5.4.06
[Πάρτυ]
στον Alberich και την xilaren, και την ευγένειά τους
"[...]
Η Νατάσα έµενε κοντά στη στάση, απέναντι από το οµώνυµο πάρκο. Σκέφτηκα πως πρέπει να είναι απίστευτα µατσωµένη για να µπορεί να µένει σ’ αυτή την περιοχή, πράγµα που ξανασκέφτηκα εµφατικότατα µόλις είδα το ίδιο το σπίτι, µια φρεσκοβαµµένη καλοσυντηρηµένη βικτωριανή βίλλα, πανταχόθεν ελεύθερη φυσικά, µε ωραιότατη στέγη. Κοίτα ρε πού µένει ο φοιτητόκοσµος, όχι σαν εµάς µέσα στο πενταόροφο…
Το εσωτερικό και οι συστάσεις µε την Νατάσα µε γείωσαν αµέσως: το σπίτι το µοιράζονταν εφτά άτοµα παρακαλώ, συν ο γκόµενος της Νατάσας, από το Βανκούβερ, οκτώ. Έτσι έβγαινε και το νοίκι. Τώρα, όταν µε ξενάγησε η Νατάσα στο σπίτι, ξενέρωσα εντελώς: είχε ένα χωλάκι, δύο σαλόνια (πάνω-κάτω), µία σοφίτα (της Νατάσας και, ανεπισήµως, του Καναδού), πέντε υπνοδωµάτια και µία κουζίνα και ένα µπάνιο. Σαν σε Εστία, δηλαδή, άσε που κάποιος κοιµότανε στο σαλόνι, τον γνώρισα, ένας πανύψηλος µε ξυρισµένο κεφάλι και µια σκουλαρίκα από το πειρατικό του κάπταιν Τζίµυ. Φορούσε κάτι µπότες χρώµα σάπιο µήλο. Πάντως το πάρτι είχε ήδη ψιλοξεκινήσει, καθήσαµε µε την Εύη σε κάτι καρέκλες µε κόκκινη κεντητή ταπετσαρία και κουτσοµπολεύαµε τον κόσµο. Η Εύη ήτανε προπτυχιακή στο τελευταίο έτος και την κορόιδευα πάντα λέγοντάς της ότι θα µπορούσε να είναι κόρη µου, όµως εύστροφος άνθρωπος· απόψε πάντως έµοιαζε τελείως µε Λονδρέζα ξέκωλη, από αυτές που ούτε κυλότα δεν φοράνε, για καλύτερα, γρηγορότερα κι ευκολότερα… η Εύη µε βεβαίωσε πάντως ότι όσον αφορά τα εσώρουχα, η ίδια ήτανε σεµνά ντυµένη.
Πήραµε ποτά, βότκες µε τόνικ, ιδέα της Εύης. Γιατί βότκα τόνικ; Γιατί είναι η χρυσή τοµή µεταξύ βότκας πορτοκάλι (ποτό για άσχετους που κατά βάθος θέλουνε µια Ήβη µπλε) και τζιν µε τόνικ (ποτό για λείψανα). Τους δίσκους έπαιζε στο σαλόνι του ισογείου ο Έρνεστ ο από κάτω της Νατάσας (µιας γλυκύτατης Καλαµατιανής), ένας Ολλανδός που είχε όψη παστής ρέγκας, µάλλον αφυδατωµένος από τις κούτες έκστασυ που είχε πιει στα νιάτα του. Μουσική πάντως έπαιζε υπέροχη, πράγµατα που δεν ήξερα καν ότι υπάρχουν ή ότι είναι δυνατόν να υπάρχουν: ατµοσφαιρικά πνευστά (φυσούσαν, έβρεχαν, ανάσαιναν, κροτάλιζαν, θρόιζαν) θεµελιωµένα πάνω σε πονηρούληδες ρυθµούς, έξυπνοι τεχνητοί ήχοι πλεγµένοι µε ακουστικά όργανα, φωνές µέσα από συνθεσάιζερ σαν λιτές ευθείες που συγκλίνουν στο άπειρο, άγνωστα όργανα που έβγαζαν έναν ήχο σαν να έριξες πετράδια πάνω σε γυαλί, κάτι κοµµάτια που έµοιαζαν απλώς µε βραχώδεις παραλίες …
[...]
Στο µεταξύ ερχόταν όλο και περισσότερος κόσµος κι εγώ αγχωνόµουν πού θα µπούν όλοι αυτοί, τι θα πιούνε και τι θα φάνε. Όµως το σπίτι ήτανε µεγάλο και ο καθένας έφερνε κι από κάτι (η Εύη είχε κουβαλήσει κεφτεδάκια και µία βότκα µολότωφ). ∆ιάφορες φάτσες ήταν αρκετά γνωστές, µάλλον από το Κολλέγιο µοιάζανε να είναι, τύποι που κοιτάς κατά λάθος κατάµατα ανεβαίνοντας τρέχοντας την σκάλα κι αυτοί αρπάζονται από το κιγκλίδωµα µήπως και τους κουτουλήσεις παίρνοντάς τους σβάρνα. Η Εύη είχε εξαφανιστεί ξαφνικά και την βρήκα στο χωλάκι, όπου µαζί µε την Νατάσα και την Νάγια (Ιταλίδα συγκάτοικο) ξεσκεπάζανε µε επισηµότητα αλουµινόχαρτα και ιδρωµένες χαρτοπετσέτες, αποκαλύπτοντας εδέσµατα, σαλάτες και πιλάφια, ενώ η µουσική άλλαζε σιγά σιγά. Η µυρωδιά του φαγητού και το κάλεσµα της Νατάσας «∆ε φουντ ιζ ρέντυ, έβρυ µπόντυ» σύναξε όλους όσους ήτανε διασκορπισµένοι από ’δω και από ’κει ψιλοκουβεντιάζοντας και πίνοντας τζάµπα οινοπνεύµατα. Επειδή φυσικά η σπαραγγόσουπα δεν επρόκειτο να µε πιάσει, µε τόσες συγκινήσεις και µε ήδη δύο βότκες τόνικ που έκαναν το στοµάχι µου να συστρέφεται, στιχήθηκα µε το πιάτο στο χέρι και περίµενα να δοκιµάσω.
Αφού φόρτωσα το πιάτο κι εφοδιάστηκα µε πολλές χαρτοπετσέτες για κάθε ενδεχόµενο, βρήκα έναν καναπέ τελείως άδειο, µια και ήµουν από τις πρώτες που πήγε στον µπουφέ, και θρονιάστηκα. ∆οκίµασα απ’ όλα κι επικέντρωσα το ενδιαφέρον µου σε έναν ταµπουλέ, κεφτεδάκια Εύης, τυροπιτάκια, τοννοσαλάτα, παραµελώντας το ριζότο και τις ψητές πατάτες. Καθώς µασούσα κοίταγα τον κόσµο γύρω µου συλλέγοντας φάτσα-ντάτα, που λέει κι ο φίλος µου ο Γιώργος
[...]
Τη ρώτησα πού είχε κρυφτεί, µού εξήγησε πως η Νατάσα τής έλεγε για µια περιπέτεια µε τον Κόλιν, άλλος συγκάτοικος αυτός: περπατούσανε στο Μπρίξτον και τους σταµάτησαν και βρήκανε δυο-τρία γραµµάρια στην τσέπη του Κόλιν και τους πήρανε στο τµήµα για επίπληξη κι υπόδειξη κι η Νατάσα είχε κάπως κοψοχολιάσει και πανικοβληθεί – αυτά συνέβησαν το προηγούµενο σαββατοκύριακο. Άρχισε να µού ψιλοπονάει και η κοιλιά µου.
«Αυτό που αναστάτωσε τη δόλια τη Νατάσα είναι ότι ο Κόλιν έχει αγοράσει κι άλλη φούντα και θα τη βγάλει απόψε. Έχει πανικοβληθεί παντελώς το χρυσό µου και πολύ σοβαρά µού έλεγε πως οι µπάτσοι που τούς έκαναν εξακρίβωση τούς έχουνε βάλει στο µάτι κι ότι µπορεί µέχρι κι απόψε να µπουκάρουν εδώ µέσα. Κι εγώ, Λίλα µου, προσπαθούσα να τής εξηγήσω πως αυτή εδώ η χώρα είναι, ανοργάνωτη, ένα κωλοχανείο του κερατά, κι ότι είναι αδύνατο των αδυνάτων να ενηµέρωσε το τµήµα στην άλλη άκρη το εδώ τµήµα για ένα ζευγάρι που κουβαλούσε δυο τσιγαράκια χασισάκι.»
[...]
Χορεύαµε συνέχεια σαν τρελές και σχεδόν αδιακρίτως τσιφτετελιάζαµε ο,τιδήποτε κι αν έπαιζε ο Έρνεστ ο τσίφτης και χορέψαµε πολλά και διάφορα κοµµάτια. Επειδή η τέταρτη βότκα κατέληξε η µισή στη µοκέτα, µαζί µε λάσπες και ποπκόρν και άλλες τροφές, όπως είδα όταν κοίταξα έντροµη προς τα κάτω, πήγα και γέµισα µία πέµπτη. Ο χορός καλά κρατούσε και σε κάποια φάση η Εύη µε έδειξε σαν να µε παρουσίαζε στο κοινό µου – αν και ο καθένας χόρευε για πάρτη του και δεν πτοούταν – και φώναξε ‘ζήτω η Γκιουµουλτζίνα! να ζήσει η Τουρκία!’· τη διαολόστειλα µε έµφαση και συνέχισα τον χορό µου σαν θραίσσα µαινάδα µε τη µαλακισµένη την Εύη πάντα απέναντί µου. Ο χορός συνεχιζόταν και όλες οι σκέψεις και οι µέριµνες και τα άγχη των τελευταίων ηµερών κυλούσανε µαζί µε τον ιδρώτα µέσα από τους πόρους µου προς εξάχνωση στην ατµόσφαιρα, που, ήδη βαρειά από τα τσιγάρα, µού έτσουζε τα µάτια. Ωραίο πράγµα ο χορός: καθαρή κίνηση, εικαστικός ρυθµός, ορατή µουσική. Κι ό,τι δεν είναι καθαρή µορφή και αρµονική κίνηση θολώνει και οσµώνεται µε όλα τα όµοιά του και δεν έχει σχήµα και ρυθµό.
Μετά από περίπου µια άνοιξη που µπορεί να κρατήσει για πάντα ή και για δύο καλοκαίρια, ο Έρνεστ έβαλε ένα τελείως παράξενο κοµµάτι, έµοιαζε µε κλασσικό κοµµάτι διασκευασµένο µε µπιτ· και κόπηκα αµέσως. Σταµάτησα ακίνητη κι έµεινα το σταθερό σηµείο µέσα στην κίνηση Μπράουν ολόγυρά µου.
«Yo Ernest, what da fuck is dis?», φώναξα µε τις διαλεκτικές ικανότητες που µού έδινε τώρα η έκτη βότκα («δεν πρέπει να ανακατέψουµε τα ποτά, Λίλα χρυσό µου»).
«Το Sanctus από τη λειτουργία σε ha-moll του Μπαχ, διασκευασµένο από κλώνο του κυρίου William Orbit» ακούστηκε µια φωνή δίπλα µου. Πάλι αυτός. Τον ευχαρίστησα όσο πιο ψυχρά µού επέτρεπε το γελοίο της κατάστασης και η ιλαρή µατιά προς τον κόσµο που χαρίζει το οινόπνευµα. Κι έτσι τον ρώτησα αν σπουδάζει µουσική εδώ στο Λονδίνο.
[...]
«Τι θα πει ha-moll, Μάρτιν;»
«Εε, κάτσε να δεις, B minor.»
«∆ηλαδή;»
«Si minore.»
«Κατάλαβα.» Πολύγλωσσος. «Από πού είσαι;»
«Γερµανία. Εσύ είσαι Ελληνίδα.»
«Πού το κατάλαβες;»
«Ε, η δουλειά µας. Άσε που φωνάζετε και χαλάτε τον κόσµο… κι έχεις κι ελληνική µύτη.»
Το βορειοευρωπαϊκό φλέγµα συναντάει τον νεοκλασσικισµό, ρε άει στο διάολο. Κι είναι όµως καλό να έχεις ελληνική µύτη; Ελληνική µύτη όπως η Κνιδία Αφροδίτη και η Αθηνά του Πειραιώς ή όπως η Παξινού, η Μελίνα κι η Ειρήνη Παππά; Τι να τού πω κι εγώ:
« Τι λέει λοιπόν ο Μπαχ που ακούµε;»
«Sanctus Sanctus Sanctus Dominus Deus Sabaoth, pleni sunt caeli et terra gloria tua. Hosanna in excelsis. Είναι κάτι που ακούς στην εκκλησία την ώρα της λειτουργίας.»
«Α, µάλιστα.» Είναι και µισσιονάριος, ο εξυπνάκιας, Αλβέρτος Σβάιτσερ, πάνω που νόµιζα πως έβγαλα γκόµενο στο πάρτι. Μού έδωσε και τη µετάφραση του ύµνου καθώς προχωρούσαµε προς τον κήπο, όπου είδα πως είχανε βρει καταφύγιο πολλοί ξαναµµένοι από την ζέστη και τα τοιαύτα. Η µουσική που ερχόταν από µέσα, στο µεταξύ, ακουγότανε ξαφνικά να είναι τελείως χάλια – µπας κι έπαθε ξαφνικά κανα εγκεφαλικό ο Έρνεστ και δεν ξέρει τι βάζει; – κι έτσι, εντάξει, ας τα πούµε µε τον Γερµαναρά στον καηµένο τον αφρόντιστο κήπο. Η κοιλιά µου στο µεταξύ πονούσε πιο έντονα τώρα.
«Που λες, Μάρτιν, στα ελληνικά µόνον για σάς και τους Τούρκους έχουµε υπερθετικούς.»
«Υπερθετικούς; τι εννοείς;»
«Μµµ, όπως στα ιταλικά, εεε: stella - stellone, barba - barbone.»
«Α, εννοείς µεγεθυντικά.» Γαµώ το! «Πολύ ενδιαφέρον! Για πες µου πώς είναι ο µεγάλος
Γερµανός λοιπόν;»
«Γερµαναράς.»
«Πώς;»
«Γερµαναράς!» φώναξα. Μαλάκα εξυπνάκια.
«Γιέρ-µαν-άρας.” επανέλαβε σχεδόν γελώντας. «Α, Germania.»
[...]
Όσο για τους σποραδικούς πόνους, βεβαίως µού ερχόταν περίοδος, ευτυχώς παρά τη γενικότερη ζαλάδα το συνειδητοποίησα και, αφού βρήκα την τσάντα µου κάτω από στοίβες πανωφόρια και άλλες τσάντες κατευθύνθηκα στην τουαλέτα. Η τουαλέτα ήτανε καταπληκτική, µε υπέροχα είδη υγιεινής, έναν πελώριο καθρέφτη και µια µπανιέρα µε ποδαράκια πάνω σε ένα χαµηλό βάθρο. Είχε και δύο πολύ όµορφες καρέκλες, ντουζιέρα κι έναν τεράστιο νιπτήρα κοχύλι. Οι οκτώ ένοικοι του σπιτιού, οι νυν κι οι προηγούµενοι, δεν φαίνονταν να έχουνε προκαλέσει σοβαρές φθορές ή και δολιοφθορές σε αυτό το παραµυθένιο λουτρό. Περίεργο, σκεφτόµουν αλλάζοντας, ποιος φτιάχνει ένα τέτοιο µπάνιο σε σπίτι που νοικιάζεται από φοιτητές; Προφανώς αυτό µέχρι πρόσφατα ήταν οικογενειακό σπίτι και πουλήθηκε κοψοχρονιά και ο καινούργιος ιδιοκτήτης του το έχει προς εκµετάλλευση. Ναι, έτσι εξηγείται.
Καθώς χτενιζόµουνα, συνειδητοποίησα ωστόσο πως, παρότι ήτανε µεγάλο και στενόµακρο, εξου κι ο καθρέφτης, το µπάνιο ήταν ιλιγγιωδώς ψηλοτάβανο. Με το µάτι υπολόγισα πως, παρότι ήµουνα στο ισόγειο, το ταβάνι του µπάνιου ήτανε το ταβάνι του δευτέρου ορόφου. Αυτή η ανεξήγητη δυσαναλογία, η υπερτροφία της κατακορύφου, µε ενόχλησε και µε τάραξε, µου δηµιούργησε αγωνία και ίλιγγο, λες και το µπάνιο ήτανε ένα κελλί επιστηµονικής φαντασίας και σε λίγο θα έπεφτα µε φόρα προς τα πάνω, προς το ταβάνι δυο ορόφους πάνω. ∆εν άντεξα τη θέα αυτού του µακρινού ταβανιού, τόσο ψηλά πάνω από το κεφάλι µου και ένιωσα ίλιγγο.
Ζαλίστηκα. Παρότι προσπαθούσα να µην κοιτάω προς τα πάνω, έκανα τελικά εµετό µέσα στην φιλόκαλη λεκάνη, έπλυνα το πρόσωπό µου, ξαναβάφτηκα κι ανασυνταγµένη έκλεισα την πόρτα πίσω µου και πήγα να βρω τον Μάρτιν στον κήπο.
[...]
«Σάς είδα που φλερτάρατε, αχ τα χρυσά µου!»
Ανατρίχιασα που µίλαγε σαν θείτσα αλλά τι να τής λέω πάλι· «Μπα, εγκυκλοπαιδική συζήτηση είχαµε ανοίξει, µού έλεγε για κάτι γλωσσικά δέντρα. Εσύ πώς περνάς;»
«Χόρευα µέχρι πριν από λίγο, ήρθα να πιω λίγο νερό. Πού είναι τώρα ο ξανθός;»
«∆εν ξέρω, τον έχασα όταν πήγα στην τουαλέτα.»
«Μάλιστα. Κοίτα, στο πάνω σαλόνι έχει µαζευτεί το µισό πάρτι – δεν παρατήρησες πώς ξαφνικά αραιώσαµε; – και καπνίζουν κάτι joints. Πάµε πάνω κι εµείς;»
«Ρε συ εγώ δεν χρειάζοµαι ουσίες για να φτιαχτώ…»
«Γι’ αυτό έχεις πιει µισό βυτιοφόρο βότκα;»
«Εννοώ πως εγώ µπορώ να φτιάχνοµαι µόνη µου, απλώς ανασαίνοντας τον βραδινό αέρα και χορεύοντας στον δρόµο. Όταν ερχόµουνα να σε βρω…»
«Καλά, πριν µάς τραγουδήσεις τη Μαίρη Πόππινς, να σού πω ότι µ’ αυτά που λες µπορώ να σε διαγνώσω ως κυκλοθυµική…»
«Πάρε µωρή πρώτα το πτυχίο και µετά κάνεις και τη διάγνωση, το κέρατό µου.»
Βγάλαµε η µια στην άλλη τη γλώσσα και ανεβήκαµε την υπέροχη ξύλινη σκάλα µε το κόκκινο χαλί της στερεωµένο στην εσοχή κάθε σκαλοπατιού µε µπρούτζινα κιγκλιδωµατάκια. Τα πλανερά φύλλα της καννάβεως τα πρωτοδοκίµασα σε σπανακόρυζο της γιαγιάς µιας συµµαθήτριας. Μετά κάπνισα µερικά κιόλας στη Σαλονίκη και µετά ξανά σε µια εκδροµή στην Ολλανδία τον Μάιο, αλλά προς το παρόν δεν έχω ολισθήσει προς τα σκληρά, όπως υποτίθεται ότι είναι η νοµοτέλεια των ναρκωτικών. Μάλλον είµαι από αυτούς που δεν τους πιάνει, ποτέ δεν έχω νιώσει κι εγώ τη µαστούρα. Οι φανατικοί του εν λόγω λαχανικού επιµένουν πως αυτό συµβαίνει γιατί ποτέ δεν έχω χαλαρώσει πριν καπνίσω για να µπορέσω να δηµιουργήσω την κατάλληλη διάθεση. Όµως αν χρειάζεται να αυτοϋποβληθώ για να φτιαχτώ, φτιάχνοµαι και µόνη µου τραγουδώντας της Μαργαρίτας το αλωνάκι χωρίς να σκάω τις ωραίες µου λίρες στον τύπο µε το υπεραιωνόβιο πουλόβερ και το σκουριασµένο ταχυδροµικό ποδήλατο που κάθε τόσο κάνει βράδυνες επισκέψεις στο δωµάτιο δορυφορικής τηλεόρασης του Cattermole House, του ενδόξου ερειπίου της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, γεµάτου µνήµες και αγαθές προθέσεις, αρχιτεκτονικά ιδανικά που χάθηκαν από ετήσιο προϋπολογισµό σε ετήσιο προϋπολογισµό.
Στο µεταξύ είχαµε µπει µέσα στον τεκέ, πώς µυρίζει έτσι αυτό το πράµα, σαν πολυκαιρισµένο µάλλινο, ιδρωµένο ξανά και ξανά και άπλυτο. Ο κύκλος των ινδιάνων στο πάτωµα άνοιξε και καθήσαµε µε την Εύη, µερικοί χαµογέλασαν καλωσορίζοντάς µας, άλλοι ξεκαρδίστηκαν απλώς. Όλα στο πρόγραµµα, no offence. Α, να κι ο Έρνεστ, γι’ αυτό κι είχε αλλάξει η µουσική απότοµα όταν ήµουνα στον κήπο µε τον Μάρτιν. Πού είναι η αφεντιά του; Η συζήτηση ήτανε φυσικά µαστουροκουβέντα, όλες οι φυλές της γης µε τεχνητά και εξαρθρωµένα αγγλικά µοιραζόντουσαν τις εµπειρίες τους από ταξίδια, αεροδρόµια, βαπόρια, ωτοστόπ και νερό δυσεντερίας στο Κάιρο. Η µουσική που έβγαινε από ένα µικρό στέρεο ήτανε το Abbey Road – µπήκαµε στο δωµάτιο µεταξύ Come Together και Something. Το παράθυρο ήταν ορθάνοιχτο και κάποια στιγµή σίγουρα θα έβγαινε κανένας γείτονας να µάς τραγουδήσει, αφού τα γέλια έδιναν κι έπαιρναν. Ο µπάφος έφτασε στην Εύη κι αυτή τράβηξε µια τζούρα µε µια έκφραση Σαρτρ µε το Γκωλουάζ στο χέρι, καθώς εµπνέεται την ιδέα για το Μηδέν και τη Φούντα. Τρεις ινδιάνους δεξιά της καθόταν ένας λιγδερός µούσιας µε πράσινα µάτια και ένακόκκινο φουλάρι Νίκος Παπάζογλου στο λαιµό. Η σκέψη πως θα έπρεπε να κάνω τζούρα από τσιγάρο που είχε περάσει απ’ αυτόνε µε αποκαρδίωσε – κι έτσι το πέρασα κατευθείαν στ’ αριστερά µου χωρίς να τραβήξω.
Τρεις γύρες µετά, άκαρπες κι οι τρεις για µένα, αφού ο µούσιας προθυµότατα ρούφαγε τζούρες, κι οι ιστορίες για κράχτες, τελωνειακούς κι αγρίους συνεχίζονταν. Ο Κόλιν µάς έλεγε τώρα γελώντας για όταν γύριζε από το Νεπάλ πέρσι µε µια εταιρία που δεν την ήξεραν ούτε οι αεροσυνοδοί της κι ότι ένιωσε πως το αεροπλάνο έκανε σαφέστατα περισσότερη ώρα να ξεκολλήσει από τον διάδροµο του Κατµαντού απ’ ό,τι θα ’πρεπε κι ότι ήταν ο µόνος που το κατάλαβε και πανικοβλήθηκε. Συµπαθέστατο, όλοι γέλασαν µε την παντοµίµα της παλάµης του µε τον αντίχειρά τεντωµένο που δεν έλεγε να σηκωθεί από το χαλί. Η θεά που είχα δει στην αρχή του πάρτι, η κατάλευκη µε τα στιλπνά µαλλιά, σηκώθηκε και βγήκε από το δωµάτιο, δυο τύποι που όταν µπήκα ήτανε ψαρωµένοι, τώρα ήταν κι αυτοί υπό την επήρεια και άρχισαν να χαχανίζουν µε µια καθυστέρηση µισής φάσης. Η θεά γύρισε µετά από λίγο µε έναν ναργιλέ. Ωχ. Η ώρα πέρναγε, το Abbey Road είχε προπολλού τελειώσει, είχε αλλαχτεί µετά από σιωπή δύο, πέντε, δεκατριών λεπτών και οι ιστορίες γινόντουσαν όλο και πιο µινιµαλιστικά αστείες. Τα γέλια γινόντουσαν πιο δυνατά και πιο συχνά, ο κύκλος των ινδιάνων είχε σπάσει και µερικοί ζητούσαν να τους φέρνουνε τον ναργιλέ στον τόπο της ύπτιας αναπαύσεώς τους, πράγµα καµµιά φορά δύσκολο – άντε να σηκώνεσαι τώρα, και ούτω καθεξής. Μέσα σ’ όλους αυτούς που την είχαν ακούσει στερεοφωνικώς ήµουν η µόνη ξενέρωτη και βαριόµουν, η νηφαλιότητα είναι κακός σύµβουλος σε τέτοιες περιπτώσεις. Κάποιοι κιόλας είχαν σταµατήσει να συµµετέχουνε στον διάλογο του ελαχίστου, ασυµπτωτικά µηδενικού, κι απλώς γλαρωµένοι και χαµογελαστοί κουτούλαγαν και πότε-πότε µούγκριζαν. Η Εύη είχε λαγοκοιµηθεί πάνω στην κοιλιά κάποιου άσχετου, κι ας λεν ότι η κάνναβις είναι αφροδισιακή. Σε τέτοιες φάσεις η συµµετοχή είναι το παν, κι εγώ δεν είχα την δυνατότητα. Ευτυχώς, είχα πάρει κανα-δυο ψυχαναγκαστικά δυνατές ρουφηξιές από τον ναργιλέ και αυτό δρούσε σαν αποτελεσµατικό παυσίπονο στο υπό κατάρρευση ενδοµήτριό µου – που λέει κι ο ∆ρακούλης ο γυναικολόγος. Βγήκα άπρακτη από το δωµάτιο µε την όραση οξυµένη, µπορούσα να διακρίνω τα µοτίβα πάνω στο ξεθωριασµένο κόκκινο χαλί της σκάλας µε θαυµαστή ακρίβεια και οξυδέρκεια. Στη βάση της σκάλας, αντίκρισα σχετική ερηµιά. Ένιωθα ελαφριά καθώς κατέβαινα την σκάλα, µάλλον µ’ έπιασε κάπως το πράµα το καλό, λοιπόν. Στον νου µου είχανε προσκολληθεί ασυνάρτητες λέξεις: Ποδοκάταρο, αΐδιος, κροκίδωση, Ιόλαος, βάρθακας, άνωση, perpendicolarmente, στροβιλορόδακας, κρηπίδωµα. Έφτασα µε ασφάλεια στο ισόγειο και αντίκρισα ερήµωση. Στάθηκα στην πόρτα του κήπου και στον κήπο ήτανε τρεις κι ο κούκος. Πρέπει να έµεινα εκεί περίπου κανα πεντάλεπτο, ίσως παραπάνω, ώσπου άκουσα την φωνή του Μάρτιν δυνατή σαν σάλπιγγα πίσω µου· και στράφηκα πίσω µου και τον είδα ωραίο κι ολόφωτο.
«Άργησες στην τουαλέτα, ε;»
[...]"
"[...]
Η Νατάσα έµενε κοντά στη στάση, απέναντι από το οµώνυµο πάρκο. Σκέφτηκα πως πρέπει να είναι απίστευτα µατσωµένη για να µπορεί να µένει σ’ αυτή την περιοχή, πράγµα που ξανασκέφτηκα εµφατικότατα µόλις είδα το ίδιο το σπίτι, µια φρεσκοβαµµένη καλοσυντηρηµένη βικτωριανή βίλλα, πανταχόθεν ελεύθερη φυσικά, µε ωραιότατη στέγη. Κοίτα ρε πού µένει ο φοιτητόκοσµος, όχι σαν εµάς µέσα στο πενταόροφο…
Το εσωτερικό και οι συστάσεις µε την Νατάσα µε γείωσαν αµέσως: το σπίτι το µοιράζονταν εφτά άτοµα παρακαλώ, συν ο γκόµενος της Νατάσας, από το Βανκούβερ, οκτώ. Έτσι έβγαινε και το νοίκι. Τώρα, όταν µε ξενάγησε η Νατάσα στο σπίτι, ξενέρωσα εντελώς: είχε ένα χωλάκι, δύο σαλόνια (πάνω-κάτω), µία σοφίτα (της Νατάσας και, ανεπισήµως, του Καναδού), πέντε υπνοδωµάτια και µία κουζίνα και ένα µπάνιο. Σαν σε Εστία, δηλαδή, άσε που κάποιος κοιµότανε στο σαλόνι, τον γνώρισα, ένας πανύψηλος µε ξυρισµένο κεφάλι και µια σκουλαρίκα από το πειρατικό του κάπταιν Τζίµυ. Φορούσε κάτι µπότες χρώµα σάπιο µήλο. Πάντως το πάρτι είχε ήδη ψιλοξεκινήσει, καθήσαµε µε την Εύη σε κάτι καρέκλες µε κόκκινη κεντητή ταπετσαρία και κουτσοµπολεύαµε τον κόσµο. Η Εύη ήτανε προπτυχιακή στο τελευταίο έτος και την κορόιδευα πάντα λέγοντάς της ότι θα µπορούσε να είναι κόρη µου, όµως εύστροφος άνθρωπος· απόψε πάντως έµοιαζε τελείως µε Λονδρέζα ξέκωλη, από αυτές που ούτε κυλότα δεν φοράνε, για καλύτερα, γρηγορότερα κι ευκολότερα… η Εύη µε βεβαίωσε πάντως ότι όσον αφορά τα εσώρουχα, η ίδια ήτανε σεµνά ντυµένη.
Πήραµε ποτά, βότκες µε τόνικ, ιδέα της Εύης. Γιατί βότκα τόνικ; Γιατί είναι η χρυσή τοµή µεταξύ βότκας πορτοκάλι (ποτό για άσχετους που κατά βάθος θέλουνε µια Ήβη µπλε) και τζιν µε τόνικ (ποτό για λείψανα). Τους δίσκους έπαιζε στο σαλόνι του ισογείου ο Έρνεστ ο από κάτω της Νατάσας (µιας γλυκύτατης Καλαµατιανής), ένας Ολλανδός που είχε όψη παστής ρέγκας, µάλλον αφυδατωµένος από τις κούτες έκστασυ που είχε πιει στα νιάτα του. Μουσική πάντως έπαιζε υπέροχη, πράγµατα που δεν ήξερα καν ότι υπάρχουν ή ότι είναι δυνατόν να υπάρχουν: ατµοσφαιρικά πνευστά (φυσούσαν, έβρεχαν, ανάσαιναν, κροτάλιζαν, θρόιζαν) θεµελιωµένα πάνω σε πονηρούληδες ρυθµούς, έξυπνοι τεχνητοί ήχοι πλεγµένοι µε ακουστικά όργανα, φωνές µέσα από συνθεσάιζερ σαν λιτές ευθείες που συγκλίνουν στο άπειρο, άγνωστα όργανα που έβγαζαν έναν ήχο σαν να έριξες πετράδια πάνω σε γυαλί, κάτι κοµµάτια που έµοιαζαν απλώς µε βραχώδεις παραλίες …
[...]
Στο µεταξύ ερχόταν όλο και περισσότερος κόσµος κι εγώ αγχωνόµουν πού θα µπούν όλοι αυτοί, τι θα πιούνε και τι θα φάνε. Όµως το σπίτι ήτανε µεγάλο και ο καθένας έφερνε κι από κάτι (η Εύη είχε κουβαλήσει κεφτεδάκια και µία βότκα µολότωφ). ∆ιάφορες φάτσες ήταν αρκετά γνωστές, µάλλον από το Κολλέγιο µοιάζανε να είναι, τύποι που κοιτάς κατά λάθος κατάµατα ανεβαίνοντας τρέχοντας την σκάλα κι αυτοί αρπάζονται από το κιγκλίδωµα µήπως και τους κουτουλήσεις παίρνοντάς τους σβάρνα. Η Εύη είχε εξαφανιστεί ξαφνικά και την βρήκα στο χωλάκι, όπου µαζί µε την Νατάσα και την Νάγια (Ιταλίδα συγκάτοικο) ξεσκεπάζανε µε επισηµότητα αλουµινόχαρτα και ιδρωµένες χαρτοπετσέτες, αποκαλύπτοντας εδέσµατα, σαλάτες και πιλάφια, ενώ η µουσική άλλαζε σιγά σιγά. Η µυρωδιά του φαγητού και το κάλεσµα της Νατάσας «∆ε φουντ ιζ ρέντυ, έβρυ µπόντυ» σύναξε όλους όσους ήτανε διασκορπισµένοι από ’δω και από ’κει ψιλοκουβεντιάζοντας και πίνοντας τζάµπα οινοπνεύµατα. Επειδή φυσικά η σπαραγγόσουπα δεν επρόκειτο να µε πιάσει, µε τόσες συγκινήσεις και µε ήδη δύο βότκες τόνικ που έκαναν το στοµάχι µου να συστρέφεται, στιχήθηκα µε το πιάτο στο χέρι και περίµενα να δοκιµάσω.
Αφού φόρτωσα το πιάτο κι εφοδιάστηκα µε πολλές χαρτοπετσέτες για κάθε ενδεχόµενο, βρήκα έναν καναπέ τελείως άδειο, µια και ήµουν από τις πρώτες που πήγε στον µπουφέ, και θρονιάστηκα. ∆οκίµασα απ’ όλα κι επικέντρωσα το ενδιαφέρον µου σε έναν ταµπουλέ, κεφτεδάκια Εύης, τυροπιτάκια, τοννοσαλάτα, παραµελώντας το ριζότο και τις ψητές πατάτες. Καθώς µασούσα κοίταγα τον κόσµο γύρω µου συλλέγοντας φάτσα-ντάτα, που λέει κι ο φίλος µου ο Γιώργος
[...]
Τη ρώτησα πού είχε κρυφτεί, µού εξήγησε πως η Νατάσα τής έλεγε για µια περιπέτεια µε τον Κόλιν, άλλος συγκάτοικος αυτός: περπατούσανε στο Μπρίξτον και τους σταµάτησαν και βρήκανε δυο-τρία γραµµάρια στην τσέπη του Κόλιν και τους πήρανε στο τµήµα για επίπληξη κι υπόδειξη κι η Νατάσα είχε κάπως κοψοχολιάσει και πανικοβληθεί – αυτά συνέβησαν το προηγούµενο σαββατοκύριακο. Άρχισε να µού ψιλοπονάει και η κοιλιά µου.
«Αυτό που αναστάτωσε τη δόλια τη Νατάσα είναι ότι ο Κόλιν έχει αγοράσει κι άλλη φούντα και θα τη βγάλει απόψε. Έχει πανικοβληθεί παντελώς το χρυσό µου και πολύ σοβαρά µού έλεγε πως οι µπάτσοι που τούς έκαναν εξακρίβωση τούς έχουνε βάλει στο µάτι κι ότι µπορεί µέχρι κι απόψε να µπουκάρουν εδώ µέσα. Κι εγώ, Λίλα µου, προσπαθούσα να τής εξηγήσω πως αυτή εδώ η χώρα είναι, ανοργάνωτη, ένα κωλοχανείο του κερατά, κι ότι είναι αδύνατο των αδυνάτων να ενηµέρωσε το τµήµα στην άλλη άκρη το εδώ τµήµα για ένα ζευγάρι που κουβαλούσε δυο τσιγαράκια χασισάκι.»
[...]
Χορεύαµε συνέχεια σαν τρελές και σχεδόν αδιακρίτως τσιφτετελιάζαµε ο,τιδήποτε κι αν έπαιζε ο Έρνεστ ο τσίφτης και χορέψαµε πολλά και διάφορα κοµµάτια. Επειδή η τέταρτη βότκα κατέληξε η µισή στη µοκέτα, µαζί µε λάσπες και ποπκόρν και άλλες τροφές, όπως είδα όταν κοίταξα έντροµη προς τα κάτω, πήγα και γέµισα µία πέµπτη. Ο χορός καλά κρατούσε και σε κάποια φάση η Εύη µε έδειξε σαν να µε παρουσίαζε στο κοινό µου – αν και ο καθένας χόρευε για πάρτη του και δεν πτοούταν – και φώναξε ‘ζήτω η Γκιουµουλτζίνα! να ζήσει η Τουρκία!’· τη διαολόστειλα µε έµφαση και συνέχισα τον χορό µου σαν θραίσσα µαινάδα µε τη µαλακισµένη την Εύη πάντα απέναντί µου. Ο χορός συνεχιζόταν και όλες οι σκέψεις και οι µέριµνες και τα άγχη των τελευταίων ηµερών κυλούσανε µαζί µε τον ιδρώτα µέσα από τους πόρους µου προς εξάχνωση στην ατµόσφαιρα, που, ήδη βαρειά από τα τσιγάρα, µού έτσουζε τα µάτια. Ωραίο πράγµα ο χορός: καθαρή κίνηση, εικαστικός ρυθµός, ορατή µουσική. Κι ό,τι δεν είναι καθαρή µορφή και αρµονική κίνηση θολώνει και οσµώνεται µε όλα τα όµοιά του και δεν έχει σχήµα και ρυθµό.
Μετά από περίπου µια άνοιξη που µπορεί να κρατήσει για πάντα ή και για δύο καλοκαίρια, ο Έρνεστ έβαλε ένα τελείως παράξενο κοµµάτι, έµοιαζε µε κλασσικό κοµµάτι διασκευασµένο µε µπιτ· και κόπηκα αµέσως. Σταµάτησα ακίνητη κι έµεινα το σταθερό σηµείο µέσα στην κίνηση Μπράουν ολόγυρά µου.
«Yo Ernest, what da fuck is dis?», φώναξα µε τις διαλεκτικές ικανότητες που µού έδινε τώρα η έκτη βότκα («δεν πρέπει να ανακατέψουµε τα ποτά, Λίλα χρυσό µου»).
«Το Sanctus από τη λειτουργία σε ha-moll του Μπαχ, διασκευασµένο από κλώνο του κυρίου William Orbit» ακούστηκε µια φωνή δίπλα µου. Πάλι αυτός. Τον ευχαρίστησα όσο πιο ψυχρά µού επέτρεπε το γελοίο της κατάστασης και η ιλαρή µατιά προς τον κόσµο που χαρίζει το οινόπνευµα. Κι έτσι τον ρώτησα αν σπουδάζει µουσική εδώ στο Λονδίνο.
[...]
«Τι θα πει ha-moll, Μάρτιν;»
«Εε, κάτσε να δεις, B minor.»
«∆ηλαδή;»
«Si minore.»
«Κατάλαβα.» Πολύγλωσσος. «Από πού είσαι;»
«Γερµανία. Εσύ είσαι Ελληνίδα.»
«Πού το κατάλαβες;»
«Ε, η δουλειά µας. Άσε που φωνάζετε και χαλάτε τον κόσµο… κι έχεις κι ελληνική µύτη.»
Το βορειοευρωπαϊκό φλέγµα συναντάει τον νεοκλασσικισµό, ρε άει στο διάολο. Κι είναι όµως καλό να έχεις ελληνική µύτη; Ελληνική µύτη όπως η Κνιδία Αφροδίτη και η Αθηνά του Πειραιώς ή όπως η Παξινού, η Μελίνα κι η Ειρήνη Παππά; Τι να τού πω κι εγώ:
« Τι λέει λοιπόν ο Μπαχ που ακούµε;»
«Sanctus Sanctus Sanctus Dominus Deus Sabaoth, pleni sunt caeli et terra gloria tua. Hosanna in excelsis. Είναι κάτι που ακούς στην εκκλησία την ώρα της λειτουργίας.»
«Α, µάλιστα.» Είναι και µισσιονάριος, ο εξυπνάκιας, Αλβέρτος Σβάιτσερ, πάνω που νόµιζα πως έβγαλα γκόµενο στο πάρτι. Μού έδωσε και τη µετάφραση του ύµνου καθώς προχωρούσαµε προς τον κήπο, όπου είδα πως είχανε βρει καταφύγιο πολλοί ξαναµµένοι από την ζέστη και τα τοιαύτα. Η µουσική που ερχόταν από µέσα, στο µεταξύ, ακουγότανε ξαφνικά να είναι τελείως χάλια – µπας κι έπαθε ξαφνικά κανα εγκεφαλικό ο Έρνεστ και δεν ξέρει τι βάζει; – κι έτσι, εντάξει, ας τα πούµε µε τον Γερµαναρά στον καηµένο τον αφρόντιστο κήπο. Η κοιλιά µου στο µεταξύ πονούσε πιο έντονα τώρα.
«Που λες, Μάρτιν, στα ελληνικά µόνον για σάς και τους Τούρκους έχουµε υπερθετικούς.»
«Υπερθετικούς; τι εννοείς;»
«Μµµ, όπως στα ιταλικά, εεε: stella - stellone, barba - barbone.»
«Α, εννοείς µεγεθυντικά.» Γαµώ το! «Πολύ ενδιαφέρον! Για πες µου πώς είναι ο µεγάλος
Γερµανός λοιπόν;»
«Γερµαναράς.»
«Πώς;»
«Γερµαναράς!» φώναξα. Μαλάκα εξυπνάκια.
«Γιέρ-µαν-άρας.” επανέλαβε σχεδόν γελώντας. «Α, Germania.»
[...]
Όσο για τους σποραδικούς πόνους, βεβαίως µού ερχόταν περίοδος, ευτυχώς παρά τη γενικότερη ζαλάδα το συνειδητοποίησα και, αφού βρήκα την τσάντα µου κάτω από στοίβες πανωφόρια και άλλες τσάντες κατευθύνθηκα στην τουαλέτα. Η τουαλέτα ήτανε καταπληκτική, µε υπέροχα είδη υγιεινής, έναν πελώριο καθρέφτη και µια µπανιέρα µε ποδαράκια πάνω σε ένα χαµηλό βάθρο. Είχε και δύο πολύ όµορφες καρέκλες, ντουζιέρα κι έναν τεράστιο νιπτήρα κοχύλι. Οι οκτώ ένοικοι του σπιτιού, οι νυν κι οι προηγούµενοι, δεν φαίνονταν να έχουνε προκαλέσει σοβαρές φθορές ή και δολιοφθορές σε αυτό το παραµυθένιο λουτρό. Περίεργο, σκεφτόµουν αλλάζοντας, ποιος φτιάχνει ένα τέτοιο µπάνιο σε σπίτι που νοικιάζεται από φοιτητές; Προφανώς αυτό µέχρι πρόσφατα ήταν οικογενειακό σπίτι και πουλήθηκε κοψοχρονιά και ο καινούργιος ιδιοκτήτης του το έχει προς εκµετάλλευση. Ναι, έτσι εξηγείται.
Καθώς χτενιζόµουνα, συνειδητοποίησα ωστόσο πως, παρότι ήτανε µεγάλο και στενόµακρο, εξου κι ο καθρέφτης, το µπάνιο ήταν ιλιγγιωδώς ψηλοτάβανο. Με το µάτι υπολόγισα πως, παρότι ήµουνα στο ισόγειο, το ταβάνι του µπάνιου ήτανε το ταβάνι του δευτέρου ορόφου. Αυτή η ανεξήγητη δυσαναλογία, η υπερτροφία της κατακορύφου, µε ενόχλησε και µε τάραξε, µου δηµιούργησε αγωνία και ίλιγγο, λες και το µπάνιο ήτανε ένα κελλί επιστηµονικής φαντασίας και σε λίγο θα έπεφτα µε φόρα προς τα πάνω, προς το ταβάνι δυο ορόφους πάνω. ∆εν άντεξα τη θέα αυτού του µακρινού ταβανιού, τόσο ψηλά πάνω από το κεφάλι µου και ένιωσα ίλιγγο.
Ζαλίστηκα. Παρότι προσπαθούσα να µην κοιτάω προς τα πάνω, έκανα τελικά εµετό µέσα στην φιλόκαλη λεκάνη, έπλυνα το πρόσωπό µου, ξαναβάφτηκα κι ανασυνταγµένη έκλεισα την πόρτα πίσω µου και πήγα να βρω τον Μάρτιν στον κήπο.
[...]
«Σάς είδα που φλερτάρατε, αχ τα χρυσά µου!»
Ανατρίχιασα που µίλαγε σαν θείτσα αλλά τι να τής λέω πάλι· «Μπα, εγκυκλοπαιδική συζήτηση είχαµε ανοίξει, µού έλεγε για κάτι γλωσσικά δέντρα. Εσύ πώς περνάς;»
«Χόρευα µέχρι πριν από λίγο, ήρθα να πιω λίγο νερό. Πού είναι τώρα ο ξανθός;»
«∆εν ξέρω, τον έχασα όταν πήγα στην τουαλέτα.»
«Μάλιστα. Κοίτα, στο πάνω σαλόνι έχει µαζευτεί το µισό πάρτι – δεν παρατήρησες πώς ξαφνικά αραιώσαµε; – και καπνίζουν κάτι joints. Πάµε πάνω κι εµείς;»
«Ρε συ εγώ δεν χρειάζοµαι ουσίες για να φτιαχτώ…»
«Γι’ αυτό έχεις πιει µισό βυτιοφόρο βότκα;»
«Εννοώ πως εγώ µπορώ να φτιάχνοµαι µόνη µου, απλώς ανασαίνοντας τον βραδινό αέρα και χορεύοντας στον δρόµο. Όταν ερχόµουνα να σε βρω…»
«Καλά, πριν µάς τραγουδήσεις τη Μαίρη Πόππινς, να σού πω ότι µ’ αυτά που λες µπορώ να σε διαγνώσω ως κυκλοθυµική…»
«Πάρε µωρή πρώτα το πτυχίο και µετά κάνεις και τη διάγνωση, το κέρατό µου.»
Βγάλαµε η µια στην άλλη τη γλώσσα και ανεβήκαµε την υπέροχη ξύλινη σκάλα µε το κόκκινο χαλί της στερεωµένο στην εσοχή κάθε σκαλοπατιού µε µπρούτζινα κιγκλιδωµατάκια. Τα πλανερά φύλλα της καννάβεως τα πρωτοδοκίµασα σε σπανακόρυζο της γιαγιάς µιας συµµαθήτριας. Μετά κάπνισα µερικά κιόλας στη Σαλονίκη και µετά ξανά σε µια εκδροµή στην Ολλανδία τον Μάιο, αλλά προς το παρόν δεν έχω ολισθήσει προς τα σκληρά, όπως υποτίθεται ότι είναι η νοµοτέλεια των ναρκωτικών. Μάλλον είµαι από αυτούς που δεν τους πιάνει, ποτέ δεν έχω νιώσει κι εγώ τη µαστούρα. Οι φανατικοί του εν λόγω λαχανικού επιµένουν πως αυτό συµβαίνει γιατί ποτέ δεν έχω χαλαρώσει πριν καπνίσω για να µπορέσω να δηµιουργήσω την κατάλληλη διάθεση. Όµως αν χρειάζεται να αυτοϋποβληθώ για να φτιαχτώ, φτιάχνοµαι και µόνη µου τραγουδώντας της Μαργαρίτας το αλωνάκι χωρίς να σκάω τις ωραίες µου λίρες στον τύπο µε το υπεραιωνόβιο πουλόβερ και το σκουριασµένο ταχυδροµικό ποδήλατο που κάθε τόσο κάνει βράδυνες επισκέψεις στο δωµάτιο δορυφορικής τηλεόρασης του Cattermole House, του ενδόξου ερειπίου της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, γεµάτου µνήµες και αγαθές προθέσεις, αρχιτεκτονικά ιδανικά που χάθηκαν από ετήσιο προϋπολογισµό σε ετήσιο προϋπολογισµό.
Στο µεταξύ είχαµε µπει µέσα στον τεκέ, πώς µυρίζει έτσι αυτό το πράµα, σαν πολυκαιρισµένο µάλλινο, ιδρωµένο ξανά και ξανά και άπλυτο. Ο κύκλος των ινδιάνων στο πάτωµα άνοιξε και καθήσαµε µε την Εύη, µερικοί χαµογέλασαν καλωσορίζοντάς µας, άλλοι ξεκαρδίστηκαν απλώς. Όλα στο πρόγραµµα, no offence. Α, να κι ο Έρνεστ, γι’ αυτό κι είχε αλλάξει η µουσική απότοµα όταν ήµουνα στον κήπο µε τον Μάρτιν. Πού είναι η αφεντιά του; Η συζήτηση ήτανε φυσικά µαστουροκουβέντα, όλες οι φυλές της γης µε τεχνητά και εξαρθρωµένα αγγλικά µοιραζόντουσαν τις εµπειρίες τους από ταξίδια, αεροδρόµια, βαπόρια, ωτοστόπ και νερό δυσεντερίας στο Κάιρο. Η µουσική που έβγαινε από ένα µικρό στέρεο ήτανε το Abbey Road – µπήκαµε στο δωµάτιο µεταξύ Come Together και Something. Το παράθυρο ήταν ορθάνοιχτο και κάποια στιγµή σίγουρα θα έβγαινε κανένας γείτονας να µάς τραγουδήσει, αφού τα γέλια έδιναν κι έπαιρναν. Ο µπάφος έφτασε στην Εύη κι αυτή τράβηξε µια τζούρα µε µια έκφραση Σαρτρ µε το Γκωλουάζ στο χέρι, καθώς εµπνέεται την ιδέα για το Μηδέν και τη Φούντα. Τρεις ινδιάνους δεξιά της καθόταν ένας λιγδερός µούσιας µε πράσινα µάτια και ένακόκκινο φουλάρι Νίκος Παπάζογλου στο λαιµό. Η σκέψη πως θα έπρεπε να κάνω τζούρα από τσιγάρο που είχε περάσει απ’ αυτόνε µε αποκαρδίωσε – κι έτσι το πέρασα κατευθείαν στ’ αριστερά µου χωρίς να τραβήξω.
Τρεις γύρες µετά, άκαρπες κι οι τρεις για µένα, αφού ο µούσιας προθυµότατα ρούφαγε τζούρες, κι οι ιστορίες για κράχτες, τελωνειακούς κι αγρίους συνεχίζονταν. Ο Κόλιν µάς έλεγε τώρα γελώντας για όταν γύριζε από το Νεπάλ πέρσι µε µια εταιρία που δεν την ήξεραν ούτε οι αεροσυνοδοί της κι ότι ένιωσε πως το αεροπλάνο έκανε σαφέστατα περισσότερη ώρα να ξεκολλήσει από τον διάδροµο του Κατµαντού απ’ ό,τι θα ’πρεπε κι ότι ήταν ο µόνος που το κατάλαβε και πανικοβλήθηκε. Συµπαθέστατο, όλοι γέλασαν µε την παντοµίµα της παλάµης του µε τον αντίχειρά τεντωµένο που δεν έλεγε να σηκωθεί από το χαλί. Η θεά που είχα δει στην αρχή του πάρτι, η κατάλευκη µε τα στιλπνά µαλλιά, σηκώθηκε και βγήκε από το δωµάτιο, δυο τύποι που όταν µπήκα ήτανε ψαρωµένοι, τώρα ήταν κι αυτοί υπό την επήρεια και άρχισαν να χαχανίζουν µε µια καθυστέρηση µισής φάσης. Η θεά γύρισε µετά από λίγο µε έναν ναργιλέ. Ωχ. Η ώρα πέρναγε, το Abbey Road είχε προπολλού τελειώσει, είχε αλλαχτεί µετά από σιωπή δύο, πέντε, δεκατριών λεπτών και οι ιστορίες γινόντουσαν όλο και πιο µινιµαλιστικά αστείες. Τα γέλια γινόντουσαν πιο δυνατά και πιο συχνά, ο κύκλος των ινδιάνων είχε σπάσει και µερικοί ζητούσαν να τους φέρνουνε τον ναργιλέ στον τόπο της ύπτιας αναπαύσεώς τους, πράγµα καµµιά φορά δύσκολο – άντε να σηκώνεσαι τώρα, και ούτω καθεξής. Μέσα σ’ όλους αυτούς που την είχαν ακούσει στερεοφωνικώς ήµουν η µόνη ξενέρωτη και βαριόµουν, η νηφαλιότητα είναι κακός σύµβουλος σε τέτοιες περιπτώσεις. Κάποιοι κιόλας είχαν σταµατήσει να συµµετέχουνε στον διάλογο του ελαχίστου, ασυµπτωτικά µηδενικού, κι απλώς γλαρωµένοι και χαµογελαστοί κουτούλαγαν και πότε-πότε µούγκριζαν. Η Εύη είχε λαγοκοιµηθεί πάνω στην κοιλιά κάποιου άσχετου, κι ας λεν ότι η κάνναβις είναι αφροδισιακή. Σε τέτοιες φάσεις η συµµετοχή είναι το παν, κι εγώ δεν είχα την δυνατότητα. Ευτυχώς, είχα πάρει κανα-δυο ψυχαναγκαστικά δυνατές ρουφηξιές από τον ναργιλέ και αυτό δρούσε σαν αποτελεσµατικό παυσίπονο στο υπό κατάρρευση ενδοµήτριό µου – που λέει κι ο ∆ρακούλης ο γυναικολόγος. Βγήκα άπρακτη από το δωµάτιο µε την όραση οξυµένη, µπορούσα να διακρίνω τα µοτίβα πάνω στο ξεθωριασµένο κόκκινο χαλί της σκάλας µε θαυµαστή ακρίβεια και οξυδέρκεια. Στη βάση της σκάλας, αντίκρισα σχετική ερηµιά. Ένιωθα ελαφριά καθώς κατέβαινα την σκάλα, µάλλον µ’ έπιασε κάπως το πράµα το καλό, λοιπόν. Στον νου µου είχανε προσκολληθεί ασυνάρτητες λέξεις: Ποδοκάταρο, αΐδιος, κροκίδωση, Ιόλαος, βάρθακας, άνωση, perpendicolarmente, στροβιλορόδακας, κρηπίδωµα. Έφτασα µε ασφάλεια στο ισόγειο και αντίκρισα ερήµωση. Στάθηκα στην πόρτα του κήπου και στον κήπο ήτανε τρεις κι ο κούκος. Πρέπει να έµεινα εκεί περίπου κανα πεντάλεπτο, ίσως παραπάνω, ώσπου άκουσα την φωνή του Μάρτιν δυνατή σαν σάλπιγγα πίσω µου· και στράφηκα πίσω µου και τον είδα ωραίο κι ολόφωτο.
«Άργησες στην τουαλέτα, ε;»
[...]"
Comments:
<< Home
Εστω και καθυστερημένα, ευχαριστώ για την αφιέρωση.
Πολύ προσωπικός ο τρόπος που παρατηρείς και περιγράφεις.
Δημοσίευση σχολίου
Πολύ προσωπικός ο τρόπος που παρατηρείς και περιγράφεις.
<< Home