23.4.08
Murder, Inc.
Αν κάνατε πρόσφατα μια βόλτα στον κοντινότερο πάγκο ενός ενημερωμένου βιβλιοπωλείου θα διαπιστώσατε ότι δύο είδη μυθιστορημάτων ευδοκιμούν στις μέρες μας: εκείνα με «κόρες» στον τίτλο (πέντε μέτρησα τις προάλλες, του μνήμονα, του λοχαγού, του στρατηγού, του αλχημιστή, του διάολος τον πατέρα της) – και τα κάθε λογής αστυνομικά. Φόνοι στην αρχαία Ελλάδα, εγκλήματα στη Ρώμη, δολοφονίες στο Βυζάντιο, serial killers που τεμαχίζουν αβέρτα από τη Σουηδία ως τη Νότια Αφρική, μοναχοί, ψυχολόγοι, ανθρωπολόγοι, ιστορικοί που εξιχνιάζουν σκοτεινές υποθέσεις, ο ελληνικός εκδοτικός χώρος αντιγράφει σταθερά τα τελευταία χρόνια την παγκόσμια λυδία λίθο της οικονομικής επιτυχίας: κλώνοι του Σέρλοκ Χολμς και τα κουλουβάχατα της ιστορίας.
Έχω την αίσθηση ότι το αστυνομικό, όπως και το ιστορικό μυθιστόρημα, γνωρίζουν σήμερα τεράστια άνθηση για δύο κυρίως λόγους. Πρώτον, είναι προσιτά σε ένα ιδιαίτερα ευρύ κοινό: λειτουργώντας συχνά ως εγκυκλοπαιδικοί οδηγοί και κείμενα «μαθητείας» εισάγουν τους αναγνώστες σε κόσμους για τους οποίους γνωρίζουν συνήθως μόνο αδρές λεπτομέρειες. Έπειτα, πρόκειται για έργα χαμηλών απαιτήσεων από άποψης background – τόσο ο ιστορικός όσο και ο αστικός κοινωνικός, κατά βάση, καμβάς, στον οποίο υφαίνεται το αστυνομικό μυθιστόρημα παρέχουν στον επίδοξο συγγραφέα τέτοιο πλήθος επιλογών τόπου, χρόνου και πλοκής, ώστε ο αναγνώστης να αισθάνεται ήδη ικανοποιημένος από τα βασικά στοιχεία, ανεξαρτήτως της πραγματικής ποιότητάς τους. Όταν ο Jed Rubenfeld στέλνει τον Sigmund Freud να κυνηγήσει serial killers στη Νέα Υόρκη ή όταν ο Michael Gregorio ανακατεύει τον Immanuel Kant σε μια Critique of Criminal Reason η προσθήκη ιστορικών προσώπων στο μείγμα αποτελεί το κερασάκι στην τούρτα με τη δημιουργία ενός αστυνομικού υβριδίου στη λογική του lifestyle – οι επώνυμοι πουλάνε.
Εκτός αυτού, το αστυνομικό μυθιστόρημα εμπίπτει πλέον στην κατηγορία του research. Με τον εμπλουτισμό των ανά τον κόσμο αρχείων, τη γενίκευση της πρόσβασης, τη δυνατότητα προσέγγισης αυθεντικών case files που παρέχει σε ορισμένες περιπτώσεις το internet, ο επίδοξος συγγραφέας ενός crime novel δεν χρειάζεται να κοπιάσει υπερβολικά για την επινόηση μιας πλοκής, μπορεί κάλλιστα να αντιγράψει πραγματικές υποθέσεις του παρελθόντος. Δεν απαιτείται να διαθέτει επαγγελματική εμπειρία που να τον βοηθήσει, αρκεί να προσφύγει στις αναμνήσεις ή τα αποτελέσματα της εργασίας κάποιου πρώην επαγγελματία. Δεν είναι καν απαραίτητο να αναλωθεί ο ίδιος στην έρευνα: ως και ο James Ellroy που διακρίνεται σαφώς από τον εσμό των γραφιάδων αναθέτει τη βρώμικη δουλειά της συλλογής των στοιχείων σε «ερευνητές». Και βέβαια καθώς το αστυνομικό μυθιστόρημα κατατάσσεται στα είδη του pulp fiction, όπου ο ρυθμός, η αφηγηματική ταχύτητα και οι ανατροπές της πλοκής μετρούν περισσότερο από την ποιότητα των χαρακτήρων, του ύφους και της γλωσσικής έκφρασης εξακολουθεί να μην χρειάζεται καν να είναι κανείς καλός συγγραφέας για να σταδιοδρομήσει σε αυτό. Σκεφτείτε μόνο τις DaVinciάδες που μας κατακλύζουν τα τελευταία χρόνια.
Είχα κάποτε την τύχη σε ένα signing πριν από μερικά χρόνια να πετύχω τον George Pelecanos με διάθεση για κουβεντολόι. «Μην κοιτάς αυτούς που κάνουν κόλπα και περιπλέκουν τα πράγματα με το κοινωνικό στοιχείο. Εγώ τη βρίσκω με το παλιό καλό pulp αστυνομικό», ήταν η μάλλον απορριπτική του αντίδραση, όταν του ανέφερα τον Ian Rankin. Δεν του είπα αυτό που μου πέρασε από το μυαλό – ότι στο pulp fiction κρυβόταν ανέκαθεν και πολλή σκαρταδούρα…
18.4.08
Χρονομηχανή: tua res agitur
Όσοι Καλαμαράδες κάτω των 30 επισκέπτονται την Κύπρο, παραμυθιάζονται αλύπητα: ακριβά αμάξια! μεγάλα σπίτια! μηδέν έγκλημα! ωραία μαγαζιά! πολλά μαγαζιά! μάρκες! ωραία κυριλλέ κλαμπ! εξαιρετικά φαγάδικα! καλοί μισθοί! (κατά μέσο όρο πάνω από μιάμιση φορά των ελληνικών, ενώ, με εξαίρεση τη στέγη, το κόστος ζωής δεν είναι μιάμιση φορά ακριβότερο). Και είναι και πολύ "της οικογένειας" (ή μάλλον "όλοι μια οικογένεια"). Άσε που, όπως μου είπανε δύο ψυχές, "α, μα εδώ δεν έχει Αλβανούς, ωραία!" Έχει ωστόσο πολλούς Ασιάτες που χτίζουνε κομψές πολυκατοικίες, μαζεύουνε τα γεννήματα, φροντίζουνε τα ζα και μεγαλώνουν τα παιδιά -- όμως δεν ψηλώνει ο νους τους να περνιούνται για τίποτε παραπάνω από 'μαυρήδες' και 'μαυρούες'.
Νομίζω λοιπόν ότι η Κύπρος αποτελεί ένα 'μέλλον' της Ελλάδας όπως θα το ονειρεύονταν πολλοί Έλληνες κάτω των 30 : περίκλειστο, στατικό, οικογενειακό και με κάθε αφθονία. Σπίτια, αμάξια, παπούτσια, ρούχα, τσάντες, γυαλιά ηλίου, κομμωτήρια, γυμναστήρια, πλαστικές σακούλες γεμάτες ψώνια, κωλάδικα, τρία κουτσούβελα παρκαρισμένα στη γιαγιά ή στη σριλανκέζα. Ταξίδια για ψώνια. Λεφτά. Οικονομική σταθερότητα.
Νομίζω όμως ότι η Κύπρος αποτελεί ένα (πιθανό) μέλλον της Ελλάδας και με έναν άλλο τρόπο: μείναμε, που λέτε, και επισήμως από νερό. Μέχρι πέρσι δίναν άδειες για γήπεδα γκολφ. Παντού βλέπεις πισίνες, ακόμα και στα 10 μέτρα από τη θάλασσα. Βεβαίως έχουμε ανομβρία εδώ και τέσσερα χρόνια, αλλά η κυβέρνηση του Δακρυσμένου Εθνάρχου "περίμενε ότι θα βρέξει". Έτσι λένε, τουλάχιστον, δεν πρέπει να παίρνει κανείς τοις μετρητοίς ό,τι ακούει στη Μεγαλόνησο (ή από τα ΜΜΕ της Ελλάδας...). Πάντως δεν έκαναν τίποτα, κάτι εργοστάσια αφαλάτωσης τα άφησαν στα χαρτιά.
Τα σαΐνια της νέας κυβέρνησης, που παρέλαβαν χάος, σκέφτηκαν να φέρουνε νερό με τάνκερ από τον Λίβανο, μέχρι που κυκλοφόρησε ότι είναι πήχτρα στα τοξικά. Τώρα, λέει, θα φέρουν από την Ελλάδα. Μάλιστα σκέφτονται να φτιάξουν υποθαλάσσιο αγωγό (από την Ελλάδα). Η γεωργική παραγωγή ήδη έχει καταστραφεί εκτενώς, εκτός από την Πάφο (αυτοί έχουνε νερό,
Οι υπόλοιποι υδροδοτούμαστε στάγδην για οχτώ ώρες μέρα παρά μέρα: αν και όλα τα σπίτια έχουνε δεξαμενές, η στάθμη δεν ανεβαίνει παντού αρκετά για να τις γεμίσει. Η φίλη μου η Μαρία πλένεται στο γυμναστήριο.
Σήμερα ανακοινώσαν ότι κι αυτές οι οχτώ ώρες δεν είναι ρεαλιστικές. Στεγνώσαμε.
Όσοι λοιπόν ονειρεύονται την κυπριακή ουτοπία, με δεδομένη την επιδεξιότητα και την αξιοπιστία των ηγεσιών μας στην Ελλάδα, να προσέξουνε μην τους προκύψει μόνον ως προς τη λειψυδρία.
15.4.08
Former Yugoslav Republic of Montenegro
Δεν έχω κόλλημα με το Μακεδονικό. Ο βαλκανικός ακάλυπτος της Ελλάδας (εκεί όπου τινάζουμε τις κουρελούδες κι όπου τρώνε πίτες, κρέατα, βουτύρατα και μπούκοβο) με συναρπάζει, τον αγαπώ σαν τοπίο, αλλά μου είναι τόσο ξένος ίσως όσο και η Κύπρος.
Το Μακεδονικό είναι τελικά πρόβλημα-οπερέττα, όπως τα Ευαγγελικά και τα Ορεστειακά. Πρόκειται μάλιστα (για την Ελλάδα) για ακόμα πιο οπερεττικό πρόβλημα, αφού (δόξα Σοι ο Θεός) δε σκοτώθηκε κανένας εξαιτίας αυτής της διένεξης. Όλος ο κόσμος ξέρει (στον βαθμό που ασχολείται) πού είναι η Μακεδονία, ποιοι είναι Μακεδόνες, ποιοι μιλάνε μακεδονικά -- και ότι η Ελλάς έχει κάποιες αντιρρήσεις. Εμείς παίζουμε τη λατέρνα ωσάν τον Αυλωνίτη, που λένε τα Ημισκούμπρια. Άλλωστε, όταν μπορούσαμε να επιβάλουμε (ηγεμονικά, όπως είπε ένας διαδηλωτής στα Σκόπια χτες βράδυ, αλλά εύκολα) μια αξιοπρεπή ονομασία τύπου 'Μακεδονία του Βαρδάρη', εμείς διαλέξαμε το 'FYROM'. Όταν ο πρεσβευτής (ω, μπαρδόν, 'επιτετραμμένος') της Ακατονομαστίας είπε
Ποτέ δεν αρνήθηκα πρόκληση με το προσωρινό όνομα, παρά την προσβλητική του φύση και δεν δέχτηκα ποτέ πρόσκληση με το ακρώνυμο FYROM, το οποίο είναι ακόμα πιο προσβλητικό και άνευ νοήματος...το δελτίο ειδήσεων της ΝΕΤ (η τελευταία νησίδα σωφροσύνης στην ελληνική τηλεόραση μέχρι πρόσφατα) τον έλουσε πατόκορφα. Μα πράγματι, πρόκειται για προσβλητική ονομασία: ποια χώρα αποκαλείται με προσδιορισμό της πρότερης πολιτικής της κατάστασης; Ακόμα και το Κοσσυφοπέδιο (με την εξαμβλωματική του σημαία -- θυμηθείτε τι είδους κράτη βάζουν χάρτες στη σημαία τους) λέγεται 'Κόσοβο', όχι 'πρώην σερβική αυτόνομη επαρχία Κοσσυφοπεδίου και Μετοχίων' (πάντως λεγότανε 'ΚοσΜέτ' επί Τίτο, ίσως για να ακούγεται όπως το 'ΚολΧόζ').
Έχω κουραστεί να ασχολούμαι με αυτό το ζήτημα λοιπόν. Όπως είπα, ζούμε στον κόσμο της Κουκουρούκου και τσακωνόμαστε χωρίς λόγο. Η χώρα κάνει διπλωματία άνευ αντικειμένου: αντί να κοιτάξει να ισχυροποιήσει τη θέση της (ή ό,τι κάνει η διπλωματία, τέλος πάντων) και να κερδήση τον κόσμον όλον (και ζημιωθή την ψυχήν αυτής), ασχολείται με το να μαζέψει τον αμάζευτο. Παράλληλα, οι οργανικοί διανοούμενοί μας κορυβαντιούν -- και νομίζουν κι ότι είναι αντι-ιμπεριαλιστές κιόλας.
Ο λόγος που τελικά βαυκαλίζομαι είναι ότι -- κατά βάθος -- είμαι πατριώτης. Κατά βάθος ζηλεύω τους Ισπανούς, που στο τέλος θα γίνουν άνθρωποι, δηλαδή, έτσι πώς πάνε. Κατά βάθος θέλω να μην κάνει (πια) η Ελλάδα όσα διαπράττουν οι άλλοι ή όσα κακώς διέπραξε στο παρελθόν. Ονειρεύομαι, δηλαδή.
Καλός μαλάκας κι εγώ, δηλαδή.
13.4.08
Eu sou assim
Τα μουσικά μου γούστα είναι μια μεγάλη και πονεμένη ιστορία. Δε σκαμπάζω καθόλου από θεωρία της μουσικής (αν και υπάρχουν απόφοιτοι ωδείων που... άσε, σκάω) και ακούω μουσική όπως τρώω: με δοκιμή και πλάνη. Όπως όμως και με το φαγητό, υπάρχουνε πράγματα που δε ζυγώνω (τουλάχιστον για τα τεριρέμ και τον πτωχοαλαζόνα τα έχουμε πει).
Επίσης δε μου πολυαρέσουν τα (πολύ) ελαφρά, τα (πολύ) μονότονα και τα προβλέψιμα πράματα, όταν μπορώ δηλαδή να συμπληρώσω τη μουσική φράση ή να προβλέψω με επιτυχία το στιχάκι. (Μια εξαίρεση κάνω για την τρανς, αυτό όμως είναι άλλο ποστάκι.) Γι' αυτό λοιπόν αποφεύγω τις λαουντζιές και τα αεριούχα δροσιστικά.
Όταν ο Μαίανδρος (παλιός μπλογκάς -- αυτός το 'κλεισε κι ησύχασε όμως) μάς έφερε κάτι μποσανόβες ψιλοξίνισα. Πλην όμως, είχα πρόσφατα δει ένα ντοκυμαντέρ για τον Vinicius de Moraes, οπότε είπα, δεν κάθομαι να ακούσω το σιντί; Η νεοαποκτημένη ανοχή μου απέναντι σε πιο θερινά-πλαζάτα ακούσματα εικάζεται πάντως ότι οφείλεται και στην έκθεσή μου στην ψυχοτρόπο ουσία θασκασαλίνη -- ωστόσο ποτές δεν πρέπει να μπερδεύουμε τα μετάλλια με τις ντόπες.
Ακούω το σιντί και κολλάω με το Meu Mundo e Hoje (το οποίο είναι κλασσικό άσμα, απ' ό,τι μου λένε κάτι βραζιλοθρεμμένοι, κάτι σαν το 'τα ματόκλαδά σου λάμπουν' της Βραζιλίας), εδώ με την Eliete Negreiros. Σας το προσφέρω.
Οι στίχοι τώρα. Τα πορτογαλικά μου είναι, ε... ναι. Οπότε, θα σας κάνω μια μερική ελεύθερη μετάφραση από όσα πιάνω, σαν να πρόκειται για σπάραγμα από σκωροφαγωμένο χειρόγραφο ή για κάτι γραμμένο στη Γραμμική Βήτα. Έτσι βγάζανε παλιά στίχους από εγγλέζικα τραγούδια. Άμα μπορείτε, βοηθάτε
Eu sou assim, quem quiser gostar de mim eu sou assim.
Eu sou assim, quem quiser gostar de mim eu sou assim.
Meu mundo é hoje não existe amanhã pra mim
Eu sou assim, assim morrerei um dia.
Não levarei arrependimentos nem o peso da hipocrisia.
Tenho pena daqueles que se agaixam até o chão
Enganando a si mesmo por dinheiro ou posição
Nunca tomei parte desse enorme batalhão,
Pois sei que além de flores, nada mais vai no caixão.
Eu sou assim, quem quiser gostar de mim eu sou assim.
Έτσι ειμαι εγώ, για όποιον θε να μάθει, έτσι είμαι εγώ
Έτσι ειμαι εγώ, για όποιον θε να μάθει, έτσι είμαι εγώ
Για το σήμερα ζω και για μένα αύριο δεν υπάρχει
Έτσι είμαι εγώ κι έτσι μια μέρα θα πεθάνω.
Δε σηκώνω μεταμέλειες ούτε το βάρος της υποκρισίας.
[...]
Να πουλιέμαι για τα λεφτά ή τις τιμές τους
Ποτέ δεν πρόκειται να μπω σ' αυτό το πανηγύρι
[...]
Έτσι ειμαι εγώ, για όποιον θε να μάθει, έτσι είμαι εγώ
7.4.08
Equus albus
La gravité insoutenable d'être (une espèce de badaud)
3.4.08
Ζυγιστική λεπτομέρεια
Πολλοί από τους παραπάνω, όμως, κόπτονται και οιμώζουν για την πληθυσμιακή αλλοίωση του Κοσσυφοπεδίου τα τελευταία 80 χρόνια.
2.4.08
Μικρή νεκρολογία για ένα οδόφραγμα
Αύριο 3 Απριλίου στις 9 το πρωί θα ανοίξει το οδόφραγμα της Οδού Λήδρας στη Λευκωσία.
Το οδόφραγμα, το οποίο έστησαν οι δικοί μας το 1963, ήτανε για χρόνια το μόνο αξιοθέατο της Λευκωσίας (τώρα δεν έχει μείνει κανένα, εκτός ίσως από το άγαλμα του Μπάτμαν): έφερναν με τα πούλμαν τους τουρίστες από την Αγιάναπα, τη Λεμεσό και την Πάφο για να δούνε τον δρόμο που κοβότανε στη μέση, το δράμα της διαιρεμένης πρωτεύουσας, μετά τους τάιζαν κυπριακό σουβλάκι και τους ξαπέστελναν από κει που 'ρθαν.
Πραγματικά ήτανε φρικτό θέαμα (για όποιον τουλάχιστον δεν έχει δει την κλειστή πόλη της Αμμοχώστου, το Βαρώσι -- ακόμα και στο γεωπολιτικό γκραν-γκινιόλ υπάρχουν διαβαθμίσεις), τα δύο πρώτα χρόνια μου εδώ με ενοχλούσε και με πονούσε.
Αφήνω κατά μέρος τις αναλύσεις και τις βιωματικές παλάβρες. Ελπίζω στο νέο άνοιγμα της πράσινης γραμμής, στο κέντρο της πόλης, να αρχίσει να ξαναζεί η πόλη αυτή (της οποίας το χιλιομετρικό σημείο μηδέν είναι πάντα "από κει", στην Πλατεία Σαραγιού / Ατατούρκ). Ελπίζω ο κοινός χώρος που θα δημιουργηθεί (όπως πάρα πολύ εύστοχα επισήμανε ο Γρηγόρης Ιωάννου) να γίνει χώρος (επανα)σύνδεσης κι όχι απλώς (επανα)προσέγγισης: άλλωστε, μετά την αγυρτεία του 2004, τα περιθώρια είναι πια στενά: είτε οι δύο κοινότητες θα συνυπάρξουν, είτε θα αποκτήσουμε κι άλλα κρατίδγια δίπλα στο Μαυροβούνιο, το Κοσσυφοπέδιο, την Αμπχαζία και την Οσσετία...