17.9.08
Μείζων δε τούτων
Όταν ήμουνα πιτσιρικάς δεν ήξερα τι δουλειά ήθελα να κάνω όταν θα μεγάλωνα. Η αμηχανία μου περί τα επαγγελματικά συνεχίζεται: δεν ξέρω ακριβώς τι δουλειά κάνω, παρότι στο πρόσφατο παρελθόν δήλωσα, κάπως παραπειστικά, ότι κάνω πεζοδρόμιο.
Μέσα στον Αύγουστο όμως παρατήρησα την ίδια κοκκαλιάρα κακομοίρα να ξεροσταλιάζει κάνοντας πιάτσα στη στάση του Χημείου επί της Χ. Τρικούπη για τουλάχιστον δέκα νύχτες σερί. Εφόσον εμένα στη δουλειά μού παρέχουνε τουλάχιστον μια καρέκλα να κάθομαι, δε δικαιούμαι δια να ομιλώ.
Δεν ήξερα λοιπόν τι δουλειά ήθελα να κάνω. Έπρεπε όμως κάτι να απαντάω. Οι μεγάλοι ρωτούσανε. Συνέχεια. Επίμονα. Μου άρεσαν πάντως οι χάρτες. Έτσι, όταν ήρθε η μετέπειτα μεγαλοδικηγόρος ξαδέρφη της μάνας μου στο σπίτι (τότε ήταν φοιτήτρια στην Ιταλία) και με ρώτησε, είπα όλο καμάρι "γεωγράφος!" Μου είπε ότι δεν υπάρχει τέτοια δουλειά, και καταντράπηκα. Έτσι βρέθηκα πάλι στη φάση του να μην απαντάω στην ερώτηση "Τι θα κάνεις χρυσό μου όταν μεγαλώσεις;"
Από δουλειά λοιπόν νούκουτου. Είχα όμως ένα βίτσιο: συλλογές. Κι όχι απλές συλλογές: χαρτοσυλλογές. Τι καρτέλες με σημαίες από το Μίκυ Μάους. Τι 'Παιδιά Γεια Χαρά' και 'Ρόδι'. Τι Κλασικά (που έπαιρνα για τον Φάντομ Ντακ και τις περιπέτειες του Σκρουτζ) και Μίκυ (που έπαιρνα για τις χαρτοκοπτικές). Τι άλμπουμ με αυτοκόλλητα: Πουλιά, Δεινόσαυροι, Εσπάνια 82 (κι ας βαριέμαι τη μπάλα). Τι κάρτες με διαστημικά οχήματα από τσίχλες. Τι καρεδάκια από κόμικς Καμπανά, τα οποία έκοβα ή ξεγύριζα. Τι εικονίτσες Κατηχητικού. Τι χαρτάκια: αεροπλάνα, αυτοκίνητα, τραίνα. Τι αφίσες συγκροτημάτων και τραγουδιστών (μέχρι και τη Μαντόνα όπως τη γέννησε η μάνα της είχα, μη ρωτάτε πώς), για τις οποίες αναγκαζόμουν να αγοράζω Μανίνα, την οποία ξεκοίλιαζα και έδινα στην αδερφή μου. Τι Βαβούρα, Μπλεκ και Σπάιντερμαν (και Αγόρι, όταν ο Μπλεκ άρχισε να γίνεται επαναληπτικός). Τι βίους αγίων.
Ο πιο ωραίος βίος ήτανε 'Σοφία, Πίστις, Ελπίς, Αγάπη'. Η Σοφία ήτανε Ρωμαία (αυτό μού άρεσε, μου κακοφαινόταν που όλοι οι άλλοι Άγιοι ήταν Έλληνες) μητέρα της Πίστεως, της Ελπίδος και της Αγάπης. Την πίστη, την ελπίδα και την αγάπη (όχι τις αγίες, τις αρετές), τις ήξερα γιατί η γιαγιά είχε μια εικόνα στην κουζίνα (εκεί όπου έφτιαχνε μαντί, ψωμί και αυγά τηγανητά που δε θα μπορέσω ποτέ να μιμηθώ) σα λιθογραφία με τρεις τροφαντές κοράκλες από τη μέση και πάνω: η μια κρατούσε έναν σταυρό (μελαχροινή), η άλλη μιαν άγκυρα (καστανή) και η τρίτη η ξανθή μια φλεγόμενη καρδιά. "Πίστις, Ελπίς, Αγάπη", έλεγε η γιαγιά δείχνοντάς τες.
Οι αγίες Πίστις, Ελπίς, Αγάπη ήτανε διαφορετικές. Πρώτα-πρώτα τις έβλεπες ολόσωμες. Δεύτερον, ήτανε ντυμένες ακριβώς όπως η Παναγία. Ήξερα ότι η Παναγία ήταν Εβραία κι ότι έζησε το 0 προ Χριστού (ποτέ δεν τα κατάφερνα με τις χρονολογίες) ενώ αυτές Ρωμαίες και ζούσανε το 200 μ.Χ. Πώς φορούσαν τα ίδια ρούχα; Δεν το έψαξα. Επίσης, αναρωτιόμουνα γιατί δεν άγιασε και ο πατέρας. Πού είναι ο πατέρας τους; "Εκείνος δε μαρτύρησε." Α, μάλιστα, γι' αυτό. Πάντως δεν το έψαξα.
Εμένα μου άρεσε η Σοφία. Αυτή κι αν έμοιαζε φτυστή η Παναγία. Στο εξώφυλλο του βίου φορούσε ένα βαθύ μπλε μαφόριο. Επειδή είχε τα χέρια της ανοιγμένα πάνω από τις τρεις κόρες της που πόζαραν μπροστά της, εμένα μου θύμιζε τον Μπάτμαν. Ήταν η εποχή που είχα αποφασίσει ότι ο Σούπερμαν είναι τελείως ψεύτικος, και ταλαντευόμουν μεταξύ Μπάτμαν και Σπάιντερμαν. Οπότε η Αγία Σοφία με εντυπωσίασε. Άσε που της είχαν χτίσει κι εκείνη τη μεγάλη εκκλησία στην Πόλη, την οποία, όπως ισχυριζόταν ο παππούς κάθε Κυριακή στις 11 και κάτι, θα έπρεπε να πάρω πίσω εγώ αυτοπροσώπως, αφού ήμουν καραμπουζουκλής.
Σκεφτόμουν την Αγία Σοφία πολύ. Σοφία έλεγαν και την αγαπημένη μου ξαδέρφη που θα ερχόταν σύντομα από τη Βοστώνη, όπου οδηγούσε ένα διαστημικό αυτοκίνητο (σαν αυτό στα χαρτάκια). Μια μέρα αναρωτήθηκα πώς ήξερε η Αγία Σοφία ότι θα κάνει τρεις κόρες, όταν γέννησε την Πίστη και την ονόμασε έτσι. Δεν το έψαξα. Επίσης, αργότερα, μου έκανε εντύπωση ότι μπορούσες να δεις τον βίο και συμβολικά: ότι η Σοφία του Θεού γεννάει πίστη, ελπίδα και αγάπη. Αυτό φυσικά δεν το σκέφτηκα μόνος μου, νομίζω ότι το έλεγε μέσα ο βίος. Ούτε αυτό το έψαξα.
Σοφάκι μου, χρόνια πολλά! Σόφι, καλά κρασιά. Σοφία, και φέτος σε θυμόμαστε.
Μέσα στον Αύγουστο όμως παρατήρησα την ίδια κοκκαλιάρα κακομοίρα να ξεροσταλιάζει κάνοντας πιάτσα στη στάση του Χημείου επί της Χ. Τρικούπη για τουλάχιστον δέκα νύχτες σερί. Εφόσον εμένα στη δουλειά μού παρέχουνε τουλάχιστον μια καρέκλα να κάθομαι, δε δικαιούμαι δια να ομιλώ.
Δεν ήξερα λοιπόν τι δουλειά ήθελα να κάνω. Έπρεπε όμως κάτι να απαντάω. Οι μεγάλοι ρωτούσανε. Συνέχεια. Επίμονα. Μου άρεσαν πάντως οι χάρτες. Έτσι, όταν ήρθε η μετέπειτα μεγαλοδικηγόρος ξαδέρφη της μάνας μου στο σπίτι (τότε ήταν φοιτήτρια στην Ιταλία) και με ρώτησε, είπα όλο καμάρι "γεωγράφος!" Μου είπε ότι δεν υπάρχει τέτοια δουλειά, και καταντράπηκα. Έτσι βρέθηκα πάλι στη φάση του να μην απαντάω στην ερώτηση "Τι θα κάνεις χρυσό μου όταν μεγαλώσεις;"
Από δουλειά λοιπόν νούκουτου. Είχα όμως ένα βίτσιο: συλλογές. Κι όχι απλές συλλογές: χαρτοσυλλογές. Τι καρτέλες με σημαίες από το Μίκυ Μάους. Τι 'Παιδιά Γεια Χαρά' και 'Ρόδι'. Τι Κλασικά (που έπαιρνα για τον Φάντομ Ντακ και τις περιπέτειες του Σκρουτζ) και Μίκυ (που έπαιρνα για τις χαρτοκοπτικές). Τι άλμπουμ με αυτοκόλλητα: Πουλιά, Δεινόσαυροι, Εσπάνια 82 (κι ας βαριέμαι τη μπάλα). Τι κάρτες με διαστημικά οχήματα από τσίχλες. Τι καρεδάκια από κόμικς Καμπανά, τα οποία έκοβα ή ξεγύριζα. Τι εικονίτσες Κατηχητικού. Τι χαρτάκια: αεροπλάνα, αυτοκίνητα, τραίνα. Τι αφίσες συγκροτημάτων και τραγουδιστών (μέχρι και τη Μαντόνα όπως τη γέννησε η μάνα της είχα, μη ρωτάτε πώς), για τις οποίες αναγκαζόμουν να αγοράζω Μανίνα, την οποία ξεκοίλιαζα και έδινα στην αδερφή μου. Τι Βαβούρα, Μπλεκ και Σπάιντερμαν (και Αγόρι, όταν ο Μπλεκ άρχισε να γίνεται επαναληπτικός). Τι βίους αγίων.
Ο πιο ωραίος βίος ήτανε 'Σοφία, Πίστις, Ελπίς, Αγάπη'. Η Σοφία ήτανε Ρωμαία (αυτό μού άρεσε, μου κακοφαινόταν που όλοι οι άλλοι Άγιοι ήταν Έλληνες) μητέρα της Πίστεως, της Ελπίδος και της Αγάπης. Την πίστη, την ελπίδα και την αγάπη (όχι τις αγίες, τις αρετές), τις ήξερα γιατί η γιαγιά είχε μια εικόνα στην κουζίνα (εκεί όπου έφτιαχνε μαντί, ψωμί και αυγά τηγανητά που δε θα μπορέσω ποτέ να μιμηθώ) σα λιθογραφία με τρεις τροφαντές κοράκλες από τη μέση και πάνω: η μια κρατούσε έναν σταυρό (μελαχροινή), η άλλη μιαν άγκυρα (καστανή) και η τρίτη η ξανθή μια φλεγόμενη καρδιά. "Πίστις, Ελπίς, Αγάπη", έλεγε η γιαγιά δείχνοντάς τες.
Οι αγίες Πίστις, Ελπίς, Αγάπη ήτανε διαφορετικές. Πρώτα-πρώτα τις έβλεπες ολόσωμες. Δεύτερον, ήτανε ντυμένες ακριβώς όπως η Παναγία. Ήξερα ότι η Παναγία ήταν Εβραία κι ότι έζησε το 0 προ Χριστού (ποτέ δεν τα κατάφερνα με τις χρονολογίες) ενώ αυτές Ρωμαίες και ζούσανε το 200 μ.Χ. Πώς φορούσαν τα ίδια ρούχα; Δεν το έψαξα. Επίσης, αναρωτιόμουνα γιατί δεν άγιασε και ο πατέρας. Πού είναι ο πατέρας τους; "Εκείνος δε μαρτύρησε." Α, μάλιστα, γι' αυτό. Πάντως δεν το έψαξα.
Εμένα μου άρεσε η Σοφία. Αυτή κι αν έμοιαζε φτυστή η Παναγία. Στο εξώφυλλο του βίου φορούσε ένα βαθύ μπλε μαφόριο. Επειδή είχε τα χέρια της ανοιγμένα πάνω από τις τρεις κόρες της που πόζαραν μπροστά της, εμένα μου θύμιζε τον Μπάτμαν. Ήταν η εποχή που είχα αποφασίσει ότι ο Σούπερμαν είναι τελείως ψεύτικος, και ταλαντευόμουν μεταξύ Μπάτμαν και Σπάιντερμαν. Οπότε η Αγία Σοφία με εντυπωσίασε. Άσε που της είχαν χτίσει κι εκείνη τη μεγάλη εκκλησία στην Πόλη, την οποία, όπως ισχυριζόταν ο παππούς κάθε Κυριακή στις 11 και κάτι, θα έπρεπε να πάρω πίσω εγώ αυτοπροσώπως, αφού ήμουν καραμπουζουκλής.
Σκεφτόμουν την Αγία Σοφία πολύ. Σοφία έλεγαν και την αγαπημένη μου ξαδέρφη που θα ερχόταν σύντομα από τη Βοστώνη, όπου οδηγούσε ένα διαστημικό αυτοκίνητο (σαν αυτό στα χαρτάκια). Μια μέρα αναρωτήθηκα πώς ήξερε η Αγία Σοφία ότι θα κάνει τρεις κόρες, όταν γέννησε την Πίστη και την ονόμασε έτσι. Δεν το έψαξα. Επίσης, αργότερα, μου έκανε εντύπωση ότι μπορούσες να δεις τον βίο και συμβολικά: ότι η Σοφία του Θεού γεννάει πίστη, ελπίδα και αγάπη. Αυτό φυσικά δεν το σκέφτηκα μόνος μου, νομίζω ότι το έλεγε μέσα ο βίος. Ούτε αυτό το έψαξα.
Σοφάκι μου, χρόνια πολλά! Σόφι, καλά κρασιά. Σοφία, και φέτος σε θυμόμαστε.
Comments:
<< Home
Ύστερα λες ότι γινόμαστε ενοχλητικοί.
Πάνω που σκεφτόμουν "τί ωραία εισαγωγή!", πετάς αυτή τη φράση: "...μου κακοφαινόταν που όλοι οι άλλοι Άγιοι ήταν Έλληνες),φράση αποκαλυπτική της ασθενικής εθνικής σου συνείδησης-δεν είναι κακό, πάντως , μην παρεξηγηθείς πάλι, διορθώνεται η κατάσταση-, και περιμένεις μετά να σε συγχαρούμε για το ποστ!
Εεε, δεν τρώγεσαι πια!!!
Πάνω που σκεφτόμουν "τί ωραία εισαγωγή!", πετάς αυτή τη φράση: "...μου κακοφαινόταν που όλοι οι άλλοι Άγιοι ήταν Έλληνες),φράση αποκαλυπτική της ασθενικής εθνικής σου συνείδησης-δεν είναι κακό, πάντως , μην παρεξηγηθείς πάλι, διορθώνεται η κατάσταση-, και περιμένεις μετά να σε συγχαρούμε για το ποστ!
Εεε, δεν τρώγεσαι πια!!!
Πολύ καλό. Πολύ πολύ καλό: θυμητικό, αλλά χωρίς γλυκερές νοσταλγίες. Πάντα τέτοια!
Απροπό, το Αγόρι ήτανε κλάσεις ανώτερο από τον Μπλεκ!
Δημοσίευση σχολίου
Απροπό, το Αγόρι ήτανε κλάσεις ανώτερο από τον Μπλεκ!
<< Home