου η κριτική σκέψη έχει εμπεδωθεί θα ήτανε μόνο στοιχειωδώς ενδιαφέρον και, τελικά, μάλλον μπανάλ). Η συζήτηση που επακολούθησε ήτανε πάρα πολύ ενδιαφέρουσα, έντονη αλλά κόσμια -- στο τέλος εγώ τουλάχιστον αισθάνομαι πως έμαθα και πέντε πράματα παραπάνω. Επιστρέφοντας στη μεταφορά της πόλης, ούτε μου άνοιξαν το διαμέρισμα, ούτε το αυτοκίνητο μου έκαψαν, ούτε μου σέρβιραν κηροζίνη για τζιν.

Για μένα η διαφορά διαφάνηκε πολύ έντονα λόγω συγκυριών: στην αρχή της προηγούμενης εβδομάδας έκανα το λάθος να γράψω ένα γράμμα σε (κανονική, έντυπη δηλαδή) εφημερίδα επισημαίνοντας κάποια σφάλματα σε ένα άρθρο της. Θα σας το πω πάλι με παραβολή:

Ας πούμε πως είμαι ορθοπαιδικός / ορθοπεδικός (πώς σιχτίρι πρέπει να γράφεται) και διαβάζω ένα άρθρο σε εφημερίδα για την ωλένη που μαζί με άλλα οστά απαρτίζει το κρανίο, για τους τέσσερις ιπποκρατικούς χυμούς και πώς ρυθμίζουνε τη συμπεριφορά και για το ότι το έλκος οφείλεται αποκλειστικά στο άγχος κι όχι σε παθογόνους μικροργανισμούς. Γράφω λοιπόν στην εφημερίδα αναιρώντας τα παραπάνω. Ο αρχισυντάκτης, ευγενέστατος, προωθεί το γράμμα μου στον υπαίτιο, αν και με ενημερώνει ότι δεν μπορεί να δημοσιεύσει την επιστολή αφού δε δημοσιεύουν επιστολές αναγνωστών.

Ο υπαίτιος στην απάντησή του με ειρωνεύεται, προβάλλει τις σπουδές του στη ΣΒΙΕ, αρνείται να αποδεχτεί τα χονδροειδή σφάλματά του και εν γένει με μπινελικώνει, κατακεραυνώνοντας την επιστημοσύνη μου και το αυστηρό ύφος μου. Ολοκληρώνει διαμηνύοντάς μου πως γιατρούς σαν κι εμένα, που δεν μπορούν να καταλάβουν το συναίσθημα και τον υποκειμενισμό (γιατί φυσικά υπάρχει υποκειμενισμός στην Ιατρική, όλα είναι ρευστά και ανατρέψιμα, πολτός, καπνός, Θρασύβουλας -- που λέει κι ο Ρακάσας), δεν τους αναγνωρίζει και δεν τους παραδέχεται. Και τα λοιπά.

Οπότε, μπλογκ και πάλι μπλογκ. Καλύτερα η ψευδώνυμη λογοδιάρροια και περιστασιακή θρασυδειλία παρά η επώνυμη αγυρτεία.

1.3.06

 

Rakasha's Literary Supplement #2


Ο Χρήστος Χωμενίδης έγραψε καλό μυθιστόρημα. Ο Θεός να μας φυλάει.

Ίσως να φταίει που οι χαρακτήρες του δεν είναι πια μόνο φορείς ανομολόγητων πόθων, οι πιο ενδιαφέρουσες δραστηριότητές τους δεν είναι οι παρτούζες ως υποκατάστατα εξουσίας και οι ίδιοι δεν είναι αθεράπευτα αντιπαθείς. Υπάρχει ένα στοιχείο ωριμότητας που περιορίζει την παρωδία, αν και αυτή αφήνεται και πάλι λίγο ανεξέλεγκτη στο πανηγύρι των ζουρλών που ακολουθεί τη σύλληψη της «Εταιρείας», και ίσως να έχει να κάνει και με τα βιώματα του συγγραφέα, ο οποίος μόλις έγινε σαράντα, άρα έχει έντονες και μνήμες των καταστάσεων και της εποχής – και τις χρησιμοποιεί καλύτερα από τη θητεία του στο Ύψος των Περιστάσεων. Είναι μια δουλειά γύρω από την πρόσληψη και την εικόνα των πραγμάτων, μια ιστορία που δεν εκτυλίσσεται ούτε μπροστά σ’ εμάς ούτε καν μπροστά στους πρωταγωνιστές της, αλλά σε δύο καθρέφτες: εκείνον του παρελθόντος των χαρακτήρων και εκείνον της real 17 Νοέμβρη. Εκείνο που επιτυγχάνει όμως πλήρως είναι να μην αφήσει καμία από τις απόψεις, καμία από τις βεβαιότητες που έχουν κατά καιρούς προβληθεί από όλες τις πλευρές, και υποστηριχθεί από όλες τις υπόλοιπες, χωρίς να την υπονομεύσει – εκεί έγκειται και η ομορφιά του μυθιστορήματος: στην πολυπρισματικότητά του. Για μια φορά ο Χωμενίδης δείχνει sympathy for the devil. For all the devils.

Εκτός από έναν.

Πίσω από τη μυθοπλασία υπάρχει ένα υπόβαθρο. Και το υπόβαθρο αυτό, που στα προηγούμενα βιβλία του μπορούσε κανείς να θεωρήσει απλή αφορμή για να παρωδήσει, να χλευάσει, να κάνει χοντρή πλάκα, εδώ που ο τόνος είναι σοβαρότερος αναδεικνύεται σαφέστερα. Η απαισιόδοξη, θλιβερή του άποψη για την ελληνική κοινωνία αποτελεί εωτερίκευση του πλέον αναμασώμενου στερεότυπου του ελληνικού δημόσιου λόγου. Ο Χωμενίδης ενδίδει hook, line and sinker, και αποδίδει επί μια δεκαετία σπονδές, στο ιδεολόγημα του «βαλκανισμού», που δεν είναι παρά το flipside και η δικαίωση της «μοναδικότητας» από άλλο δρόμο: όπως η επίσημη Ελλάδα είναι η χώρα του φωτός, του πολιτισμού, της ορθοδοξίας, της δημοκρατίας, των αρχαίων προγόνων, του αδάμαστου φρονήματος, όπου όλοι έρχονται να ζήσουν το μύθο τους γιατί παντού υπάρχει ένας μύθος, η ανεπίσημη καφενόβια παραδεκτή και από τους επίσημους σε ανεπίσημες στιγμές Ελλάδα είναι ένας βαλκανικός αχταρμάς, χωρίς θεσμούς, χωρίς νόμους, χωρίς ηθική, χωρίς τάξεις, χωρίς κοινωνία, συνονθύλευμα και τόπος εφαρμογής της κατά Hobbes ζωώδους κατάστασης πολέμου όλων εναντίον όλων. Που είναι, με άλλα λόγια, όπως και η επίσημη Ελλάδα, μια εξαίρεση, που δεν μπορεί να κριθεί με τα συνήθη, κοινά, ευρωπαϊκά ή άλλα μέτρα και σταθμά, που χρειάζεται εφευρέσεις ολόκληρες νέων κλιμάκων για να διαπιστωθεί το μέγεθος της απόκλισής της από τα άλλα, τα για όλους τους υπόλοιπους μέτρια και καθημερινά.

Το ζήτημα είναι απύθμενο βέβαια και δεν σκοπεύω να το κουράσω άλλο εδώ, πέρα από μια μικρή μόνο νύξη. Σε κάποια φάση ένας από τους βασικούς του ήρωες νοσταλγεί την Αμερική «σαν να ήταν η Γη της Επαγγελίας» (σε αντίθεση με τον «πολτό», τη Βαλκάνια Ελλάδα always). Ποια Αμερική όμως; Την Αμερική του 19ου αιώνα, όπου οι ψήφοι εξαγοράζονταν εν μέση οδώ βάσει του συνθήματος “three acres and a cow”; Την Αμερική όπου ο στρατιωτικός νόμος της Reconstruction των Νοτίων πολιτειών μετά τον εμφύλιο εξασφάλιζε δύο νοθευμένες τετραετίες στον στρατηγό Γκραντ; Την Αμερική των προεδρικών εκλογών του 2000 στη Φλόριντα; Ή την Αμερική του Jack Abramoff όπου τα χρήματα «περνούν από τις σωστές παλάμες»; Γιατί αυτή η «γη» δεν είναι περισσότερο «πολτοειδής» από την εδώ; Γιατί, στερεοτυπικά πάντα, το γρασίδι του γείτονα είναι πιο γλυκό...

This page is powered by Blogger. Isn't yours?