.comment-link {margin-left:.6em;}

21.12.07

 

Jungle boogie

Κουτούλησα χτες πάνω στον Μάκη στο σαλόνι μου. Είχε κατσικωθεί με όλη του τη ζούγκλα στον καναπέ και δεν έλεγε να το κουνήσει ρούπι. «Ξεκουμπήσου ρε, θέλω να δω το All the President’s Men», του είπα όσο πιο ευγενικά μπορούσα ενώ τον κλωτσούσα ενθαρρυντικά στο καλάμι. Ο άνθρωπος που διέπρεψε ως προβολατζής βίντεο περιπτύξεων του Κορκολή μετά τινος ανηλίκου διατεινόταν εμμέσως ότι δημοσίευμα των Νέων οδήγησε τον πρώην Γ.Γ. του υπουργείου Πολιτισμού σε απόπειρα αυτοκτονίας και αμέσως ότι το Mega νωρίτερα συνέδεε τον ίδιο ευθέως με την πρόθεση να αποκαλύψει αποκαλυπτικές κασέτες που εκείνοι είχαν αρνηθεί να παίξουν για ηθικούς λόγους. Ακολουθούσε ως αδιάψευστο τεκμήριο απόσπασμα του εν λόγω δελτίου, στο οποίο το πιο κοντινό στο επίθετό του ήταν η σαφέστατη αναφορά «κάποιοι άλλοι», χωρίς μάλιστα ιδιαίτερο χρωματισμό της φωνής, η οποία πλέον και θα αντικαταστήσει στα βιογραφικά λεξικά το λήμμα «Τριανταφυλλόπουλος» (π.χ. «δεν πήγαμε Αβραμιώτου για ξίδια χτες, δεν μας έκατσε, Τριανταφυλλόπουλος όμως πήγαν»). Το όλο σετ συμπληρωνόταν από παρέα χαλκέντερων πανελιστών, ειδικευμένων στα λογικά άλματα, οι οποίοι διαβεβαίωναν τον Μάκη ότι βουλωμένο γράμμα διαβάζουν και μόλις άκουσαν το συνθηματικό «κάποιοι άλλοι» ο νους κι ο λογισμός τους έτρεξε καταπάνω του και τον πέτυχε στο δόξα πατρί Ακαδημίας και Μαυρομιχάλη γωνία. Ευτυχώς που πρόλαβα να καλέσω ενισχύσεις, κάτι χοντρόπετσους αμερικάνους μεγαλοδημοσιογράφους που είχαν πουλήσει την ψυχή τους στο σατανά με αντάλλαγμα κάτι χρυσές πιστωτικές, χωρίς το γουρούνι τον Ben Bradlee και τα μπινελίκια του ακόμη θα κυλούσε στα χαλιά μου ο Αμαζόνιος…

13.12.07

 

Αυτό με τον Χριστό το ξέρετε;

10.12.07

 

Κάγκελα Παντού -- Ήχος πλάγιος του β'

Την άποψή μου για τη μουσική παιδεία στην Ελλάδα και τα μουσικά αντανακλαστικά μας την έχω γράψει εδώ. Απόψε σκέφτηκα τους στίχους των ελληνικών τραγουδιών ακούγοντας στον Μελωδία την εκτέλεση του 'Κάγκελα Παντού' με τον Αλκίνοο Ιωαννίδη. Η αντίδρασή μου ήταν αυθόρμητο και καταιγιστικό γέλιο (δεν το ξέρετε, αλλά το γέλιο μου παγώνει το αίμα -- όμως αυτό είναι μια άλλη κουβέντα, τι χρωστάτε τώρα κι εσείς να σας ζαλίζω με παρενθέσεις): η επικά αριστερή ψαλτική φωνή του Κύπριου αδερφού Ιωαννίδη έκανε τη συγκεκριμένη ερμηνεία να ακούγεται σαν παρωδία. Δηλαδή κάτι σαν τις εκτελέσεις του 'Μόνοι πάνω στη γη' από τον ίδιο τον Πανούση.

Κι επειδή τα γέλια σταματημό δεν είχαν, είπα να διαλογιστώ πάνω στον στίχο του 'Κάγκελα Παντού' για να καλμάρω και να βγάλω τον σκασμό. Έτσι αντιλήφθηκα ότι είναι από τα λίγα ελληνικά τραγούδια των οποίων ο στίχος πρωτοτυπεί όσον αφορά τη διάθεση. Δηλαδή: αν απογυμνώσετε από τη μουσική του το σύγχρονο ελληνικό τραγούδι (ό,τι έχει πάθει δηλαδή η αρχαία λυρική ποίηση), και αν εξαιρέσουμε τη μελοποιημένη ποίηση, κάτι μουρλομπγιόρκ τύπου Μ. Κριεζή / Λένα Πλάτωνος, κάτι σεμνολετριστές όπως η Νικολακοπούλου καθώς και τους Σαββόπουλους & υιούς, Τρύπες & υιούς ή τον Σωκράτη Μάλαμα, θα βρεθείτε μπροστά σε μια θαυμαστή ομοιογένεια διάθεσης: αυτή του κλαψοκλάματος, του κλαψονταλκά και της κλαψοκλάψας. Πολλή κλάψα. Πολύ κλάμα. Δυστυχία. Χωρισμός. Πόνος. Ανείπωτος.

Ενώ το σκεφτόμουν αυτό μεταφέρθηκα στα 1978. Όχι σωματικώς. Το καλοκαίρι του '78 (αλλά και κατόπιν) πηγαίναμε στο Αυλάκι για μπάνια με εκδρομικό. Στο εκδρομικό πάντα η ίδια κασέτα, του Πάριου. Πάντα. Βαριόμουνα στη διαδρομή, βαριόμουνα και τον Πάριο. Ήξερα όμως ότι ανάμεσα στα λυπητερά τραγούδια όπως 'λυπήσου με', 'μη φεύγεις μη', 'θα με θυμηθείς', βρέχει, κρυώνω, πεθαίνω, σβήνω, λιγώνομαι υπήρχε και ένα χαρούμενο προς το τέλος: το 'Τώρα τέρμα στα λάθη'. Ήξερα ότι όταν θα ακουγόταν αυτό το ένα χαρούμενο τραγούδι, θα πλησιάζαμε σπίτι πια (πράγματι, το 'Τώρα τέρμα στα λάθη' έπεφτε εκεί κοντά στο Πεντάγωνο).

Μετά μεταφέρθηκα στα 1996, νοερά πάντα. Είχε έρθει στην Ελλάδα η ελληνοελβετή ξαδέρφη μου, η Θέα. Πήγαμε στην παραλιακή: ήθελε ελληνικό κλάμπιν η κοπέλα. Τότε, παιδιά μου, είχαν ήδη αρχίσει (όχι και τόσο) δειλά-δειλά να μπασταρδεύουνε με σκυλοπόπ τα προγράμματα στα χορευτάδικα. Κι επειδή ο ρυθμός του τσιφτετελιού βγάζει από μέσα μας τον δεν-ξέρω-ποιον στον καθένα, όταν τελείωσε ο τραγουδιάρης τον αμανέ και η Θέα το λίκνισμά της, με ρωτάει (η Θέα) τι έλεγε το τραγούδι. Της εξήγησα ("πονάω, βογγάω, χτυπιέμαι και σέρνομαι") και το βρήκε 'διασκεδαστικό, όλο πόνο και χωρισμούς, δηλαδή, όπως τα ιταλικά τραγούδια'.

Να αφεθούμε λοιπόν μοιρολατρικά στη μεσογειακή μας ταυτότητα ως καθοριστική της θεματολογίας και της διάθεσης των τραγουδιών μας; Όχι: δείτε τα δημοτικά τραγούδια ή τα ρεμπέτικα ή ακόμα και το ελαφρύ τραγούδι (ξέρετε: 'εγώ θα σ' αγαπώ και μη σε νιάζει', 'μόνο κοντά σου', 'να το πάρεις το κορίτσι' κτλ.).

Αν το ψάξετε λίγο θα δείτε ότι γενικά υπάρχει ένα 'συμβολικό' έλλειμμα χαράς (ή, αν θέλετε, ποπ διάθεσης) στην ελληνική κοινωνία. Αυτό στο τραγούδι εκφράζεται κυρίως με δύο τρόπους: πρώτον, με την αλγολαγνική εμμονή σε θέματα πόνου, θλίψης, χωρισμού. Σύμβολο αυτής της εμμονής, ο κακόφωνος βάρδος, το ελληνικό τοτέμ, ο πτωχοαλαζόνας (όπως τον αποκάλεσε ο Φάις) Καζαντζίδης, και μάλιστα ο Καζαντζίδης της περιόδου εκείνης που οίμωζε τουρκοκαραμουζάτα κι αβάσταχτα για ξενιτειές και βάσανα, μανούλες, δυστυχίες -- την ώρα που του κόλλαγαν πεντακοσάρικα και χιλιάρικα διάφοροι που ούτε να ξενιτευτούν αναγκάστηκαν, ούτε βάσανα ένιωσαν πέρα από την απόρριψη της κονσοματζούς. Μιλάω για τη συγκεκριμένη φάση, γιατί ο Καζαντζίδης, με μια κιθάρα στο χέρι, είπε και πολλά από τα λεγόμενα 'ελαφρολαϊκά', αδίκως επισκιάζοντας τον καημένο τον Γαβαλά (ο οποίος μάλλον ήτανε πολύ κυριλέ για τους κιμπάρηδες καυλοκαμένους μαμάκηδες) ή και τον πάρα πολύ μεγάλο Ζαμπέτα...

Δεύτερον, τα βικτωριανά μας ήθη. Άσκηση: πιάστε ένα οποιοδήποτε τραγούδι, λ.χ. αυτά εδώ, κάτι ποιητικό και δυστυχισμένο από τους Πυξ-Λαξ ή και το ωραιότατο 'το πλοίο θα σαλπάρει'. Μεταφράστε τα στα αγγλικά. Βάλτε θαυμαστικό στο τέλος κάθε στίχου. Σαν τι μοιάζει; Σαν ελάσσονα βικτωριανά ποιηματάκια. Νοσταλγίες και πόνοι, θλίψεις και χωρισμοί, πάθη σεμνά χωρίς κορμιά, υγρά και τσαχπινιές. Θυμάμαι (πάλι) ότι όταν μάθαινα αγγλικά και μετέφραζα στίχους τραγουδιών από το Μουσικόραμα για τους φιλοπερίεργους γονείς μου είχα μεγάλο πρόβλημα: όλο για σεξ και χασίσια μιλάγανε (οι στίχοι, όχι οι γονείς). Σύμβολο της σεμνοτυφίας μας: η (μάνα της ΑΕΚ πλέον) Δέσποινα Βανδή και το τραγούδι 'Σεξ', πιο συγκεκριμένα. Τι λέει εκεί ο μουσηγέτης Φοίβος; ότι η Δέσποινα φαντασιώνεται, τρίβεται, τεντώνεται, σέρνεται, χαϊδεύεται. Αυτά. Τέλος. Αυτό είναι το στιχουργικό σεξ στο ελληνικό τραγούδι: άιντε το πολύ μαλακία. Και βεβαίως δεν είμαστε σε αυτό το μπλογκ κατά της μαλακίας, όμως από μόνη της δε φτάνει. Υπάρχουνε κι άλλα.

Τελικά δεν είναι τυχαίο που για χρόνια κυκλοφορούσε τόσος πολύς μεταφρασμένος στίχος στο ελληνικό πεντάγραμμο.

Επίμετρο: Ο Καρράς (που κάνει τον Καζαντζίδη να ακούγεται μπελ κάντο) και 'οι άλλοι', ένα δυνατό κείμενο του βυτίου.

Από την άλλη, επανερχόμενος σε αυτά που έλεγα πιο πάνω για τα πεντακοσάρικα και τα χιλιάρικα, πάντοτε αναρωτιόμουνα πού τα βρίσκουν τόσα λεφτά όσοι τα τρώνε στη 'νύχτα', γιατί η 'νύχτα' είναι ακριβή. Από κάποιον τα στερούν, ε; όπως ο σχωρεμένος ο ξάδερφός μου. Ενώ εγώ, λ.χ., και να 'θελα να ζήσω την παρακμή, δεν τα έχω, μανούλα μου...

1.12.07

 

The Pros and Cons of Business Tripping

Επιστρέφοντας από ένα επαγγελματικό ταξίδι εμφορείται κανείς από μια διάθεση απολογισμού – τι έκανε, τι είδε, τι αποκόμισε και διάφορα παρόμοια soul searching stuff. Διαπιστώνει ότι υπάρχουν πολλοί και διαφορετικοί τρόποι να αντιμετωπίσει κανείς μια παρόμοια κατάσταση: ως δωδεκάωρη ταλαιπωρία, ως υποχρέωση, ως μια ψυχή που είναι να βγει ας βγει, ως ευκαιρία να λείψει από το χώρο όπου του τα πρήζουν καθημερινά, ως πληρωμένο εταιρικό τουρισμό, ως άλλο ένα μέρος για τη συλλογή των παθολογικών εκείνων τύπων που πάνε σε κάθε πιθανή και απίθανη γωνιά για να καυχηθούν ότι πήγαν, ως διασκέδαση ίσως – ως δουλειά τη βλέπουν μόνο οι διοργανωτές, μονίμως αγχωμένοι για την αποδοχή των παραδοσιακών πιάτων και τις ευμετάβολες διαθέσεις των εκλεκτότερων προσκεκλημένων. Κατά παράδοξο τρόπο ο ισολογισμός είναι πάντα ακροβατικός. Για κάθε απέριττα όμορφη δανέζα που επιβεβαιώνει την άνετη φιλικότητα των βόρειων γυναικών υπάρχει ένας στερεοτυπικά ψυχρός λονδρέζος που αγνοεί επιδεικτικά την παρουσία άλλων ανθρώπινων όντων στον ίδιο χώρο. Για κάθε φίλο που κερδίζεις υπάρχει κι ένας παθολογικά ηλίθιος που προσπαθεί επιτακτικά να σου αποδείξει πόσο μαλάκας είσαι (και πόσο ισόθεος είναι εκείνος). Για κάθε ενδιαφέροντα και πρωτότυπο συνάδελφο υπάρχουν διάφοροι παραταγμένοι σε πλήρη ετοιμότητα να εξαντλήσουν και τα τελευταία όρια name dropping, place dropping, brand dropping και να βαδίσουν τολμηρά εκεί όπου κανένας άνθρωπος δεν ξαναπήγε ποτέ (κατά διαόλου). Για κάθε πρόθυμη και προσεκτική φιλοξενία υπάρχει κι ένα πρόγραμμα πιο στενό κι από πετροπλυμένο blue jean που δεν σε αφήνει να γνωρίσεις παρά δωμάτια ξενοδοχείων και μενού εστιατορίων. Για κάθε καλή πτήση με λογής λογής χρωματιστά συννεφάκια υπάρχει ένα 24ωρο μετά η αστεία αίσθηση ότι το κρεβάτι, ο καναπές, το γραφείο σου πηγαινοέρχονται ένα-δυο μέτρα προς κάθε κατεύθυνση του νοητού άξονα, λες και είσαι ακόμη στον αέρα. Σε κάνει να σκέφτεσαι την unexamined life των άλλων ή την overexamined δική σου. Σε κάνει να επανεκτιμάς τη σημασία των μικρών πραγμάτων. Και σε κάνει να αισθάνεσαι λιγότερο βαρετό το σπίτι σου, όταν επιστρέφεις.

This page is powered by Blogger. Isn't yours?