.comment-link {margin-left:.6em;}

4.10.06

 

[φωνή αύρας λεπτής]

Ε, στον Κουκουζέλη, ρε παιδιά, και στον Rakasha.

"[...]

Κατέβηκα στη στάση, είχα χρόνια να έρθω στην πολυκατοικία που στεγάζει το µεγαλείο του πατέρα µου, όχι πως είχε αλλάξει τίποτε απ’ έξω – εκτός φυσικά από την ταµπέλα στο µπαλκόνι, που φρόντιζε πάντοτε να κρατάει ολοκαίνουργια. Στάθηκα στο πεζοδρόµιο περιµένοντας να περάσω απέναντι. Ο ιδρώτας έτρεχε ενοχλητικά στο µέτωπό µου. Ένα ανώνυµο και αθλιούτσικο σουξεδάκι που είχα πρωτοακούσει στη Σαλονίκη στον σταθµό βούιζε ενοχλητικά γύρω από το κεφάλι µου. Τα αυτοκίνητα πέρναγαν σφαίρα, κανένας κερατάς δεν µε άφηνε να περάσω. Με τους οδηγούς οδηγός, µε τους πεζούς πεζή.

[...]

Αυτό ήτανε το συνάθροισµα των αποφάσεων, στη σειρά και µε τάξη, µια κανονικότατη συνθήκη ειρήνης. Αποφάσεις, ειρήνη. Πάτησα στο οδόστρωµα. Είναι αρκετά µακριά το φορτηγάκι; Έτρεξα µέχρι τη διαχωριστική. Θυµήθηκα τον χάρτη του Bloom. Η Ευρώπη όχι των συνθηκών και των αυτοκρατοριών, αλλά των περιοχών, των λαών – ‘της ελευθερίας’, σαν να λέµε. Του πότε είναι ο χάρτης; ∆εν θυµάµαι. Πάντως σχεδιάστηκε µια εποχή «όπου οι ισχυροί υπέγραφαν συνθήκες µεταξύ τους για να υποτάξουν τους µικρούς και τους αδύναµους ή επέβαλαν τις αποφάσεις τους στους µικρούς». Μετά µού είχε µιλήσει µε θέρµη για την Πολωνία-Λιθουανία και την κατρακύλα της κάτω από τις κλωτσιές των απολυταρχικών γειτόνων της, µια πρώιµη ∆ηµοκρατία που διαµελίστηκε, µπλα µπλα… Αποφάσεις. «Οι ωραίες αποφάσεις είναι οι δύσκολες αποφάσεις», µού είχε πει ο στρουµπουλός παπάς την τελευταία φορά που εξοµολογήθηκα, ήµουνα δεκαπέντε. Τότε κατάλαβα πως ήθελε να µείνω κρίνο µέχρι τον γάµο κι ότι, αφού αυτή είναι µια δύσκολη απόφαση, είναι η ωραία απόφαση. Εξοργίστηκα και δεν ξαναπήγα. Μπορεί να εννοούσε κάτι άλλο. Όπως οι προφητείες, άλλα λένε κι αλλού το πάνε, πέρα από το προφανές. Αγρίεψα µε τον εαυτό µου που, αγκιστρωµένη στη διαχωριστική, στη µέση του δρόµου, αντί να περάσει τον δρόµο ασχολείται µε ψυχοθεολογήµατα, σαν την ξεµωραµένη τη θεια µου. Πήρα φόρα και, µε την προστασία του φύλακα αγγέλου µου, βρέθηκα επιτέλους στο απέναντι πεζοδρόµιο, µε έναν παπάρα να βρίζει και να µουτζώνει µερικούς πόντους πίσω µου: ένιωσα δυνατό στην πλάτη το ρεύµα από το Fiat του.

Στάθηκα τροµαγµένη στο πεζοδρόµιο, ακίνητη δίπλα σε ένα ατροφικό δεντράκι πρόσφατης προεκλογικής δεντροφύτευσης. Κι άλλος ιδρώτας στο πρόσωπο και στα ρούχα, της τροµάρας, αυτόν που ονοµάζουνε ‘κρύο’, αλλά για µένα ήτανε πανοµοιότυπος µε τον άλλο ιδρώτα, της κουφόβρασης, εξίσου κολλώδης. Στάθηκα εκεί. Είµαι τριάνταπέντε χρονών και δεν ξέρω ακόµα πώς παίρνουµε τις αποφάσεις. Με παρόρµηση και τόλµη, για να µετανιώσεις µετά που είχες ελλιπείς πληροφορίες; Κατόπιν ωρίµου και µακράς σκέψεως, όταν όλοι και όλα θα σε έχουνε πιέσει παντοιοτρόπως µε το κοντό και το µακρύ και το άσχετο και το κακόβουλό τους; Με το µυαλό; Με την καρδιά; Με τις ωοθήκες; (χαχά! ή είµαι φεµινίστρια ή κουρεύω αυγά!) Αισθάνθηκα µια µαλακισµένη, µια αποτυχηµένη, µια εκ πεποιθήσεως άτολµη και άβουλη, άρα ένα εκ πεποιθήσεως θύµα, µια καθ’ έξιν γεροντοκόρη. Και πάλι στο κλίµα της ηµέρας παρακάλεσα για ένα θαυµατάκι, και καλά σαν το προηγούµενο µε τη διάσωσή µου από το Fiat Dodici (τουλάχιστον θα µε σκότωνε καλοσχεδιασµένο αµάξι). Να συµβεί κάτι συνταρακτικό, να δω τον Μάνο τώρα µπροστά µου τυχαία, να γίνει ένας σεισµός, να µού πει ο πατέρας µου στο γραφείο πως στο σπίτι µας περιµένει ένας Γερµανός κι έχει σπάσει τα τηλέφωνα – αν και ξέρει µόνον τη διεύθυνση του σπιτιού στη Βενιζέλου, έστω, να µού πει ο πατέρας µου στο γραφείο πως η Ίλντικο έχει σπάσει τα τηλέφωνα γιατί µε ψάχνει εκει ένας Γερµανός, ο,τιδήποτε. Στεκόµουν εκεί ιδρωµένη, µούσκεµα δηλαδή, ταλαιπωρηµένη, πηγαίνοντας να ανακοινώσω τις αποφάσεις µου άρθρο άρθρο στον πατέρα µου.

Ένιωσα τότε ένα πολύ ψιλό, σχεδόν µουσικό αεράκι, έναν λεπτό αιθέρα να κόβει µέσα από τις µάζες του κορεσµένου υγρού και αδρανούς αέρα. Η ιδέα µου; όχι. Ήτανε τόσο ψιλό και δροσερό, τόσο ευκίνητο και λαµπερό καθώς γλιστρούσε µέσα από την παχειά κολλώδη σαπίλα που αναγκαζόταν να αναπνέει όλη η πόλη κι όλος ο κάµπος, ώστε σχεδόν είχε όψη και χροιά, µια κρυστάλλινη αλλά διαυγή, τι διαυγή, στιλπνή και καθαρή χροιά σαν αντιφέγγισµα καθρέφτη. Θα µπορούσα να πω πως ήταν ένα πάρα πάρα πολύ απαλό βιολετί. Με χτύπαγε στην πλάτη σαν ένα νήµα από σπίθες, ανατρίχιασα. Στράφηκα λιγάκι προς το µέρος του, απέναντί του, προς τα εκεί από όπου φυσούσε. Πιο καθαρό από νερό, πιο ψιθυριστό αλλά και πιο µουσικό από βοριαδάκι, ένα καθαρό αλλά αθόρυβο ‘ιιι’, σαν απόκοσµη φωνή, µια ουσία που διέσχισε τον δρόµο για να δροσίσει εµένα και µόνον εµένα. Ένα αεράκι, µε χρώµα, µελωδικό, δικό µου.

Μπήκα στην πολυκατοικία και ανέβηκα στον τρίτο.
[...]"
Comments:
ε, άντε, καιρός ήταν...
 
Δημοσίευση σχολίου



<< Home

This page is powered by Blogger. Isn't yours?