13.5.07
[Στο τέλος ενός ραντεβού]
" [...]
Περπατήσαμε κι άλλο, καθε τόσο σήκωνα το βλέμμα και κοιτούσα την απέναντι όχθη, το Somerset House με την Courtauld· εκεί πρέπει να τον πάω, να δει τους ιμπρεσιονιστές. Σιγά σιγά έσβηνε και η φλογίτσα του οινοπνεύματος μέσα μου, ήρθε στα μάτια μου για λίγο η γκαζιέρα της γιαγιάς, με τη γαλάζια φωτιά της και η μυρωδιά από πατάτες στο σπορέλαιο, να μη γίνονται βαρειές. Πριν έρθω εδώ θα νόμιζα πως είναι αταίριαστη μια τέτοια εικόνα εδώ μέσα στο κέντρο της μεγάλης πρωτεύουσας, αλλά ξέρω πια για το γκάζι που ζεσταίνει τους θερμοσίφωνες με τον ακοίμητο μικροσκοπικό πυρσό του και τα φτηνά σκεύη στα φτωχόσπιτα του Χάκνεϋ και του Μπρίξτον, που εμείς τα μελετούσαμε ως άρτε πόβερα. Φωτιά, ωραία φωτιά. Φωτιά που κυματίζεις γαλάζια στον κόκκινο ουρανό. Ονειρεύομαι από την κούραση όρθια; Σφίγγω το χέρι του Μάρτιν, με τραβάει στην αγκαλιά του και προχωρούμε όπως πρέπει.
Η Τραφάλγκαρ είναι άδεια, εκτός από τα αγάλματα και τις φωτισμένες προσόψεις. «… του Αγίου Μαρτίνου των Αγρών…» όπως έλεγε η γεροντίστικη φωνή στο ράδιο. Ο πατέρας κλειδαμπαρωμένος στο γραφείο και η θεια να μού διηγείται τη φρίκη της Εικονομαχίας, τη θλιμμένη πριγκίπησσα Σοράγια, πριγκίπησσα Τζάκι και δεν ξέρω ποια, τα φρικτά εγκλήματα των Τούρκων το ’22 το ’46-’49 και το ’74, τον αηδιαστικό θάνατο της άμυαλης Κοκκινοσκουφίτσας («ουουουου, πώς θα μύριζε το βρωμόστομα του λύκουουου!») – πώς να μην είναι κλαψιάρικα τα ελληνικά τραγούδια μετά. Καθόμασταν στη σόμπα και με τάιζε – εγώ, αν και μεγάλη πια, το ανεχόμουν, μου έφτιαχνε τα μαλλιά και μου έλεγε κι άλλες ιστορίες: για την παλιά Κομοτηνή και τον Μπουκλουτζά που πλήμμυριζε, για το πώς έχτισε η κυρία-Τσάτσου το καμπαναριό της Υπαπαντής, για τα ‘αθώα’ ραντεβουδάκια της, όλη η παρέα μαζί, στις ψαροταβέρνες στο Φανάρι με ποδήλατα κι αφετηρία το Ρολόι. Όταν μεγάλωσα και της έλεγα ότι αυτά ήτανε στην πραγματικότητα ραντεβού για ένα στα γρήγορα στα Χίλια Δέντρα, γινόταν έξω φρενών – τουλάχιστον δεν μπορούσε να απειλεί πως δεν θα με ταΐζει πια, ούτε πως θα με ρίξει στη σόμπα από τη μαντεμένια της τρύπα, από πάνω, όπου πάντοτε καθόταν ητσαγιέρα. Ο πατέρας έβγαινε από το δωμάτιο για να πάει ‘να ξεσκάσει’, μύριζε ανεπαίσθητα καμένο κασμήρι από την ηλεκρική θερμάστρα και εργένικη μπαγιατίλα, μόλις τόσο δα, κάτω από την ‘κολώνϊα’.
Γλαρώνω και σχεδόν κοιμάμαι στο ντεσεβώ. Δεν βλέπω όνειρα – ευτυχώς. Φιλιόμαστε σαν σε όνειρο, η πόρτα του ασανσέρ κλείνει, πότε άνοιξε; πότε μπήκα; Και μόλις που με ξυπνάει η επαφή με το κρεβάτι. Όχι για πολύ όμως."
Περπατήσαμε κι άλλο, καθε τόσο σήκωνα το βλέμμα και κοιτούσα την απέναντι όχθη, το Somerset House με την Courtauld· εκεί πρέπει να τον πάω, να δει τους ιμπρεσιονιστές. Σιγά σιγά έσβηνε και η φλογίτσα του οινοπνεύματος μέσα μου, ήρθε στα μάτια μου για λίγο η γκαζιέρα της γιαγιάς, με τη γαλάζια φωτιά της και η μυρωδιά από πατάτες στο σπορέλαιο, να μη γίνονται βαρειές. Πριν έρθω εδώ θα νόμιζα πως είναι αταίριαστη μια τέτοια εικόνα εδώ μέσα στο κέντρο της μεγάλης πρωτεύουσας, αλλά ξέρω πια για το γκάζι που ζεσταίνει τους θερμοσίφωνες με τον ακοίμητο μικροσκοπικό πυρσό του και τα φτηνά σκεύη στα φτωχόσπιτα του Χάκνεϋ και του Μπρίξτον, που εμείς τα μελετούσαμε ως άρτε πόβερα. Φωτιά, ωραία φωτιά. Φωτιά που κυματίζεις γαλάζια στον κόκκινο ουρανό. Ονειρεύομαι από την κούραση όρθια; Σφίγγω το χέρι του Μάρτιν, με τραβάει στην αγκαλιά του και προχωρούμε όπως πρέπει.
Η Τραφάλγκαρ είναι άδεια, εκτός από τα αγάλματα και τις φωτισμένες προσόψεις. «… του Αγίου Μαρτίνου των Αγρών…» όπως έλεγε η γεροντίστικη φωνή στο ράδιο. Ο πατέρας κλειδαμπαρωμένος στο γραφείο και η θεια να μού διηγείται τη φρίκη της Εικονομαχίας, τη θλιμμένη πριγκίπησσα Σοράγια, πριγκίπησσα Τζάκι και δεν ξέρω ποια, τα φρικτά εγκλήματα των Τούρκων το ’22 το ’46-’49 και το ’74, τον αηδιαστικό θάνατο της άμυαλης Κοκκινοσκουφίτσας («ουουουου, πώς θα μύριζε το βρωμόστομα του λύκουουου!») – πώς να μην είναι κλαψιάρικα τα ελληνικά τραγούδια μετά. Καθόμασταν στη σόμπα και με τάιζε – εγώ, αν και μεγάλη πια, το ανεχόμουν, μου έφτιαχνε τα μαλλιά και μου έλεγε κι άλλες ιστορίες: για την παλιά Κομοτηνή και τον Μπουκλουτζά που πλήμμυριζε, για το πώς έχτισε η κυρία-Τσάτσου το καμπαναριό της Υπαπαντής, για τα ‘αθώα’ ραντεβουδάκια της, όλη η παρέα μαζί, στις ψαροταβέρνες στο Φανάρι με ποδήλατα κι αφετηρία το Ρολόι. Όταν μεγάλωσα και της έλεγα ότι αυτά ήτανε στην πραγματικότητα ραντεβού για ένα στα γρήγορα στα Χίλια Δέντρα, γινόταν έξω φρενών – τουλάχιστον δεν μπορούσε να απειλεί πως δεν θα με ταΐζει πια, ούτε πως θα με ρίξει στη σόμπα από τη μαντεμένια της τρύπα, από πάνω, όπου πάντοτε καθόταν ητσαγιέρα. Ο πατέρας έβγαινε από το δωμάτιο για να πάει ‘να ξεσκάσει’, μύριζε ανεπαίσθητα καμένο κασμήρι από την ηλεκρική θερμάστρα και εργένικη μπαγιατίλα, μόλις τόσο δα, κάτω από την ‘κολώνϊα’.
Γλαρώνω και σχεδόν κοιμάμαι στο ντεσεβώ. Δεν βλέπω όνειρα – ευτυχώς. Φιλιόμαστε σαν σε όνειρο, η πόρτα του ασανσέρ κλείνει, πότε άνοιξε; πότε μπήκα; Και μόλις που με ξυπνάει η επαφή με το κρεβάτι. Όχι για πολύ όμως."