28.5.07
Αδερφοί και αδερφές
Είναι θλιβερό που ζούμε σε μια κοινωνία, σε έναν κόσμο μάλλον, όπου η πίστη έχει γίνει και πάλι τρέχον πολιτικό και κοινωνικό νόμισμα, και μάλιστα σκληρό, ώστε να αναγκάζομαι να ξανασχοληθώ μαζί της. Αλλά τι να κάνουμε, αυτός είναι ο κόσμος, αυτή είναι η εποχή. Από τις γόβες φετίχ στα κομποσχοίνια φετίχ.
Ο φίλος μου ο Κωνσταντίνος είναι από τη Φλόριντα. Για να παντρευτεί ορθοδόξως την ορθοδόξου δόγματος γυναίκα του, έπρεπε να βαφτιστεί Ορθόδοξος. Ο Κωνσταντίνος ήταν ήδη νηπιοβαπτισμένος Βαπτιστής του Νότου, όμως η Ορθόδοξη Εκκλησία απαιτούσε επίσημα έγραφα που να το πιστοποιούν, στα πλαίσια αυτού που οι εν Ελλάδι θεολόγοι αποκαλούν 'συναλληλία' ή, λιγοτερο υποκριτικά, 'ασφυκτικό εναγκαλισμό του κράτους'. Επειδή στις φανατισμένες Ηνωμένες Πολιτείες θρησκεία και κράτος είναι δια συνταγματικού ροπάλου χωρισμένα, ο Κωνσταντίνος δεν ήταν εφοδιασμένος με τέτοια έγγραφα. Οι Ορθόδοξοι ζήτησαν να κατηχηθεί και να βαφτιστεί. Ο ντόπιος Αγγλικανός επίσκοπος τον γλίτωσε από εκτενή κατήχηση, πιστοποιώντας αρμοδίως, ως Φράγκος προφανώς, ότι ο Κωνσταντίνος είναι εξοικειωμένος με τα στοιχεία της χριστιανικής πίστης. Στο τέλος μια κατηχησούλα δεν την απέφυγε.
Τον ρώτησα πώς αισθανόταν που αλλαξοπίστησε. Μου είπε πως είναι άθεος/αγνωστικιστής (αυτό δεν είμαστε όλοι τελικά; έως και ο Ζουράρις: "υπάρχει Θεός;" "ενδέχεται" -- τι τον ρώτησαν τον χριστιανό!). Ωστόσο χαίρεται που προσχώρησε σε μια ομολογία στην οποία το περιεχόμενο της πίστης είναι συλλογική, κοινοτική και συνοδική υπόθεση και όχι κάτι που επιδικάζεται από την παπική αυθεντία ή, χειρότερα, από την κορανική αυθεντία της Βίβλου.
Τον προειδοποίησα ότι όλα αυτά ισχύουν, βεβαίως, (μόνο) σε επίπεδο αρχών και όχι στην πράξη. Επειδή είναι αμερικανάκι, άρα δεν έφαγε στη μάπα ένα κοινωνικό-πολιτικό σύστημα ιδανικό σε επίπεδο αρχών και ολοκληρωτικό κι ασφυκτικό και μίζερο σε επίπεδο πράξης, μου είπε πως είναι άξιο και δίκαιο να κρίνεις ένα σύστημα ιδεών ή πεποιθήσεων με βάση τις αρχές του και όχι με βάση το πώς κατάντησε. Το κρατάμε λοιπόν αυτό.
Έτσι ο Κωνσταντίνος βαφτίστηκε (ξανά) στο όνομα της αγίας, ομοουσίου και αδιαιρέτου τριαδικής Θεότητας από έναν καταπιεσμένα κρυπτογκέι παπά που τον μπάνιζε και τον χούφτωνε πριν, κατά και μετά το μυστήριο και ο οποίος μετατίθεται από χωρίου εις χωρίον και από επίσκοπη σε επισκοπή. Όπως μας υπενθύμισαν οι αδερφοί ορθόδοξοι διαδηλωτές (πρέπει να υπήρχαν και πολλές αδερφές ανάμεσά τους), Ορθοδοξία και ομοφυλοφιλία είναι ασύμβατες. Επίσης μάς υπενθύμισαν ότι, ιστορικά, σε επίπεδο συλλογικό, κοινοτικό και συνοδικό, η ομοφυλοφιλία όπως και σχεδόν όλες οι ανθρώπινες ερωτικές συμπεριφορές, καταπιέζονται, καταδικάζονται και αναθεματίζονται απερίφραστα με συνέπεια και συστηματικότητα· συνέπεια και συστηματικότητα οι οποίες απουσιάζουν από την καταδίκη άλλων εγκληματικών και οπωσδήποτε αμαρτωλών πράξεων, ενεργειών, λογισμών, κλίσεων.
Έτσι οι αρσενοκοίτες και οι συγκυλιστές και οι πόρνοι και οι πόρνες και οι γυναίκες όλων των ασύλληπτων αμαρτιών (λ.χ. αμβλώσεων, αποβολών, να αποστρέφονται τα τέκνα ή και να έχουν οργασμούς) στερούνται Κοινωνίας για χρόνια, ενώ οι τύραννοι, οι βιαστές και δάρτες σύζυγοι, οι απατεώνες, οι ψεύτες, οι πολεμικοί σφαγείς, οι καταχραστές, οι εκμεταλλευτές και οι δεν ξέρω ποιοι άλλοι (δε με αφορούν οι παραβατολογίες, με αφορά η ανθρώπινη φύση) γίνονται συνήθως αντικείμενο συμπόνοιας και οικονομίας.
Λόγω αρχών; ή, όπως ισχυρίζονται πολλοί, λόγω μιας δισχιλιόχρονης κατάντιας; Όμως, έχει νόημα να μιλάμε για δισχιλιόχρονη κατάντια αν δεν είμαστε προτεστάντες, οπότε θα έφταιγε η επίμονη παρερμηνεία της Βίβλου; Έχει νόημα να μιλάμε για δισχιλιόχρονη κατάντια αν δεν είμαστε καθολικοί, οπότε η πίστη αλλάζει, μεγαλώνει και πετάει νέα κλαριά σαν το δέντρο που κλαδεύει και ποτίζει ο Αμπελουργός Χριστός και ο παραγιός του ο πάπας; Έχει νόημα να μιλάμε για δισχιλιόχρονη κατάντια αν είμαστε ορθόδοξοι, όπου η δισχιλιόχρονη Παράδοση και η δισχιλιόχρονη Ζωή της κοινότητας-εκκλησίας είναι το δόγμα, είναι η πίστη, είναι η αλήθεια; Μόνον αν είμαστε επιλεκτικοί, δηλαδή αιρετικοί...
Εν κατακλείδι, και επειδή πολλοί από εμάς (κι εγώ, έτσι;) διαβάζουμε ποστάκια πηδώντας πέντε-πέντε τις αράδες: οι Ρώσοι ορθόδοξοι και οι φρικαλέες θέσεις και απάνθρωπες ιδεοληψίες τους δυστυχώς μας υπενθυμίζουν ότι η Ορθοδοξία είναι αυτή που είναι όχι λόγω ελλαδικότητας και εθνικισμού και μιας ιστορικής παρεξηγησούλας. Όσοι θέλουν να πιστεύουν (και θέλουνε πολλοί, είναι στην ανθρώπινη φύση και αυτό) χωρίς να πρέπει να απαρνηθούν τη φύση τους και να γίνουνε σαν τον δυστυχισμένο παπά που ανέφερα στην αρχή, καταντούνε, δυστυχώς (;;), επιλεκτικοί και εκλεκτικιστές (δηλαδή αιρ...): είτε πρόκειται για μινιμαλιστές ορθοδόξους, είτε για αναρχορθοδόξους, είτε για καβαφογενείς ορθοδόξους διανοητές, είτε ακόμα και για τον κραταιό αντισημίτη Γιανναρά και τη νεορθόδοξη στρατιά. Μία, δύο, τρεις, πολλές ορθοδοξίες. Κι ας αφήσουμε στην άκρη και την αρχετυπική πιστή γριούλα, το φαντασιακό 'λείμμα', η οποία αβίαστα θα έκαιγε τους 'ανώμαλους' και τις μοιχαλίδες στην κόλαση αλλά θα άφηνε στη χλόη και την τρυφή του Παραδείσου άλλους κι άλλους.
Ο φίλος μου ο Κωνσταντίνος είναι από τη Φλόριντα. Για να παντρευτεί ορθοδόξως την ορθοδόξου δόγματος γυναίκα του, έπρεπε να βαφτιστεί Ορθόδοξος. Ο Κωνσταντίνος ήταν ήδη νηπιοβαπτισμένος Βαπτιστής του Νότου, όμως η Ορθόδοξη Εκκλησία απαιτούσε επίσημα έγραφα που να το πιστοποιούν, στα πλαίσια αυτού που οι εν Ελλάδι θεολόγοι αποκαλούν 'συναλληλία' ή, λιγοτερο υποκριτικά, 'ασφυκτικό εναγκαλισμό του κράτους'. Επειδή στις φανατισμένες Ηνωμένες Πολιτείες θρησκεία και κράτος είναι δια συνταγματικού ροπάλου χωρισμένα, ο Κωνσταντίνος δεν ήταν εφοδιασμένος με τέτοια έγγραφα. Οι Ορθόδοξοι ζήτησαν να κατηχηθεί και να βαφτιστεί. Ο ντόπιος Αγγλικανός επίσκοπος τον γλίτωσε από εκτενή κατήχηση, πιστοποιώντας αρμοδίως, ως Φράγκος προφανώς, ότι ο Κωνσταντίνος είναι εξοικειωμένος με τα στοιχεία της χριστιανικής πίστης. Στο τέλος μια κατηχησούλα δεν την απέφυγε.
Τον ρώτησα πώς αισθανόταν που αλλαξοπίστησε. Μου είπε πως είναι άθεος/αγνωστικιστής (αυτό δεν είμαστε όλοι τελικά; έως και ο Ζουράρις: "υπάρχει Θεός;" "ενδέχεται" -- τι τον ρώτησαν τον χριστιανό!). Ωστόσο χαίρεται που προσχώρησε σε μια ομολογία στην οποία το περιεχόμενο της πίστης είναι συλλογική, κοινοτική και συνοδική υπόθεση και όχι κάτι που επιδικάζεται από την παπική αυθεντία ή, χειρότερα, από την κορανική αυθεντία της Βίβλου.
Τον προειδοποίησα ότι όλα αυτά ισχύουν, βεβαίως, (μόνο) σε επίπεδο αρχών και όχι στην πράξη. Επειδή είναι αμερικανάκι, άρα δεν έφαγε στη μάπα ένα κοινωνικό-πολιτικό σύστημα ιδανικό σε επίπεδο αρχών και ολοκληρωτικό κι ασφυκτικό και μίζερο σε επίπεδο πράξης, μου είπε πως είναι άξιο και δίκαιο να κρίνεις ένα σύστημα ιδεών ή πεποιθήσεων με βάση τις αρχές του και όχι με βάση το πώς κατάντησε. Το κρατάμε λοιπόν αυτό.
Έτσι ο Κωνσταντίνος βαφτίστηκε (ξανά) στο όνομα της αγίας, ομοουσίου και αδιαιρέτου τριαδικής Θεότητας από έναν καταπιεσμένα κρυπτογκέι παπά που τον μπάνιζε και τον χούφτωνε πριν, κατά και μετά το μυστήριο και ο οποίος μετατίθεται από χωρίου εις χωρίον και από επίσκοπη σε επισκοπή. Όπως μας υπενθύμισαν οι αδερφοί ορθόδοξοι διαδηλωτές (πρέπει να υπήρχαν και πολλές αδερφές ανάμεσά τους), Ορθοδοξία και ομοφυλοφιλία είναι ασύμβατες. Επίσης μάς υπενθύμισαν ότι, ιστορικά, σε επίπεδο συλλογικό, κοινοτικό και συνοδικό, η ομοφυλοφιλία όπως και σχεδόν όλες οι ανθρώπινες ερωτικές συμπεριφορές, καταπιέζονται, καταδικάζονται και αναθεματίζονται απερίφραστα με συνέπεια και συστηματικότητα· συνέπεια και συστηματικότητα οι οποίες απουσιάζουν από την καταδίκη άλλων εγκληματικών και οπωσδήποτε αμαρτωλών πράξεων, ενεργειών, λογισμών, κλίσεων.
Έτσι οι αρσενοκοίτες και οι συγκυλιστές και οι πόρνοι και οι πόρνες και οι γυναίκες όλων των ασύλληπτων αμαρτιών (λ.χ. αμβλώσεων, αποβολών, να αποστρέφονται τα τέκνα ή και να έχουν οργασμούς) στερούνται Κοινωνίας για χρόνια, ενώ οι τύραννοι, οι βιαστές και δάρτες σύζυγοι, οι απατεώνες, οι ψεύτες, οι πολεμικοί σφαγείς, οι καταχραστές, οι εκμεταλλευτές και οι δεν ξέρω ποιοι άλλοι (δε με αφορούν οι παραβατολογίες, με αφορά η ανθρώπινη φύση) γίνονται συνήθως αντικείμενο συμπόνοιας και οικονομίας.
Λόγω αρχών; ή, όπως ισχυρίζονται πολλοί, λόγω μιας δισχιλιόχρονης κατάντιας; Όμως, έχει νόημα να μιλάμε για δισχιλιόχρονη κατάντια αν δεν είμαστε προτεστάντες, οπότε θα έφταιγε η επίμονη παρερμηνεία της Βίβλου; Έχει νόημα να μιλάμε για δισχιλιόχρονη κατάντια αν δεν είμαστε καθολικοί, οπότε η πίστη αλλάζει, μεγαλώνει και πετάει νέα κλαριά σαν το δέντρο που κλαδεύει και ποτίζει ο Αμπελουργός Χριστός και ο παραγιός του ο πάπας; Έχει νόημα να μιλάμε για δισχιλιόχρονη κατάντια αν είμαστε ορθόδοξοι, όπου η δισχιλιόχρονη Παράδοση και η δισχιλιόχρονη Ζωή της κοινότητας-εκκλησίας είναι το δόγμα, είναι η πίστη, είναι η αλήθεια; Μόνον αν είμαστε επιλεκτικοί, δηλαδή αιρετικοί...
Εν κατακλείδι, και επειδή πολλοί από εμάς (κι εγώ, έτσι;) διαβάζουμε ποστάκια πηδώντας πέντε-πέντε τις αράδες: οι Ρώσοι ορθόδοξοι και οι φρικαλέες θέσεις και απάνθρωπες ιδεοληψίες τους δυστυχώς μας υπενθυμίζουν ότι η Ορθοδοξία είναι αυτή που είναι όχι λόγω ελλαδικότητας και εθνικισμού και μιας ιστορικής παρεξηγησούλας. Όσοι θέλουν να πιστεύουν (και θέλουνε πολλοί, είναι στην ανθρώπινη φύση και αυτό) χωρίς να πρέπει να απαρνηθούν τη φύση τους και να γίνουνε σαν τον δυστυχισμένο παπά που ανέφερα στην αρχή, καταντούνε, δυστυχώς (;;), επιλεκτικοί και εκλεκτικιστές (δηλαδή αιρ...): είτε πρόκειται για μινιμαλιστές ορθοδόξους, είτε για αναρχορθοδόξους, είτε για καβαφογενείς ορθοδόξους διανοητές, είτε ακόμα και για τον κραταιό αντισημίτη Γιανναρά και τη νεορθόδοξη στρατιά. Μία, δύο, τρεις, πολλές ορθοδοξίες. Κι ας αφήσουμε στην άκρη και την αρχετυπική πιστή γριούλα, το φαντασιακό 'λείμμα', η οποία αβίαστα θα έκαιγε τους 'ανώμαλους' και τις μοιχαλίδες στην κόλαση αλλά θα άφηνε στη χλόη και την τρυφή του Παραδείσου άλλους κι άλλους.
15.5.07
Curved Spacetime
Πολλές φορές μια περιγραφή δεν αρκεί για να δώσει το στίγμα και μια βόλτα δεν φτάνει για να τοποθετήσεις τα πράγματα στο χώρο. Δεν είχα αντιληφθεί τη σημασία της ρήσης size matters ως τώρα, ίσως γιατί δεν είχα δει τον Godzilla – σίγουρα γιατί δεν είχα δει ένα χάρτη του Παρισιού την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης. Η πύκνωση του προβιομηχανικού χώρου είναι τόσο έντονη που ξεπετάγεται από τη σελίδα από μόνη της: εδώ η Συντακτική Συνέλευση, εδώ η Συμβατική, η Επιτροπή Γενικής Ασφάλειας, η Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας, λίγο πιο πάνω το κλαμπ των Feuillans, διαγώνια από τον κήπο του Κεραμεικού το ανάκτορο του Λουδοβίκου ΙΣΤ΄, στο πρώτο στενό αριστερά η οδός Saint-Honoré και η κατοικία του Ροβεσπιέρου, στο πρώτο στενό δεξιά οι Ιακωβίνοι, όλο ευθεία στο τέρμα του δρόμου η πλατεία της Επανάστασης και η γκιλοτίνα, όλα τα πλήθη του 1789 (και κυρίως του 1793) ασφυκτιούν σε λίγα τετραγωνικά μέτρα. Η Βαστίλλη και η Place de Grève, σε διακριτική απόσταση, αν και εντός του χάρτη, και το Πεδίον του Άρεως, κάπου εκτός εικόνας, είναι ίσως τα μόνα εμβληματικά σημεία που απουσιάζουν από το στενό ορθογώνιο. Ο ήχος της καμπάνας που καλεί τους αβράκωτους σε εξέγερση έχει συγκεκριμένη εμβέλεια, το ίδιο και η θέα προς το ικρίωμα, τα φαντάσματα του πρώιμου νεότερου παρελθόντος, σε αντίθεση με τις σκιές του 20ού αιώνα, τριγυρνούν σε έναν μικρό τόπο…
Those were the days,
14.5.07
Συνειρμοί (κάτω το ένταμ και η γκούντα)
Βρήκα μελισσοκουμπιασμένο αυτό το νηφάλιο κείμενο για τη μετακίνηση του σοβιετικού μνημείου στην Εσθονία.
Προς τη μέση διαβάζουμε ότι
Προς τη μέση διαβάζουμε ότι
μερικοί Ρώσοι προτείνουν τη μετακίνηση της εσθονικής πρεσβείας στη Μόσχα σε άλλη τοποθεσία, ένας πρώην υπουργός άμυνας κάνει έκκληση να μποϋκοταριστεί το εσθονικό γιαούρτι, στην επαρχία Tambov αποφασίστηκε να αναγράφεται σε ειδικές ετικέτες στη συσκευασία των εσθονικών προϊόντων η χώρα προέλευσής τους προς ενημέρωση του αγοραστικού κοινούΘυμάται κανείς άλλος όταν στην Ελλάδα είχαμε παρόμοια μποϋκοτάζ να προτείνονται και να εφαρμόζονται και αντίστοιχα πολεμιστήρια σαλπίσματα να αντηχούνε στα σούπερ μάρκετ όταν η Ολλανδία, εταίρος στην τότε ΕΟΚ, είχε προτείνει να αρθούν οι περιορισμοί σε σχέση με το Δ' Χρηματοδοτικό Πρωτόκολλο προς την Τουρκία; Δε θυμάμαι καλά, από μνήμης το γράφω αυτό. Μπορεί και να είχανε προτείνει σύνθετη ονομασία για τη Δημοκρατία της Μακεδονίας.
13.5.07
[Κεντήματα και κουτιά]
"[...]
Ούτε η θέα τόσων κεντημάτων, τεντωμένων και ενταφιασμένων μέσα στα διαδοχικά και όρθια συρτάρια τους με βοήθησε πάντως. Συρτάρια όρθια, λεπτά, ανά γεωγραφική προέλευση, κάθε χώρα και κάθε περιφέρεια της Ευρωπης να εκπροσωπείται από καμμιά δεκαριά δείγματα. Προχώρησα και τράβηξα ένα συρτάρι. Είδα όλα αυτά τα λεπτολογημένα και ψιλοδουλεμένα κομμάτια σαν ιστούς ιστορισμένους από ανώνυμες πεθαμένες γυναίκες που κέντησαν με πείσμα τη ζωή τους καθώς γλίστραγε μέσα από τα χέρια τους όπως το νήμα που δεν βρίσκει τη βελονότρυπα· παγιδευμένες σε αγροτόσπιτα και σιωπηλά αστικά μέγαρα, έκαναν τη ζωή τους κλωστή και την πέρασαν μέσα σε λινά και βαμβακερά ή και σε μάλλινα υφάσματα: μία μπρος-δύο πίσω, μία μπρος-δύο πίσω, μία μπρος-δύο πίσω. Ιστοί που τις κουκούλωσαν και τις παγιδέψανε: προικιά, φορεσιές, πετσετάκια. Ύστερα έφυγαν και λιώσανε κι οι ίδιες, όπως τρώει η βελόνα την κλωστή, αλλά οι ζωές τους παρέμειναν αξήλωτα κι ανεξίτηλα σχέδια και χρώματα, στο μουσείο.
Πήρα μια βαθειά ανάσα κι αποφάσισα να συμμαζευτώ και να κοιτάξω τι θα ξεσηκώσω για το δικό μου εργόχειρο, κυρίως γιατί ντράπηκα τον κόσμο που με κοιτούσε με την άκρη του ματιού να στέκομαι ενεή κι ακουμπισμένη πάνω στο τραβηγμένο συρτάρι Poland-Pomerania III, με κίνδυνο να το κατεβάσω κάτω γκρεμίζοντας όλη τη συλλογή. Άφησα στο πάτωμα τα μολύβια μου και το μπλοκ και έπιασα όλα τα συρτάρια, ένα ένα από την αρχή. Έψαχνα κάτι για να το χρησιμοποιήσω ως επαναλαμβανόμενο διακοσμητικό μοτίβο. Έπρεπε να βρω κάτι απλό, με μια σχετική συμμετρία και όχι πολύ γραμμικό. Όταν έβρισκα κάτι ενδιαφέρον, σημείωνα στην παλάμη με το στυλό τον αριθμό του (πού να γράφω France-Brittany VII, France-Savoy II και Brabant-Belgium V τώρα· έγραψα 57, 73 και 91). Ούτε και ήξερα πόσα ήταν όλα τα συρτάρια, τα ράφια συνεχίζονταν και απο πίσω και απέναντι και στη διπλανή αίθουσα. Για τη διάθεσή μου, που δεν ήτανε και η πιο φουντωτή, και για τον χρόνο μου, τον οποίο οριοθετούσε το μεσημεριανό κολατσιό, έμοιαζε σαν να ήμουνα σε μια άπειρη βιβλιοθήκη. Συνέχισα όμως.
Μέσα στην παλάμη μου είχα χαράξει τελικά γύρω στα εικοσιδύο νουμερα, από όλη τη βόρεια Ευρώπη, κι είχα ακόμη τη νότια, την ανατολική και τη Σκανδιναβία. Αν και σχεδίασα καμμιά τριανταριά μοτίβα, είχα λιγάκι απογοητευτεί. Κάποια κεντήματα είχαν υπερβολικά προσωπικό χαρακτήρα ή εξαιρετικά πολύπλοκα μοτίβα, ή καθόλου μοτίβα. Μέσα στα κεντήματα περιλαμβάνονταν και ατέλειωτες δαντέλες, πώς να μεταφέρεις το ανάγλυφο της δαντέλας σε μια μακέτα και στο υποθετικό κτήριο που αναπαριστά χωρίς να μπλέξεις με γύψους; Κάτι κεντήματα με ανθρωπάκια και ζωάκια ήταν από την αρχή εκτός. Σχεδίασα στο μπλοκ περίπου εφτά ή εννιά και τότε σταδιακά άρχισα να αισθάνομαι ανήθικη που σκεφτόμουν έτσι, είπα και μπράβο στον εαυτό μου. Από τη μια ψέγω τον φολκλορισμό, την ενασχόληση με ανώνυμες και απρόσωπες ‘παραδόσεις’ και ‘κληρονομιές’, κατακρίνω τη ληστρική διάθεση απέναντι σε σύμβολα, σχέδια και εικονογραφίες που αποσπούμε από το περιβάλλον, τον συμβολισμό και την ιερότητά τους και τα κάνουμε χαϊμαλιά και μπλουζάκια, και από την άλλη ψάχνω για τυπικούς εκπροσώπους και χαρακτηριστικά δείγματα, που να είναι και αρκούντως διακοσμητικά από πάνω. Συγχάρηκα τον εαυτό μου για την υποκρισία του, και τον βεβαίωσα πως η πτυχιακή μου θα επιζήσει και χωρίς διακοσμητικά μοτίβα και λαϊκότροπες ζωφόρους. Μάζεψα τα σύνεργα της δουλειάς και βρήκα το δρόμο μου μέσα από τις αίθουσες του μουσείου. Εδώ πιο δίπλα έχουνε μια συλλογή αντιγράφων των πιο διάσημων έργων τέχνης στα τέλη του 19ου. Ενδιαφέρον μαυσωλείο· συγκέντρωση παράταιρης και εκτός συμφραζομένων τέχνης· γυψοθύελλα. Βρήκα την έξοδο. Η πόλη.
Η πόλη, ένα κουτί. Αέναη κίνηση, φυσικό φως, τεχνητό φως. Περιφερειακοί δρόμοι. Πέτρες τούβλα μπετό. Πύργοι και υπόγεια. Ασανσέρ και τρένα. Πολλαπλές διαδρομές, ιστοί μέσα της: κόκκινο για τις πιο πολυσύχναστες πορείες και διαδρομές, κίτρινο για τις λιγότερο πατημένες και τις πιο περπατημένες. Αγγλισμοί, σκέφτομαι με αγγλισμούς. Τώωωωρα, καλά είσαι. Και να μίλαγα κι αγγλικά. Ένα κουτί. Ένας ιστός με κτήρια για παραγέμισμα; Ή κτήρια με δρόμους για διάκενα ανάμεσά τους; Πού οι στενές κατακόρυφες κοιλάδες της Νέας Υόρκης, θα σηκώνεις ψηλά το βλέμμα και θα νιώθεις πως η πορεία είναι κατακόρυφη, προς τα πάνω. Ένα κουτί του οποίου οι έδρες, έξι; παραπάνω; Κοιτάνε προς τα μέσα και διαρκώς πολλαπλασιάζονται: δωμάτια, εσωτερικοί τοίχοι, διαμερίσματα και γραφεία, παράθυρα, όψεις κτηρίων, τετράγωνα, συνοικίες: πρίσματα, τετράπλευρα, αθροίσματα σημείων και στιγμών. Άραγε θα πάω ποτέ στη Νέα Υόρκη;
Κατέβηκα στο κουτί μέσα σε ένα κουτί και στη στοά περίμενα ένα κουτί. Ξανά εκείνη η μελωδία κάτω από την πόρτα του άγνωστου ενοίκου – του χαφιέ. Το κουτί με πήγε σε άλλο κουτί, άλλαξα κουτί και έφτασα στο κουτί όπου μεταλλικά κουτιά ελάχιστου πλάτους γράφανε ‘Angel’ στην εξωτερική όψη τους. Θυμήθηκα εκείνη την αράχνη του Υπογείου. Θα την έφαγε κανα ποντίκι. [...]"
Ούτε η θέα τόσων κεντημάτων, τεντωμένων και ενταφιασμένων μέσα στα διαδοχικά και όρθια συρτάρια τους με βοήθησε πάντως. Συρτάρια όρθια, λεπτά, ανά γεωγραφική προέλευση, κάθε χώρα και κάθε περιφέρεια της Ευρωπης να εκπροσωπείται από καμμιά δεκαριά δείγματα. Προχώρησα και τράβηξα ένα συρτάρι. Είδα όλα αυτά τα λεπτολογημένα και ψιλοδουλεμένα κομμάτια σαν ιστούς ιστορισμένους από ανώνυμες πεθαμένες γυναίκες που κέντησαν με πείσμα τη ζωή τους καθώς γλίστραγε μέσα από τα χέρια τους όπως το νήμα που δεν βρίσκει τη βελονότρυπα· παγιδευμένες σε αγροτόσπιτα και σιωπηλά αστικά μέγαρα, έκαναν τη ζωή τους κλωστή και την πέρασαν μέσα σε λινά και βαμβακερά ή και σε μάλλινα υφάσματα: μία μπρος-δύο πίσω, μία μπρος-δύο πίσω, μία μπρος-δύο πίσω. Ιστοί που τις κουκούλωσαν και τις παγιδέψανε: προικιά, φορεσιές, πετσετάκια. Ύστερα έφυγαν και λιώσανε κι οι ίδιες, όπως τρώει η βελόνα την κλωστή, αλλά οι ζωές τους παρέμειναν αξήλωτα κι ανεξίτηλα σχέδια και χρώματα, στο μουσείο.
Πήρα μια βαθειά ανάσα κι αποφάσισα να συμμαζευτώ και να κοιτάξω τι θα ξεσηκώσω για το δικό μου εργόχειρο, κυρίως γιατί ντράπηκα τον κόσμο που με κοιτούσε με την άκρη του ματιού να στέκομαι ενεή κι ακουμπισμένη πάνω στο τραβηγμένο συρτάρι Poland-Pomerania III, με κίνδυνο να το κατεβάσω κάτω γκρεμίζοντας όλη τη συλλογή. Άφησα στο πάτωμα τα μολύβια μου και το μπλοκ και έπιασα όλα τα συρτάρια, ένα ένα από την αρχή. Έψαχνα κάτι για να το χρησιμοποιήσω ως επαναλαμβανόμενο διακοσμητικό μοτίβο. Έπρεπε να βρω κάτι απλό, με μια σχετική συμμετρία και όχι πολύ γραμμικό. Όταν έβρισκα κάτι ενδιαφέρον, σημείωνα στην παλάμη με το στυλό τον αριθμό του (πού να γράφω France-Brittany VII, France-Savoy II και Brabant-Belgium V τώρα· έγραψα 57, 73 και 91). Ούτε και ήξερα πόσα ήταν όλα τα συρτάρια, τα ράφια συνεχίζονταν και απο πίσω και απέναντι και στη διπλανή αίθουσα. Για τη διάθεσή μου, που δεν ήτανε και η πιο φουντωτή, και για τον χρόνο μου, τον οποίο οριοθετούσε το μεσημεριανό κολατσιό, έμοιαζε σαν να ήμουνα σε μια άπειρη βιβλιοθήκη. Συνέχισα όμως.
Μέσα στην παλάμη μου είχα χαράξει τελικά γύρω στα εικοσιδύο νουμερα, από όλη τη βόρεια Ευρώπη, κι είχα ακόμη τη νότια, την ανατολική και τη Σκανδιναβία. Αν και σχεδίασα καμμιά τριανταριά μοτίβα, είχα λιγάκι απογοητευτεί. Κάποια κεντήματα είχαν υπερβολικά προσωπικό χαρακτήρα ή εξαιρετικά πολύπλοκα μοτίβα, ή καθόλου μοτίβα. Μέσα στα κεντήματα περιλαμβάνονταν και ατέλειωτες δαντέλες, πώς να μεταφέρεις το ανάγλυφο της δαντέλας σε μια μακέτα και στο υποθετικό κτήριο που αναπαριστά χωρίς να μπλέξεις με γύψους; Κάτι κεντήματα με ανθρωπάκια και ζωάκια ήταν από την αρχή εκτός. Σχεδίασα στο μπλοκ περίπου εφτά ή εννιά και τότε σταδιακά άρχισα να αισθάνομαι ανήθικη που σκεφτόμουν έτσι, είπα και μπράβο στον εαυτό μου. Από τη μια ψέγω τον φολκλορισμό, την ενασχόληση με ανώνυμες και απρόσωπες ‘παραδόσεις’ και ‘κληρονομιές’, κατακρίνω τη ληστρική διάθεση απέναντι σε σύμβολα, σχέδια και εικονογραφίες που αποσπούμε από το περιβάλλον, τον συμβολισμό και την ιερότητά τους και τα κάνουμε χαϊμαλιά και μπλουζάκια, και από την άλλη ψάχνω για τυπικούς εκπροσώπους και χαρακτηριστικά δείγματα, που να είναι και αρκούντως διακοσμητικά από πάνω. Συγχάρηκα τον εαυτό μου για την υποκρισία του, και τον βεβαίωσα πως η πτυχιακή μου θα επιζήσει και χωρίς διακοσμητικά μοτίβα και λαϊκότροπες ζωφόρους. Μάζεψα τα σύνεργα της δουλειάς και βρήκα το δρόμο μου μέσα από τις αίθουσες του μουσείου. Εδώ πιο δίπλα έχουνε μια συλλογή αντιγράφων των πιο διάσημων έργων τέχνης στα τέλη του 19ου. Ενδιαφέρον μαυσωλείο· συγκέντρωση παράταιρης και εκτός συμφραζομένων τέχνης· γυψοθύελλα. Βρήκα την έξοδο. Η πόλη.
Η πόλη, ένα κουτί. Αέναη κίνηση, φυσικό φως, τεχνητό φως. Περιφερειακοί δρόμοι. Πέτρες τούβλα μπετό. Πύργοι και υπόγεια. Ασανσέρ και τρένα. Πολλαπλές διαδρομές, ιστοί μέσα της: κόκκινο για τις πιο πολυσύχναστες πορείες και διαδρομές, κίτρινο για τις λιγότερο πατημένες και τις πιο περπατημένες. Αγγλισμοί, σκέφτομαι με αγγλισμούς. Τώωωωρα, καλά είσαι. Και να μίλαγα κι αγγλικά. Ένα κουτί. Ένας ιστός με κτήρια για παραγέμισμα; Ή κτήρια με δρόμους για διάκενα ανάμεσά τους; Πού οι στενές κατακόρυφες κοιλάδες της Νέας Υόρκης, θα σηκώνεις ψηλά το βλέμμα και θα νιώθεις πως η πορεία είναι κατακόρυφη, προς τα πάνω. Ένα κουτί του οποίου οι έδρες, έξι; παραπάνω; Κοιτάνε προς τα μέσα και διαρκώς πολλαπλασιάζονται: δωμάτια, εσωτερικοί τοίχοι, διαμερίσματα και γραφεία, παράθυρα, όψεις κτηρίων, τετράγωνα, συνοικίες: πρίσματα, τετράπλευρα, αθροίσματα σημείων και στιγμών. Άραγε θα πάω ποτέ στη Νέα Υόρκη;
Κατέβηκα στο κουτί μέσα σε ένα κουτί και στη στοά περίμενα ένα κουτί. Ξανά εκείνη η μελωδία κάτω από την πόρτα του άγνωστου ενοίκου – του χαφιέ. Το κουτί με πήγε σε άλλο κουτί, άλλαξα κουτί και έφτασα στο κουτί όπου μεταλλικά κουτιά ελάχιστου πλάτους γράφανε ‘Angel’ στην εξωτερική όψη τους. Θυμήθηκα εκείνη την αράχνη του Υπογείου. Θα την έφαγε κανα ποντίκι. [...]"
[Στο τέλος ενός ραντεβού]
" [...]
Περπατήσαμε κι άλλο, καθε τόσο σήκωνα το βλέμμα και κοιτούσα την απέναντι όχθη, το Somerset House με την Courtauld· εκεί πρέπει να τον πάω, να δει τους ιμπρεσιονιστές. Σιγά σιγά έσβηνε και η φλογίτσα του οινοπνεύματος μέσα μου, ήρθε στα μάτια μου για λίγο η γκαζιέρα της γιαγιάς, με τη γαλάζια φωτιά της και η μυρωδιά από πατάτες στο σπορέλαιο, να μη γίνονται βαρειές. Πριν έρθω εδώ θα νόμιζα πως είναι αταίριαστη μια τέτοια εικόνα εδώ μέσα στο κέντρο της μεγάλης πρωτεύουσας, αλλά ξέρω πια για το γκάζι που ζεσταίνει τους θερμοσίφωνες με τον ακοίμητο μικροσκοπικό πυρσό του και τα φτηνά σκεύη στα φτωχόσπιτα του Χάκνεϋ και του Μπρίξτον, που εμείς τα μελετούσαμε ως άρτε πόβερα. Φωτιά, ωραία φωτιά. Φωτιά που κυματίζεις γαλάζια στον κόκκινο ουρανό. Ονειρεύομαι από την κούραση όρθια; Σφίγγω το χέρι του Μάρτιν, με τραβάει στην αγκαλιά του και προχωρούμε όπως πρέπει.
Η Τραφάλγκαρ είναι άδεια, εκτός από τα αγάλματα και τις φωτισμένες προσόψεις. «… του Αγίου Μαρτίνου των Αγρών…» όπως έλεγε η γεροντίστικη φωνή στο ράδιο. Ο πατέρας κλειδαμπαρωμένος στο γραφείο και η θεια να μού διηγείται τη φρίκη της Εικονομαχίας, τη θλιμμένη πριγκίπησσα Σοράγια, πριγκίπησσα Τζάκι και δεν ξέρω ποια, τα φρικτά εγκλήματα των Τούρκων το ’22 το ’46-’49 και το ’74, τον αηδιαστικό θάνατο της άμυαλης Κοκκινοσκουφίτσας («ουουουου, πώς θα μύριζε το βρωμόστομα του λύκουουου!») – πώς να μην είναι κλαψιάρικα τα ελληνικά τραγούδια μετά. Καθόμασταν στη σόμπα και με τάιζε – εγώ, αν και μεγάλη πια, το ανεχόμουν, μου έφτιαχνε τα μαλλιά και μου έλεγε κι άλλες ιστορίες: για την παλιά Κομοτηνή και τον Μπουκλουτζά που πλήμμυριζε, για το πώς έχτισε η κυρία-Τσάτσου το καμπαναριό της Υπαπαντής, για τα ‘αθώα’ ραντεβουδάκια της, όλη η παρέα μαζί, στις ψαροταβέρνες στο Φανάρι με ποδήλατα κι αφετηρία το Ρολόι. Όταν μεγάλωσα και της έλεγα ότι αυτά ήτανε στην πραγματικότητα ραντεβού για ένα στα γρήγορα στα Χίλια Δέντρα, γινόταν έξω φρενών – τουλάχιστον δεν μπορούσε να απειλεί πως δεν θα με ταΐζει πια, ούτε πως θα με ρίξει στη σόμπα από τη μαντεμένια της τρύπα, από πάνω, όπου πάντοτε καθόταν ητσαγιέρα. Ο πατέρας έβγαινε από το δωμάτιο για να πάει ‘να ξεσκάσει’, μύριζε ανεπαίσθητα καμένο κασμήρι από την ηλεκρική θερμάστρα και εργένικη μπαγιατίλα, μόλις τόσο δα, κάτω από την ‘κολώνϊα’.
Γλαρώνω και σχεδόν κοιμάμαι στο ντεσεβώ. Δεν βλέπω όνειρα – ευτυχώς. Φιλιόμαστε σαν σε όνειρο, η πόρτα του ασανσέρ κλείνει, πότε άνοιξε; πότε μπήκα; Και μόλις που με ξυπνάει η επαφή με το κρεβάτι. Όχι για πολύ όμως."
Περπατήσαμε κι άλλο, καθε τόσο σήκωνα το βλέμμα και κοιτούσα την απέναντι όχθη, το Somerset House με την Courtauld· εκεί πρέπει να τον πάω, να δει τους ιμπρεσιονιστές. Σιγά σιγά έσβηνε και η φλογίτσα του οινοπνεύματος μέσα μου, ήρθε στα μάτια μου για λίγο η γκαζιέρα της γιαγιάς, με τη γαλάζια φωτιά της και η μυρωδιά από πατάτες στο σπορέλαιο, να μη γίνονται βαρειές. Πριν έρθω εδώ θα νόμιζα πως είναι αταίριαστη μια τέτοια εικόνα εδώ μέσα στο κέντρο της μεγάλης πρωτεύουσας, αλλά ξέρω πια για το γκάζι που ζεσταίνει τους θερμοσίφωνες με τον ακοίμητο μικροσκοπικό πυρσό του και τα φτηνά σκεύη στα φτωχόσπιτα του Χάκνεϋ και του Μπρίξτον, που εμείς τα μελετούσαμε ως άρτε πόβερα. Φωτιά, ωραία φωτιά. Φωτιά που κυματίζεις γαλάζια στον κόκκινο ουρανό. Ονειρεύομαι από την κούραση όρθια; Σφίγγω το χέρι του Μάρτιν, με τραβάει στην αγκαλιά του και προχωρούμε όπως πρέπει.
Η Τραφάλγκαρ είναι άδεια, εκτός από τα αγάλματα και τις φωτισμένες προσόψεις. «… του Αγίου Μαρτίνου των Αγρών…» όπως έλεγε η γεροντίστικη φωνή στο ράδιο. Ο πατέρας κλειδαμπαρωμένος στο γραφείο και η θεια να μού διηγείται τη φρίκη της Εικονομαχίας, τη θλιμμένη πριγκίπησσα Σοράγια, πριγκίπησσα Τζάκι και δεν ξέρω ποια, τα φρικτά εγκλήματα των Τούρκων το ’22 το ’46-’49 και το ’74, τον αηδιαστικό θάνατο της άμυαλης Κοκκινοσκουφίτσας («ουουουου, πώς θα μύριζε το βρωμόστομα του λύκουουου!») – πώς να μην είναι κλαψιάρικα τα ελληνικά τραγούδια μετά. Καθόμασταν στη σόμπα και με τάιζε – εγώ, αν και μεγάλη πια, το ανεχόμουν, μου έφτιαχνε τα μαλλιά και μου έλεγε κι άλλες ιστορίες: για την παλιά Κομοτηνή και τον Μπουκλουτζά που πλήμμυριζε, για το πώς έχτισε η κυρία-Τσάτσου το καμπαναριό της Υπαπαντής, για τα ‘αθώα’ ραντεβουδάκια της, όλη η παρέα μαζί, στις ψαροταβέρνες στο Φανάρι με ποδήλατα κι αφετηρία το Ρολόι. Όταν μεγάλωσα και της έλεγα ότι αυτά ήτανε στην πραγματικότητα ραντεβού για ένα στα γρήγορα στα Χίλια Δέντρα, γινόταν έξω φρενών – τουλάχιστον δεν μπορούσε να απειλεί πως δεν θα με ταΐζει πια, ούτε πως θα με ρίξει στη σόμπα από τη μαντεμένια της τρύπα, από πάνω, όπου πάντοτε καθόταν ητσαγιέρα. Ο πατέρας έβγαινε από το δωμάτιο για να πάει ‘να ξεσκάσει’, μύριζε ανεπαίσθητα καμένο κασμήρι από την ηλεκρική θερμάστρα και εργένικη μπαγιατίλα, μόλις τόσο δα, κάτω από την ‘κολώνϊα’.
Γλαρώνω και σχεδόν κοιμάμαι στο ντεσεβώ. Δεν βλέπω όνειρα – ευτυχώς. Φιλιόμαστε σαν σε όνειρο, η πόρτα του ασανσέρ κλείνει, πότε άνοιξε; πότε μπήκα; Και μόλις που με ξυπνάει η επαφή με το κρεβάτι. Όχι για πολύ όμως."
11.5.07
Purovision
Η ωραιότερη εισαγωγή ελληνικού τραγουδιού! Και Μάρω Κοντού! Και Χορν! Και ο Φάουστ! Και χάπυ εντ! Και πολλά σεξουαλικά υπονοούμενα (στην ταινία αυτά, όχι στο τραγούδι).
9.5.07
Κραουνάκης
Έχω φτάσει στο συμπέρασμα ότι μεταξύ του να πουλάς μούρη και του να σε σέβονται ισχύει σχέση συνεπαγωγής. Δηλαδή: αν πουλάς μούρη, τότε σε σέβονται. Επίσης εικάζω ότι αυτό χαρακτηρίζει την ελληνική πραγματικότητα.
Τα σκεφτόμουν αυτά με αφορμή τον Κραουνάκη μέσα από τα γραπτά του στην ΑΒού και κάποιες συνεντεύξεις του. Τον άνθρωπο δεν τον γνωρίζω προσωπικά -- όπως και κανέναν άλλο που αναφέρω σε αυτό το ποστάκι. Η μουσική και τα τραγούδια του δε μου αρέσουν ιδιαιτέρως, μάλιστα προτιμώ τον Χατζιδάκι και τον προκουρεματικό Σαββόπουλο. Ωστόσο, ο Κραουνάκης ως άνθρωπος (δηλαδή μέσα από τα γραπτά και τις συνεντεύξεις) και καλλιτέχνης (δηλαδή μέσα από τα γραπτά και τη μουσική) αναδίδει ανελλιπώς μια πολύ διακριτική ευωδιά καλοσύνης (περίεργη λέξη! άσε που έχω χρόνια να την αποδώσω σε άνθρωπο).
Πέραν της καλοσύνης του Σταμάτη Κραουνάκη, πραγματικής ή πλασματικής, ο άνθρωπος είναι πολύ σημαντικός, ταλαντούχος και ώριμος συνθέτης. Γιατι λοιπόν πότε-πότε πιάνω μερικούς να τον σνομπάρουν, να τον παραγνωρίζουν ή και να τον χλευάζουν; Δεν μπορεί να φταίει κάποιος από τους προφανείς στόχους της νεοελληνικής κακοήθειας και μικροπρέπειας, αλλιώς θα τύχαινε παρόμοιας μεταχείρισης και ο Χατζιδάκις. Δεν μπορεί να εξηγείται το σνομπάρισμα του Κραουνάκη με βάση το ότι αποφεύγει τη μεγάλη φόρμα, την αγάπη του προς το παστίς, τη μελωδική απλότητά (;) του και τις αβασάνιστες (;;) αρμονίες του, γιατί και σ' αυτή την περίπτωση θα σνομπαριζόταν και ο Σαββόπουλος αλλά και -- τώρα που το σκέφτομαι -- ο Χατζιδάκις.
Καταλήγω στο ότι ο Κραουνάκης πάσχει από το εξής: δεν είναι βαρύγδουπος και πομπώδης, δε μεγαλαυχεί, δεν παίρνει τον εαυτό του τόσο πολύ στα σοβαρά, δεν πουλάει όραμα, ουσία, καλλιτεχνοσύνη και σπουδαιότητα δώθε-κείθε. Παραμένει γήινος κι ανθρώπινος, και ως μουσικός και ως άνθρωπος. Επίσης, χαμογελάει και γελάει. Αυτο το τελευταίο το έχει καταγράψει και η κάμερα.
Ε, είναι να τον παίρνει κανείς στα σοβαρά;
Τα σκεφτόμουν αυτά με αφορμή τον Κραουνάκη μέσα από τα γραπτά του στην ΑΒού και κάποιες συνεντεύξεις του. Τον άνθρωπο δεν τον γνωρίζω προσωπικά -- όπως και κανέναν άλλο που αναφέρω σε αυτό το ποστάκι. Η μουσική και τα τραγούδια του δε μου αρέσουν ιδιαιτέρως, μάλιστα προτιμώ τον Χατζιδάκι και τον προκουρεματικό Σαββόπουλο. Ωστόσο, ο Κραουνάκης ως άνθρωπος (δηλαδή μέσα από τα γραπτά και τις συνεντεύξεις) και καλλιτέχνης (δηλαδή μέσα από τα γραπτά και τη μουσική) αναδίδει ανελλιπώς μια πολύ διακριτική ευωδιά καλοσύνης (περίεργη λέξη! άσε που έχω χρόνια να την αποδώσω σε άνθρωπο).
Πέραν της καλοσύνης του Σταμάτη Κραουνάκη, πραγματικής ή πλασματικής, ο άνθρωπος είναι πολύ σημαντικός, ταλαντούχος και ώριμος συνθέτης. Γιατι λοιπόν πότε-πότε πιάνω μερικούς να τον σνομπάρουν, να τον παραγνωρίζουν ή και να τον χλευάζουν; Δεν μπορεί να φταίει κάποιος από τους προφανείς στόχους της νεοελληνικής κακοήθειας και μικροπρέπειας, αλλιώς θα τύχαινε παρόμοιας μεταχείρισης και ο Χατζιδάκις. Δεν μπορεί να εξηγείται το σνομπάρισμα του Κραουνάκη με βάση το ότι αποφεύγει τη μεγάλη φόρμα, την αγάπη του προς το παστίς, τη μελωδική απλότητά (;) του και τις αβασάνιστες (;;) αρμονίες του, γιατί και σ' αυτή την περίπτωση θα σνομπαριζόταν και ο Σαββόπουλος αλλά και -- τώρα που το σκέφτομαι -- ο Χατζιδάκις.
Καταλήγω στο ότι ο Κραουνάκης πάσχει από το εξής: δεν είναι βαρύγδουπος και πομπώδης, δε μεγαλαυχεί, δεν παίρνει τον εαυτό του τόσο πολύ στα σοβαρά, δεν πουλάει όραμα, ουσία, καλλιτεχνοσύνη και σπουδαιότητα δώθε-κείθε. Παραμένει γήινος κι ανθρώπινος, και ως μουσικός και ως άνθρωπος. Επίσης, χαμογελάει και γελάει. Αυτο το τελευταίο το έχει καταγράψει και η κάμερα.
Ε, είναι να τον παίρνει κανείς στα σοβαρά;