.comment-link {margin-left:.6em;}

29.2.08

 

Ο νοσταλγός

Αμάν, πού με πήγε η Κιμ του akindynos (βλέπε εδώ):

Η πρώτη μου τσόντα (αν και αυτό που σε φτιάχνει στα 12 σε συγκινεί για πάντα):



Επίσης, η ογδονταρία! Τώρα γελάω, αλλά το 1985 είχα εντυπωσιαστεί:

25.2.08

 

Chipre Libre!

To make a Cuba Chipre Libre properly, fill a high ball glass with ice and half fill with cola. In a cocktail shaker, combine 2 shots of white rum zivania with the juice of half a lime, add ice and shake. Strain the mixture over the coke - the rum zivana and lime juice mix should float over the coke.

18.2.08

 

Nazi boyfriend


“The world and everything in it…”


Κλείνοντας κανείς τις Ευμενίδες του Jonathan Littell δεν μπορεί να μην αναρωτηθεί, όπως και πριν τις ανοίξει, γιατί να σπεύσει ικέτης στις σελίδες τους. Η χαλαρότητα με την οποία ο Littell σεργιανίζει τον ναζί πρωταγωνιστή του στα πεδία του μύθου της Ορέστειας είναι αναντίστοιχη των δυνατών εικόνων της πλήρους απανθρωποποίησης του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου που καταφέρνει να αποδώσει. Τα αιμομικτικά όργια του δρα Ορέστη – Μαξιμίλιαν με την frau Ηλέκτρα – Ούνα μοιάζουν μάλλον προσχηματικά, επίφαση διακειμενικότητας και overdose αυτοαναφοράς, σε σύγκριση με τις περιγραφές των εκτελέσεων στην Ουκρανία ή των θεαματικά μικρόνοων ηγετών των ναζί, οι οποίοι, ως δόκτορες της κατά Umberto Eco τετρατριχεκτομίας και οραματιστές της μητραδελφοχαιρετιστήριας μηχανικής, προβάλλουν ως άλλοι Μπουβάρ και Πεκυσέ – βλάκες με πατέντα, με άλλα λόγια. Αν και δεν πρόκειται για ιστορικό μυθιστόρημα, η αίσθηση είναι ότι η ιστορία γράφει το βιβλίο από μόνη της, εφόσον ο συγγραφέας τη χαϊδεύει, της φέρεται καλά και μπαίνει στον κόπο να επινοήσει και κανά-δυο χαρακτήρες της προκοπής – από τις σφαγές του Κιέβου ως τη Götterdämmerung του ερειπωμένου Βερολίνου διά του απαραίτητου Στάλινγκραντ, ο Littell λειτουργεί μάλλον ως copy editor μιας πλειάδας σύγχρονων ιστορικών.

Στις αρχές του 21ου αιώνα το μυθιστόρημα ως είδος επιστρέφει στις ρίζες του. Η συνήθης τάση των συγγραφέων της «λαϊκής» λογοτεχνίας (horror/SF/Fantasy) να γράφουν τόμους στο μέγεθος κομοδίνων για τους ίδιους βιοποριστικούς λόγους που ο Αλέξανδρος Δουμάς έβαζε τον Γκριμώ, υπηρέτη του Άθου, να ξεστομίζει μια λέξη τη σειρά, επεκτάθηκε σταδιακά, του Word βοηθούντος, και στους υπόλοιπους. Οι οποίοι ανακάλυψαν τη χαρά του να δημιουργούν σύμπαντα ολάκερα. Η γραμμικότητα της αφήγησης, η σημασία της πλοκής, ο πολλαπλασιασμός των χαρακτήρων τείνουν στη μεγιστοποίηση του αριθμού των σελίδων και στον εγκλεισμό εντός τους ενός ολόκληρου κόσμου. Tom Jones, War and Peace, Moby Dick, το ιδανικό πολλών από όσους γράφουν σήμερα είναι να ξεπεράσουν τους κλασικούς παίζοντας στην έδρα τους. Οι Ευμενίδες είναι ίσως το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα των τελευταίων ετών, αν και η βιβλιογραφία βρίθει παραδειγμάτων, από τις Amazing Adventures of Kavalier and Clay του Michael Chabon ως το The Crimson Petal and the White του Michel Faber. Ως και το πρόσφατο Against the Day του πατριάρχη του μεταμοντερνισμού Thomas Pynchon δεν θυμίζει και πολύ το Gravity’s Rainbow.

Το ερώτημα βέβαια παραμένει αν οι επίγονοι έχουν τα φόντα να φανούν αντάξιοι του εγχειρήματος. Αν οι Ευμενίδες δεν είχαν γραφεί από έναν Καναδό στα γαλλικά και δεν είχαν κερδίσει το Goncourt προς φρίκη της ελαφρώς ξιπασμένης γαλλικής διανόησης κι αν ο Λιβάνης δεν είχε κερδίσει τον πλειστηριασμό, θρυλείται, με 50.000 ευρώ, για τα δικαιώματα του μυθιστορήματος, θα ενδιαφέρονταν περισσότεροι για έναν κολοσσό 960 σελίδων με μικροσκοπική γραμματοσειρά και αχνή εκτύπωση; Ο δρ Αουε δεν έχει πολλά να μας πει για το Γ΄ Ράιχ που δεν τα ξέρουμε από αλλού, που δεν τα έχουμε δει στις απανταχού λίστες – του Σίντλερ και άλλων. Το ηθικό ερώτημα της ιστορίας (πώς ένας συνηθισμένος άνθρωπος μεταβάλλεται σε εγκληματία πολέμου) υπονομεύεται από την αλληγορία – εξ αρχής ο Μαξιμίλιαν δεν είναι συνηθισμένος άνθρωπος. Οι λάτρεις των λεπτομερειών (της διοικητικής συγκρότησης της ναζιστικής μηχανής, της μικροπολιτικής ισορροπίας στο εσωτερικό των SS, της ανεξάντλητης θηριωδίας ως καθημερινότητας) θα απορροφηθούν από τον πλούτο τους. Οι υπόλοιποι ενδέχεται και να διαολοστείλουν τον κάθε sturmbannführer και oberstürmführer που παρελαύνουν αμετάφραστοι στις στέπες του τόμου.

16.2.08

 

Love never dies

υποενότητα από την Education Sentimentale του Sraosha

Όσο σκιώδης, συνεσταλμένος και σχεδόν αντικοινωνικός είμαι στον πραγματικό βίο, τόσο δημοφιλής και κοινωνικός έχω γίνει στα φόρα του διαδικτύου. Φυσικά, στο διαδίκτυο ισχύει το σοφό δι' εσόπτρου και εν αινίγματι -- όπως όμως και στον πραγματικό βίο. Έτσι, όταν ένας καινούργιος φίλος σχολίασε ότι κάτι που του είπα του φάνηκε 'πολύ ανθρώπινο', μπήκα (ως συνήθως) σε σκέψεις.

Θυμήθηκα τον ενθουσιασμό που είχε προκαλέσει ο Δράκουλας του Κόππολα στην παρέα μου όταν ήμουν σ' εκείνη την ηλικία. Το χαρακτηριστικό της ταινίας για 'μένα, πια, είναι η έμφαση στην ερωτική ιστορία του Κόμη και της Μίνας, η αντιμετώπισή τους ως τεράτων από τέρατα-υπερασπιστές της τάξης του κόσμου, όπως ο Βαν Χέλσινγκ, σαφώς πιο αιμοδιψή και αποτροπιαστικά.

Ο Κολλητός μου και η κοπέλλα του είχανε κολλήσει άγρια με την ταινία. Εγώ δεν πήγαινα να τη δω ακριβώς γιατί πήγαιναν όλοι τότε, όπως είπα (να αναφωνήσω κι εγώ φαρισαϊκά: "με τα μυαλά που φόραγα, θε μου σ' ευχαριστώ που δεν έγινα δανίκας"). Ψηνόμουν όμως και με απασχολούσε το Love never dies, το σλόγκαν της ταινίας. Υπήρχαν άλλωστε οι κατάλληλες προϋποθέσεις. Από τη μια, είχα μια πολύ μυστήρια ερωτική εμπλοκή, σχεδόν δρακουλιάρικη: αλλόκοτο σεξ (π.χ. στα μισο-όρθια στη μέση της Καλλιδρομίου, ευτυχώς εκείνη τη νύχτα πλημμύρισε η Αθήνα κι όλοι είχανε λουφάξει, αλλιώς όλο και κάτι θα μας πάταγε), απότομες εναλλαγές διαθέσεων (δε θέλετε να ξέρετε), ανεξιχνίαστα κίνητρα, μουτζουρωμένα συναισθήματα ("όχι τώρα, σε τέσσερα χρόνια" -- "μπα;"), απρόσμενες ακυρώσεις και διαψεύσεις (σ' εσένανε που μ' έστησες ξανά στο ραντεβού και βάλε), πολλή μαλακία. Επιπλέον, η κοπέλλα του Κολλητού τα είχε ρίξει σ' εμένα (νομίζω πως την έχω ξαναπεί την ιστορία), αλλά εγώ την έκανα πάσα στον Κολλητό (που την ήθελε (;) τρελά αλλά δεν είχε το θάρρος -- τότε) αν και μου άρεσε: όσο απωθητικό μού ήτανε το σώμα της ("σανίδα", έλεγε ο Κολλητός), άλλο τόσο θελκτικό ήταν το πρόσωπό της (αναγεννησιακής καλλονής) και το πνεύμα της. Δηλαδή υπήρξε σοβαρότατο ενδεχόμενο. Αλλά εγώ, κύριος. Κύριος ήρθα, κύριος φεύγω. Σαν τον Κόμη Βλαντ, δηλαδή.

Ο Κολλητός τα χάλασε με την κοπέλλα του παραδεχόμενος τελικά ότι είναι γκέι. Έκτοτε ξεσάλωσε και δε χρειάστηκε να του ξανακάνω πάσα κανένανε. Η δικιά μου η περίπτωση τα έφτιαξε με έναν φρενοβλαβή ίκαρο (κωλοστολές) από τον οποίο χώρισε σχεδόν αμέσως. Μετά παντρεύτηκε. Εγώ στο μεταξύ μετανάστευσα. Στο πρώτο δωμάτιο της ξενητειάς έβαλα την αφίσα της ταινίας (την οποία είχα δει στο μεταξύ): κατάμαυρη, με το σλόγκαν φάτσα φόρα: Love never dies. Όταν πρωτομπήκε στο δωμάτιο, "This place looks like Hell. And I see you enjoy erotica, not porn" είπε ο καλός μου φίλος που έγινε στα 40 του πατέρας στις 12 του μηνός (αφού ούτε καν η στειρότητα, ή υπογονιμότητα, δεν είναι αθάνατη).

Το σλόγκαν, όπως αντιλαμβάνεστε, με είχε απασχολήσει πολύ στο μεταξύ σαν μάντρα, όχι σαν περιεχόμενο. Η αγάπη ουδέποτε πίπτει. Μαγιλίκι, αφθαρσία, βρυκολάκιασμα δηλαδή; Στάση; Όχι, μου είπε κάποτε ιεροκήρυκας και νυν μητροπολίτης, η αγάπη δεν είναι κατάσταση είναι διαρκές αγώνισμα (προσέξτε ορολογία δια χειρός Giannaras εδώ, ε;)

Αυτά λοιπόν. Πάω να δαγκώσω κανα λαιμό και να ξαπλώσω στο φέρετρο, όπως θα έλεγε κι ο πρώιμος Χάρυ Κλυν.

11.2.08

 

Less is (Rush)more

Ο James Mason εμφορείται από τη χαρακτηριστική του gravitas. O Cary Grant παραμένει ατσαλάκωτος ακόμη κι όταν σέρνεται στο χώμα. Και η Scarlet Johansson τελικά δεν είναι παρά ένας όμορφος κλώνος της Eva Marie Saint. Το North by Northwest αποτελεί μια ταινία που παρά το εμβληματικό της status μεταξύ των κριτικών δίνει τόσο το μέτρο όσο και τα όρια της επιβίωσης του έργου του Alfred Hitchcock στην εποχή του suspension of disbelief. Κι αν, παρά την προεικόνιση της παράνοιας των ‘70s (Three Days of the Condor/ParallaxView/All the President’s Men), από την άποψη του ρεαλισμού δύσκολα πείθει τους απαιτητικούς θεατές του 21ου αιώνα, οι οποίοι γνωρίζουν πιθανότατα περισσότερα για τις μεθόδους και τον τρόπο λειτουργίας των μυστικών υπηρεσιών από όσα έμαθε ο πάπας του suspense σε όλη του τη ζωή, εικαστικά η ταινία έχει πολλά πράγματα να μας πει. Άλλωστε, από τις αριστουργηματικές εναλλαγές λήψεων ως τις συμβάσεις των πρωταγωνιστών, τον γιγαντισμό των σκηνικών και τις επιλογές των προτύπων που θυμίζουν κόμικ, η Σκιά των τεσσάρων γιγάντων δεν απέχει πολύ από ένα '40s δημιούργημα του Bill Finger ή του Will Eisner σχεδιασμένο από τους κορυφαίους pencillers της εποχής. Με τον τρόπο αυτό, το φιλμ του Hitchcock διαβάζεται τόσο νοσταλγικά όσο και το The Amazing Adventures of Kavalier and Clay του Michael Chabon: ως μια εκδρομή στη golden age, σπονδή σε μια εποχή απλούστερων χαρακτήρων, όπου οι αχθοφόροι φορούσαν κόκκινα πηλίκια και το σεξ γινόταν απαρέγκλιτα μεταξύ αστερίσκων, τευχών και σκηνών.

9.2.08

 

Lust, Caution

 

Nemo me impune lacessit

 

Get a life.

2.2.08

 

Παύση

Είμαι, κατά κάποιον τρόπο, παιδί του Τσαγκαρουσιάνου. Νομίζω ότι το έχω ξαναπεί: το 01, εκείνη η υπέροχη επίθεση νέου στησίματος, νέων κειμένων, νέων εικόνων στον "γαμάω" κόσμο του Κλικ, έκανε τη ζωή μου ομορφότερη τότε και τελικά, με το να επευλογεί τις ευαισθησίες μου, με καθόρισε. Πάντοτε λοιπόν παρακολουθώ τα κείμενα του Σ.Τ. με ενδιαφέρον και συμπάθεια.

Αρθρογραφώ πάνω από ενάμισυ χρόνο σε εφημερίδα, επί χρήμασι (είπαμε: να μη χαλάμε την πιάτσα). Έχω γράψει μια μονογραφία που μού εξέδωσε ολλανδικός εκδοτικός οίκος, τριανταπέντε επιστημονικά άρθρα (τα δέκα είναι της προκοπής) κι έχω παρουσιάσει εξηνταπέντε ομιλίες και ανακοινώσεις. Το μυθιστόρημα που τελείωσα το 2003 πέρασε τον πρώτο κύκλο απορρίψεων (από πέντε εκδότες), στους οποίους το έστειλα κατόπιν προτροπών του Κουκουζέλη, και ετοιμάζεται για δεύτερο κύκλο: προχτές το έστειλα στο Μελάνι, κατόπιν παραινέσεων και πιέσεων του George Le Nonce αυτή τη φορά.

Ο λόγος που τα γράφω όλα αυτά είναι για να σας δώσω κάποια συμφραζόμενα ώστε να εξηγήσω ότι δεν είμαι ακριβώς λυσσασμένος να δημοσιευτώ και ότι, στον βαθμό που είμαι, το παλεύω αλλιώς. Επίσης, για να εξηγήσω ότι με κολακεύει αφάνταστα που ο Σ.Τ., σχεδόν νεανικό ίνδαλμά μου, επέλεξε να καλύψει τη μισή του στήλη σήμερα με ένα ποστάκι από εδώ μέσα. Ελπίζω αυτά τα δύο σημεία να έγιναν εντελώς σαφή. Συνεχίζω.

Αυτό που με πρόσβαλε και με ενόχλησε είναι ότι το έμαθα από την xilaren (ευχαριστώ!) πριν λίγες ώρες (είχα πάει να πάρω ρούχα στις εκπτώσεις και μετά πήγα στο γυμναστήριο -- Ελευθεροτυπία δε διαβάζω, έτσι κι αλλιώς).

Να υπενθυμίσω ότι στην πλευρική στήλη αυτού του μπλογκ λέει ξεκάθαρα ότι επιτρέπονται διάφορα αλλά ότι "δεν επιτρέπεται η αντιγραφή χωρίς άδεια".

Φυσικά ούτε είμαι σε θέση να επιτρέπω ούτε έχω πρόθεση να απαγορεύω οτιδήποτε, ούτε είμαι κανας μισότρελος να απειλώ με δικαστήρια και τέτοιες κακομοιριές. Ωστόσο: η πλευρική στήλη δηλώνει ξεκάθαρα κάποιες επιθυμίες μου ως παραγωγού των εδώ κειμένων. Θα αποτελούσε λοιπόν ένδειξη καλών τρόπων και στοιχειώδους ευγένειας να γίνουν κάπως σεβαστές οι επιθυμίες μου αυτές: αν όχι να μου ζητηθεί εκ των προτέρων η συγκατάθεση να αναδημοσιευθεί το ποστάκι μου (την οποία με χαρά θα έδινα), τουλάχιστον να ενημερωθώ εκ των υστέρων.

Τέλος, το μπλογκ δεν είναι "του Sraosha" (όπως λέει εδώ, στο τέλος). Είναι και του Rakasha. Αυτό θα γίνει ξεκάθαρο στους προσεχείς μήνες, αφού ο Sraosha θα πάψει να γράφει εδώ μέσα για ένα διάστημα, εάν δεν υπάρξει κάποιου είδους "συγγνώμη". Παρότι είμαι ο ψευδώνυμος μαλάκας και παρότι ο Σ.Τ. είναι το σχεδόν νεανικό μου ίνδαλμα. Κάπως πρέπει να γίνει σαφές ότι κι ο ψευδώνυμος μαλάκας μπορεί να έχει λόγο για το πού εμφανίζονται κείμενά του. Σίγουρα πάντως διαθέτει αξιοπρέπεια.

1.2.08

 

υπεροψία και μέθη

Εν μέρει για να εξακριβώσω μια εποχή,
εν μέρει και την ώρα να περάσω...

Και ο νοών νοείτω, κτλ.

This page is powered by Blogger. Isn't yours?