29.3.05
Second inning/this is not a post song...
Παρατηρήσεις αποσπασματικές αναγκαστικά, για να προσθέσω τα σχόλιά μου μόνο, ή να προεκτείνω με τη δική μου ματιά λίγα από όσα πολλά και πολύ μεστά θίγει ο Sraosha.
1) Ας προσπαθήσουμε να αφήσουμε κατά μέρος κάποιες πλατιές έννοιες καταρχήν. Είναι χρήσιμες για να συνεννοούμαστε, αλλά δεν προσφέρονται για αφαιρετικές γενικεύσεις ή αφοριστικές καθολικές κρίσεις. Ούτε η «Ευρώπη» είναι μία, ενιαία και αδιαίρετη, ούτε έζησε στον ίδιο βαθμό τις μεγάλες τομές της σύγχρονης εποχής ούτε αποτελεί σήμερα έναν ονειρεμένο παράδεισο ευταξίας στον οποίο θα αντιπαρατάξουμε την πλήρως οπισθοδρομική Ελλάδα. Διαφοροποιήσεις υπάρχουν από τόπο σε τόπο και από κοινωνία σε κοινωνία, εντός του ίδιου τόπου και εντός της ίδιας κοινωνίας. Συντηρητικά και προοδευτικά στοιχεία υπάρχουν παντού, άλλοτε επιβάλλονται τα μεν, άλλοτε κυριαρχούν τα δε, το ίδιο και εδώ. Η Φινλανδία είναι καλό παράδειγμα, αλλά οι συχνές ρατσιστικές συγκρούσεις με τους pieds-noirs στην καρδιά της πεφωτισμένης Γαλλίας δεν είναι ακόμα καλύτερο; Να θεωρήσουμε από αυτό συλλήβδην τους Γάλλους ρατσιστές ή να μυκτηρίσουμε μήπως τη δυσανεκτική πολιτισμική τους παράδοση;
2) «Γιατί είναι χάλια...» Θα αφήσω προσωπικά τον 20ό αιώνα και θα πάω πιο πίσω, στις απαρχές μιας στρεβλής δομής. Η Νοτιανατολική Ευρώπη, και η Ελλάδα ως τμήμα της, βίωσε επιδερμικά και τον Διαφωτισμό και τη Βιομηχανική Επανάσταση. Οι ιστορικές προϋποθέσεις ήταν δυσμενέστερες και η βάση του τμήματος των ηγεσιών που ανέλαβαν να πραγματοποιήσουν το εγχείρημα ήταν στενότερη από ότι στις δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες. Ωστόσο, εκείνο που μου κάνει εντύπωση προσωπικά είναι ότι η εισαγωγή και η διάχυση στην ελληνική κοινωνία εννοιών-κλειδιά για την πολιτική σκέψη, την κοινωνική οργάνωση και την ιδεολογική συγκρότηση υπήρξε αποσπασματική, κατακερματισμένη και, κυρίως, με σαφή αποστροφή προς τη συστηματική σκέψη. Με άλλα λόγια επιλέξαμε να έχουμε διαφωτισμό, ρομαντισμό, σοσιαλισμό, εκβιομηχάνιση, θεσμούς à la carte. Οι λόγοι; Πολλαπλοί. Δύο μόνο επισημάνσεις όμως, ενδεικτικές, για να μη μακρηγορούμε. 1) Υπήρξε τον 19ο αιώνα μια συνειδητή προσπάθεια να περιοριστούν οι ρήξεις και να οικοδομηθεί μια κοινωνική και πολιτική συνοχή που δεν υπήρχε στον απόηχο της επανάστασης. Χωρίς ρήξεις όμως, παρά μόνο στο προσωπικό επίπεδο, δεν υφίσταται ανανέωση σε επίπεδο ιδεών, αξιών, πολιτικής δράσης: στην Ελλάδα διαιωνίστηκαν απηρχαιωμένες κοινωνικές δομές και δεν υπήρξε 1848. (Παρεμπιπτόντως, οι ίδιοι που ζητούν διακαώς «ενότηταν», αλλού διαμαρτύρονται συνήθως για την «καχεξίαν» της χώρας...) 2) Το ελληνικό κράτος-έθνος/nation-state αναπτύχθηκε μάλλον σε διάστιξη παρά σε σύμπηξη των δύο συνθετικών του όρου. Η νομή του κράτους υπήρξε το διαρκές διακύβευμα ενώ συγκροτούνταν μια συμπαγής εθνική ιδεολογία, που όμως απαξίωνε τον ίδιο της τον φορέα: Το «ελεεινόν κρατίδιον» ασφυκτιά μέσα στα «επικατάρατα» συνορά του, άθυρμα των αδίστακτων Ευρωπαίων και των ιδιοτελών κυβερνώντων των οποίων τα συμφέροντα κατά τον Ε. Ροίδη είναι «εκ διαμέτρου αντίθετα προς τα συμφέροντα του έθνους και του Ελληνισμού». Το αληθινό έθνος είναι το ευρύτερο, ο «Ελληνισμός», του οποίου το ασαφές περίγραμμα και οι πολλαπλές χρήσεις καθιστούν δυνατή την ευκολία της ρητορείας...
1) Ας προσπαθήσουμε να αφήσουμε κατά μέρος κάποιες πλατιές έννοιες καταρχήν. Είναι χρήσιμες για να συνεννοούμαστε, αλλά δεν προσφέρονται για αφαιρετικές γενικεύσεις ή αφοριστικές καθολικές κρίσεις. Ούτε η «Ευρώπη» είναι μία, ενιαία και αδιαίρετη, ούτε έζησε στον ίδιο βαθμό τις μεγάλες τομές της σύγχρονης εποχής ούτε αποτελεί σήμερα έναν ονειρεμένο παράδεισο ευταξίας στον οποίο θα αντιπαρατάξουμε την πλήρως οπισθοδρομική Ελλάδα. Διαφοροποιήσεις υπάρχουν από τόπο σε τόπο και από κοινωνία σε κοινωνία, εντός του ίδιου τόπου και εντός της ίδιας κοινωνίας. Συντηρητικά και προοδευτικά στοιχεία υπάρχουν παντού, άλλοτε επιβάλλονται τα μεν, άλλοτε κυριαρχούν τα δε, το ίδιο και εδώ. Η Φινλανδία είναι καλό παράδειγμα, αλλά οι συχνές ρατσιστικές συγκρούσεις με τους pieds-noirs στην καρδιά της πεφωτισμένης Γαλλίας δεν είναι ακόμα καλύτερο; Να θεωρήσουμε από αυτό συλλήβδην τους Γάλλους ρατσιστές ή να μυκτηρίσουμε μήπως τη δυσανεκτική πολιτισμική τους παράδοση;
2) «Γιατί είναι χάλια...» Θα αφήσω προσωπικά τον 20ό αιώνα και θα πάω πιο πίσω, στις απαρχές μιας στρεβλής δομής. Η Νοτιανατολική Ευρώπη, και η Ελλάδα ως τμήμα της, βίωσε επιδερμικά και τον Διαφωτισμό και τη Βιομηχανική Επανάσταση. Οι ιστορικές προϋποθέσεις ήταν δυσμενέστερες και η βάση του τμήματος των ηγεσιών που ανέλαβαν να πραγματοποιήσουν το εγχείρημα ήταν στενότερη από ότι στις δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες. Ωστόσο, εκείνο που μου κάνει εντύπωση προσωπικά είναι ότι η εισαγωγή και η διάχυση στην ελληνική κοινωνία εννοιών-κλειδιά για την πολιτική σκέψη, την κοινωνική οργάνωση και την ιδεολογική συγκρότηση υπήρξε αποσπασματική, κατακερματισμένη και, κυρίως, με σαφή αποστροφή προς τη συστηματική σκέψη. Με άλλα λόγια επιλέξαμε να έχουμε διαφωτισμό, ρομαντισμό, σοσιαλισμό, εκβιομηχάνιση, θεσμούς à la carte. Οι λόγοι; Πολλαπλοί. Δύο μόνο επισημάνσεις όμως, ενδεικτικές, για να μη μακρηγορούμε. 1) Υπήρξε τον 19ο αιώνα μια συνειδητή προσπάθεια να περιοριστούν οι ρήξεις και να οικοδομηθεί μια κοινωνική και πολιτική συνοχή που δεν υπήρχε στον απόηχο της επανάστασης. Χωρίς ρήξεις όμως, παρά μόνο στο προσωπικό επίπεδο, δεν υφίσταται ανανέωση σε επίπεδο ιδεών, αξιών, πολιτικής δράσης: στην Ελλάδα διαιωνίστηκαν απηρχαιωμένες κοινωνικές δομές και δεν υπήρξε 1848. (Παρεμπιπτόντως, οι ίδιοι που ζητούν διακαώς «ενότηταν», αλλού διαμαρτύρονται συνήθως για την «καχεξίαν» της χώρας...) 2) Το ελληνικό κράτος-έθνος/nation-state αναπτύχθηκε μάλλον σε διάστιξη παρά σε σύμπηξη των δύο συνθετικών του όρου. Η νομή του κράτους υπήρξε το διαρκές διακύβευμα ενώ συγκροτούνταν μια συμπαγής εθνική ιδεολογία, που όμως απαξίωνε τον ίδιο της τον φορέα: Το «ελεεινόν κρατίδιον» ασφυκτιά μέσα στα «επικατάρατα» συνορά του, άθυρμα των αδίστακτων Ευρωπαίων και των ιδιοτελών κυβερνώντων των οποίων τα συμφέροντα κατά τον Ε. Ροίδη είναι «εκ διαμέτρου αντίθετα προς τα συμφέροντα του έθνους και του Ελληνισμού». Το αληθινό έθνος είναι το ευρύτερο, ο «Ελληνισμός», του οποίου το ασαφές περίγραμμα και οι πολλαπλές χρήσεις καθιστούν δυνατή την ευκολία της ρητορείας...
3) Τέλος, για την ώρα, ζούμε στον 19ο αιώνα; Όχι. Οι σημερινές δομές όμως έχουν προϊστορία και οι μεταβολές που τις χαρακτήρισαν δεν απέκτησαν ποτέ ριζικό χαρακτήρα. Σχηματικό μεν αυτό που θα πω, αλλά ακόμα και το 1974 δεν υπήρξε εξέγερση, έγινε Μεταπολίτευση...
28.3.05
Τόσο χάλια, πια;
ή "Προ πάντων ψυχραιμία."
Γράφω εξ αφορμής πρόσφατων αγανακτισμένων σημειωμάτων του κρεϊζιμόνκυ (που απηχεί και παραθέτει Δήμου) καθώς και της Σοφίας Nervosa. Παραπονιούνται πως ζούμε στον Μεσαίωνα στην Ελλάδα, πως η Αναγέννηση και ο Διαφωτισμός αργούνε, πως μας κυβερνούν οι παπάδες (οι δεσποτάδες, μάλλον, μακάρι να μας κυβερνούσαν οι παπάδες -- που λέει ο λόγος). Κατ' επέκταση: η Ελλάδα είναι βαθύτατα συντηρητική (έως και οπισθοδρομική) κοινωνία, με ρατσιστικά αντανακλαστικά.
Δεν είμαι ιστορικός (ο Rakasha τα παίζει αυτά στα δάχτυλα: όταν μιλήσει ούτος εκείνος, όλα θα ξεκαθαρίσουνε), όμως έχω κάποιες παρατηρήσεις (ένα σχόλιο που έκανα στο πάντα ενδιαφέρον Don't Kiss the Frog σε διευρυμένη μορφή):
1. Μεσαίωνας: ο Μεσαίωνας ήτανε μια χαρά εποχή, από πολλές απόψεις. Ωστόσο, για να μην παριστάνω τον εξωγήινο, μπαίνω στην ουσία. Κατ' αρχήν, να επισημάνω πως χώρες όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία, αλλά και κομμάτια της Ιταλίας, της Μεσευρώπης και αλλού, μοιάζουνε σαν να πέρασαν από τον Μεσαίωνα στο μπαρόκ κατευθείαν. Τις καθιστά αυτό πιο πεφωτισμένες από την Ελλάδα; Πρέπει να αφήσουμε τα γενικευτικά σχήματα και να κοιτάξουμε και την πρόσφατη ιστορία: η Φινλανδία γνώρισε Αναγέννηση και Διαφωτισμό; Μάλλον όχι με τη μορφή που τον γνώρισε η Γαλλία. Είναι η Φινλανδία οπισθοδρομική; Ε, όχι.
2. Παπάδες: η ύπαρξη επίσημης θρησκείας δεν είναι αφ' εαυτής σημάδι σκοταδισμού και γνόφου αγνοίας (αν και εμένα δε μ' αρέσει, άσχετο): Δανία, Ισλανδία και Νορβηγία έχουν επίσημη θρησκεία τον Ευαγγελικό Λουθηρανισμό. Μάλιστα, όσοι Δανοί πολίτες δηλώνουν Λουθηρανοί, πληρώνουν έξτρα ειδικό φόρο προς συντήρηση της Ευαγγελικής Εκκλησίας (ωστόσο, ελάχιστοι δηλώνουν άθεοι ή "άλλο", ακόμη και εάν όντως άθεοι ή "άλλο", για το φιλότιμο!). Η Ισπανία, η Ιρλανδία, η Πορτογαλία, η Ιταλία και το κρατίδιο της Βαυαρίας δεν έχουν επίσημη θρησκεία: εκεί ωστόσο η επιρροή της επίσημης Εκκλησίας στην πολιτική και κοινωνική ζωή είναι ισχυρότατη και, εν πολλοίς, αποπνικτική. Ανεκδοτολογικότερα: δεν έχω συναντήσει πολλές ελληνίδες ευνουχισμένες από μονογαμικά κηρύγματα θρησκευτικού χαρακτήρα, ισπανίδες και ιταλίδες πάμπολλες. Τέλος, κανείς δεσπότης δεν τόλμησε (κι ούτε πια πρόκειται να το τολμήσει, ευτυχώς!) να παροτρύνει ανοιχτά το ποίμνιο να ψηφίσει τον τάδε ή τον δείνα εάν θέλει να πράξει το "χριστιανικό καθήκον" του, όπως είθισται στην Ισπανία, στην Ιρλανδία και την Ιταλία ή και (πρόσφατα) στη Βρετανία.
3. Συντηρητισμός-ξενοφοβία: από πού να αρχίσει κανείς. Από όσα είπα παραπάνω για τις ιταλίδες και τις ισπανίδες; Από τους Αυστριακούς, βαθύτατα συντηρητικούς και ξενόφοβους; Από τους Ισλανδούς και τους Δανούς, σχεδόν εξίσου συντηρητικούς και ξενόφοβους, αν και πιο διακριτικούς; Από τους Τσιγγανοφάγους Τσέχους, Σλοβάκους και άλλους; (εκεί πάντως έφτασαν όλα τα σωστά προϊόντα: Αναγέννηση, Τριακονταετής Πόλεμος, μπαρόκ, Διαφωτισμός, κομμουνισμός...). Να αρχίσω λοιπόν από τους Ελβετούς, που με πρόσφατο δημοψήφισμα αρνήθηκαν ακόμα μια φορά την ελβετική υπηκοότητα σε παιδιά μεταναστών.
Τι φταίει στην Ελλάδα; Γιατί η Ελλάδα είναι όντως χάλια. Νομίζω πως φταίει (πέρα από τη ζοφερά αιμοδιψή μας ιστορία κατά τον 20ο αιώνα) η έλλειψη counter culture (ελληνιστί;). Κάποτε αυτόν τον ρόλο τον έπαιζε η αριστερά. Η αριστερά όμως πια έχει παραδοθεί αμαχητί στον αντιευρωπαϊσμό-πατριωτισμό, στο αξιακό-ιδεολογικό σύστημα Ζουράρι-Γιανναρά-Μίκη καθώς και κάτι λάβρους αντισιωνιστές. Εδώ δεν επεκτείνομαι: βλέπε το Ιστολόγιο, το Περιγλώσσιο, τον anti-Frog, ένα δικό μου πρόσφατο -- και άλλους πολλούς.
Και τώρα περιμένουμε να μιλήσει και ο Rakasha.
Γράφω εξ αφορμής πρόσφατων αγανακτισμένων σημειωμάτων του κρεϊζιμόνκυ (που απηχεί και παραθέτει Δήμου) καθώς και της Σοφίας Nervosa. Παραπονιούνται πως ζούμε στον Μεσαίωνα στην Ελλάδα, πως η Αναγέννηση και ο Διαφωτισμός αργούνε, πως μας κυβερνούν οι παπάδες (οι δεσποτάδες, μάλλον, μακάρι να μας κυβερνούσαν οι παπάδες -- που λέει ο λόγος). Κατ' επέκταση: η Ελλάδα είναι βαθύτατα συντηρητική (έως και οπισθοδρομική) κοινωνία, με ρατσιστικά αντανακλαστικά.
Δεν είμαι ιστορικός (ο Rakasha τα παίζει αυτά στα δάχτυλα: όταν μιλήσει ούτος εκείνος, όλα θα ξεκαθαρίσουνε), όμως έχω κάποιες παρατηρήσεις (ένα σχόλιο που έκανα στο πάντα ενδιαφέρον Don't Kiss the Frog σε διευρυμένη μορφή):
1. Μεσαίωνας: ο Μεσαίωνας ήτανε μια χαρά εποχή, από πολλές απόψεις. Ωστόσο, για να μην παριστάνω τον εξωγήινο, μπαίνω στην ουσία. Κατ' αρχήν, να επισημάνω πως χώρες όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία, αλλά και κομμάτια της Ιταλίας, της Μεσευρώπης και αλλού, μοιάζουνε σαν να πέρασαν από τον Μεσαίωνα στο μπαρόκ κατευθείαν. Τις καθιστά αυτό πιο πεφωτισμένες από την Ελλάδα; Πρέπει να αφήσουμε τα γενικευτικά σχήματα και να κοιτάξουμε και την πρόσφατη ιστορία: η Φινλανδία γνώρισε Αναγέννηση και Διαφωτισμό; Μάλλον όχι με τη μορφή που τον γνώρισε η Γαλλία. Είναι η Φινλανδία οπισθοδρομική; Ε, όχι.
2. Παπάδες: η ύπαρξη επίσημης θρησκείας δεν είναι αφ' εαυτής σημάδι σκοταδισμού και γνόφου αγνοίας (αν και εμένα δε μ' αρέσει, άσχετο): Δανία, Ισλανδία και Νορβηγία έχουν επίσημη θρησκεία τον Ευαγγελικό Λουθηρανισμό. Μάλιστα, όσοι Δανοί πολίτες δηλώνουν Λουθηρανοί, πληρώνουν έξτρα ειδικό φόρο προς συντήρηση της Ευαγγελικής Εκκλησίας (ωστόσο, ελάχιστοι δηλώνουν άθεοι ή "άλλο", ακόμη και εάν όντως άθεοι ή "άλλο", για το φιλότιμο!). Η Ισπανία, η Ιρλανδία, η Πορτογαλία, η Ιταλία και το κρατίδιο της Βαυαρίας δεν έχουν επίσημη θρησκεία: εκεί ωστόσο η επιρροή της επίσημης Εκκλησίας στην πολιτική και κοινωνική ζωή είναι ισχυρότατη και, εν πολλοίς, αποπνικτική. Ανεκδοτολογικότερα: δεν έχω συναντήσει πολλές ελληνίδες ευνουχισμένες από μονογαμικά κηρύγματα θρησκευτικού χαρακτήρα, ισπανίδες και ιταλίδες πάμπολλες. Τέλος, κανείς δεσπότης δεν τόλμησε (κι ούτε πια πρόκειται να το τολμήσει, ευτυχώς!) να παροτρύνει ανοιχτά το ποίμνιο να ψηφίσει τον τάδε ή τον δείνα εάν θέλει να πράξει το "χριστιανικό καθήκον" του, όπως είθισται στην Ισπανία, στην Ιρλανδία και την Ιταλία ή και (πρόσφατα) στη Βρετανία.
3. Συντηρητισμός-ξενοφοβία: από πού να αρχίσει κανείς. Από όσα είπα παραπάνω για τις ιταλίδες και τις ισπανίδες; Από τους Αυστριακούς, βαθύτατα συντηρητικούς και ξενόφοβους; Από τους Ισλανδούς και τους Δανούς, σχεδόν εξίσου συντηρητικούς και ξενόφοβους, αν και πιο διακριτικούς; Από τους Τσιγγανοφάγους Τσέχους, Σλοβάκους και άλλους; (εκεί πάντως έφτασαν όλα τα σωστά προϊόντα: Αναγέννηση, Τριακονταετής Πόλεμος, μπαρόκ, Διαφωτισμός, κομμουνισμός...). Να αρχίσω λοιπόν από τους Ελβετούς, που με πρόσφατο δημοψήφισμα αρνήθηκαν ακόμα μια φορά την ελβετική υπηκοότητα σε παιδιά μεταναστών.
Τι φταίει στην Ελλάδα; Γιατί η Ελλάδα είναι όντως χάλια. Νομίζω πως φταίει (πέρα από τη ζοφερά αιμοδιψή μας ιστορία κατά τον 20ο αιώνα) η έλλειψη counter culture (ελληνιστί;). Κάποτε αυτόν τον ρόλο τον έπαιζε η αριστερά. Η αριστερά όμως πια έχει παραδοθεί αμαχητί στον αντιευρωπαϊσμό-πατριωτισμό, στο αξιακό-ιδεολογικό σύστημα Ζουράρι-Γιανναρά-Μίκη καθώς και κάτι λάβρους αντισιωνιστές. Εδώ δεν επεκτείνομαι: βλέπε το Ιστολόγιο, το Περιγλώσσιο, τον anti-Frog, ένα δικό μου πρόσφατο -- και άλλους πολλούς.
Και τώρα περιμένουμε να μιλήσει και ο Rakasha.
Τριήμερο σε 25 λέξεις...
1. Ο επετειακός μπακαλιάρος με έκανε να νοσταλγήσω έντονα το fish 'n' chips (salt, no vinegar).
2. Απονενοημένο διάβημα 4Χ4. Ξεκίνησα για τέταρτη φορά το Gravity's Rainbow του Thomas Pynchon, αυτή τη φορά στα ελληνικά και με σημειώσεις. Στην πρώτη ανάγνωση, αν αξιωθώ, θα βγάλω άκρη με το ποιος ήρωας είναι ποιος και τι κάνει (κατά προσέγγιση). Μαθαίνω ότι την πλοκή τη βρίσκει κανείς μόνο με τη δεύτερη και, αν στο ενδιάμεσο ο συγκεκριμένος κανείς σπουδάσει ψυχολογία, μαθηματικά και Γερμανική φιλολογία θα βοηθηθεί...
Βουτιά στην εβδομάδα.
25.3.05
Ω θεοί!
Καλοκαίρι 2003. Λεωφορείο από Κάθισμα προς Λευκάδα. Πήχτρα, δρόμοι στενοί, με στροφές και παρκαρισμένα αυτοκίνητα στα πιο απίθανα σημεία, Ιταλοί μάλλον ;-)
Στον Άγιο Νικήτα μπαίνει μια παρέα. Ένας απ' αυτούς φοράει μαύρα γυαλιά και την πετσέτα του σαν χιτώνα. Προχωρούνε μέσα στην πολυκοσμία, κατά μήκος του διαδρόμου του λεωφορείου. Ξεκινάμε και στο πρώτο, αναπόφευκτο, φρενάρισμα, ο 'αρχαίος' σηκώνει το χέρι. Με επιτονισμό Χάρυ Κλυν και εκφορά Παξινού-Κλυταιμνήστρα ανακράζει:
Ω θεοί!
Απίστευτο γέλιο μέσα στο λεωφορείο, οι ξένοι κοιτάνε σαστισμένοι. Η ατάκα επαναλαμβάνεται σε κάθε στροφή, φρενάρισμα, είσοδο κι άλλων υπεράριθμων επιβατών. Φτάνουμε στη Λευκάδα ξέπνοοι.
Στον Άγιο Νικήτα μπαίνει μια παρέα. Ένας απ' αυτούς φοράει μαύρα γυαλιά και την πετσέτα του σαν χιτώνα. Προχωρούνε μέσα στην πολυκοσμία, κατά μήκος του διαδρόμου του λεωφορείου. Ξεκινάμε και στο πρώτο, αναπόφευκτο, φρενάρισμα, ο 'αρχαίος' σηκώνει το χέρι. Με επιτονισμό Χάρυ Κλυν και εκφορά Παξινού-Κλυταιμνήστρα ανακράζει:
Ω θεοί!
Απίστευτο γέλιο μέσα στο λεωφορείο, οι ξένοι κοιτάνε σαστισμένοι. Η ατάκα επαναλαμβάνεται σε κάθε στροφή, φρενάρισμα, είσοδο κι άλλων υπεράριθμων επιβατών. Φτάνουμε στη Λευκάδα ξέπνοοι.
23.3.05
"At midnight, all the agents..."
Κατά πάσα πιθανότητα έπαθα την πρώτη ζημιά γιατί ήμουν βιαστικός. Ανοίγεις την πρώτη σελίδα και διαβάζεις "WATC". Ενστικτωδώς δεν γυρνάς στην τελευταία; Ρητορικό το ερώτημα, εγώ γύρισα. Αντί όμως να δω το "HMEN", γύρισα ένα φύλλο πριν και είδα την προτελευταία: "Quis custodiet ipsos custodes". Spoiler, θεωρητικά. Αλλά ακόμα κι αν διαβάσεις αυτό το τέλος πριν την αρχή, παραμένει teaser.
Γιατί ο πλούτος που ξεδιπλώνει ο Alan Moore είναι ανεξάντλητος. Πάνελ που παραπέμπουν σε άλλα πάνελ, διαρκής υπαινικτικός σχολιασμός, λόγος αμφίσημος, παραπομπές από Dylan ως Shelley, ο τρόπος δράσης των χαρακτήρων, η υπόγεια υπονόμευση της λογικής του τρόπου δράσης τους, το σπάσιμο της γραμμικότητας, το ανακάτωμα της πραγματικότητας με τη μυθοπλασία, η ιδιότυπη χρήση της προοπτικής, χάρτες σε γωνίες που δείχνουν την πορεία ενός πολέμου χωρίς καν να λέγεται λέξη, σκιαγραφίες ανθρώπων σε τοίχους που θα γίνουν στο τέλος σκιές του περάσματος πραγματικών ανθρώπων, ζέπελιν δεμένα σε ταράτσες, η φιγούρα του Richard Nixon να τριγυρνάει με το αλυσοδεμένο του χέρι, το ρολόϊ που σε κάθε εξώφυλλο μετρά τα λεπτά πριν τα μεσάνυχτα, ένας πύργος που θρυμματίζεται από ένα φιαλίδιο με άρωμα, ένα θερμοδυναμικό θαύμα, πέντε επίπεδα μεταδιήγησης, faster than a speeding bullet, οι απόηχοι όλων των κόμικ που θα διαβάσει ποτέ κανείς, από το Tales of the Black Freighter ως το MAD. Aπλές και ελάχιστες λεπτομέρειες της πρισματικής δομής ενός κομψοτεχνήματος.
"Come... Dry your eyes, for you are life, rarer than a quark and unpredictable beyond the dreams of Heisenberg [...] Dry your eyes... and let's go home".
Tο μέλλον του κόσμου είναι σε καλά χέρια...
22.3.05
Relativity
Να προτείνω κι εγώ το τραγούδι της (προηγούμενης) ημέρας, Craig Armstrong - Rise. Dark and haunting, όπως όταν αντιλαμβάνεσαι με αγωνία ότι παρά το γεγονός ότι το εικοσιτετράωρο έχει όντως 24 ώρες, για να προλάβεις όσα πρέπει να γίνουν θα χρειαζόταν να έχει πολύ περισσότερες.
21.3.05
Roma locuta, causa finita
Στον Thomas, εξ αφορμής του 'My Vocation'.
Θυμήθηκα σήμερα το βίντεο κλιπ του "Why does my heart" του Moby. Πιο συγκεκριμένα, θυμήθηκα να το βλέπω πρωί στo μικρό χαζοκούτι που είχαμε στη γκαρσονιέρα (κι έχουμε ακόμη), ένα βίντεο κλιπ όπου ο little idiot (βλέπε κάτωθι) προσπαθεί να ανέβει στα αστέρια.
Θυμάμαι την αναίτια πίκρα που αυτός ο 'βλαμμένος' τυπάκος με τα δυσανάλογα μεγάλα όνειρα (και μάτια) με έκανε να αισθάνομαι πρωί-πρωί, άνεργο και χωρίς μέλλον πίσω από το πέτασμα που, κατά τον Όμηρο, το κρύβει από τα μάτια μας.
Θυμήθηκα σήμερα το βίντεο κλιπ του "Why does my heart" του Moby. Πιο συγκεκριμένα, θυμήθηκα να το βλέπω πρωί στo μικρό χαζοκούτι που είχαμε στη γκαρσονιέρα (κι έχουμε ακόμη), ένα βίντεο κλιπ όπου ο little idiot (βλέπε κάτωθι) προσπαθεί να ανέβει στα αστέρια.
Θυμάμαι την αναίτια πίκρα που αυτός ο 'βλαμμένος' τυπάκος με τα δυσανάλογα μεγάλα όνειρα (και μάτια) με έκανε να αισθάνομαι πρωί-πρωί, άνεργο και χωρίς μέλλον πίσω από το πέτασμα που, κατά τον Όμηρο, το κρύβει από τα μάτια μας.
19.3.05
Παίχτε μπάλα ρεεεεε
Δεν αναφέρομαι στο επικείμενο ματς με την Αλβανία. Η ελληνική ψυχή θα επικρατήσει και πάλι, όπως και άλλοτε. Γιατί, ως γνωστόν, μόνον οι Έλληνες έχουν ψυχή. Οι κουτόφραγκοι την ξεπούλησαν στο λατινικό ράτσιο (τόσο διαφορετικό από τον λόγο τον ελληνικό), οι Ασιάτες έχουνε περίσσευμα ψυχής και το εκτονώνουν σε αδελφοκτόνους πολέμους και βαρβαρικά έθιμα. Τα έχει πει αυτά κι ο Αριστοτέλης. Και οι Αλβανοί; Αυτοί είναι οι μπάσταρδοι αδερφοί μας, στην καλύτερη περίπτωση. Στη χειρότερη; Μπάσταρδοι απλώς. Δέστε πόσο κομφορμιστική είναι η εθνικοφροσύνη: σε κρίνει από το αν η μανούλα σου ήτανε παντρεμένη με τον μπαμπά σου. Η μητέρα η δικιά μας, που βγάζει μαυροτσούκαλα τουρκόσπορα και γασμούλα ξανθογάλανα, καθώς και όλα τα ενδιάμεσα σχέδια και χρώματα, τον είχε τελικά στεφανωθεί τον συγχωρεμένο;
Όχι λοιπόν, θα σας πω για μια είδηση που μισοάκουσα τρώγοντας σουβλάκια: ό,τι δεν έπιασα να το συμπληρώσετε, σας παρακαλώ, να μην παραπληροφορούμε. Η ομάδα της Βουλής των Ελλήνων δεν έπαιξε σε ματς με την Τουρκία γιατί αυτοί οι διάολες (που λένε και τα Ημισκούμπρια) κάλεσαν την ομάδα των "Σκοπίων" ως Μακεδονία. Οι βουλευτές μας επισήμαναν ότι κάτι τέτοια οδηγούνε τα Σκόπια σε απομόνωση. Ναι.
Λοιπόν, έχουμε και λέμε.
Τι θα είχε γίνει στην Ελλάδα αν κάποιοι γείτονες μας αποκαλούσαν Αθήνα (με το ιστορικό επιχείρημα πως οι Αρχαίοι Έλληνες είναι όλοι νεκροί); Αλλά εμείς έχουμε τα λεφτά (όχι αυτοί), εμείς είμαστε στην ΕΕ (ας ανήκανε κι αυτοί στη Δύση, τιτοϊκοί βρομορεβιζιονιστές), και θα λέμε τη Δημοκρατία της Μακεδονίας και Σκόπια και Τέτοβο και Μοναστήρι και Βαρδαρία, και όπως γουστάρουμε -- κι άσε τον υπόλοιπο κόσμο στην πλάνη του.
Έτσι, επειδή γουστάρουμε λέγαμε τους Αλβανούς του Κοσσυφοπεδίου 'Αλβανόφωνους' (μάλλον μην τυχόν και πικαριστούν οι Σέρβοι αδερφοί και πάνε να ξεπλύνουνε τα ντόλαρς σε άλλη βρύση), κι επειδή γουστάρουμε ονομάζουμε όσους Τούρκους της Θράκης Μουσουλμάνους. (Αλήθεια, η Συνθήκη της Λωζάννης πώς αποκαλεί τους συμπατριώτες μου στην Πόλη; Να ξέρω, αφού εμείς με τη Συνθήκη της Λωζάννης συμπλέουμε.) Δε λες πάλι καλά που δεν έχουμε γνώμη για το πώς πρέπει οι Μολδαβοί (πόρνες και ξεβράκωτοι εξ ορισμού σχεδόν) να αποκαλούνε τη χώρα τους; Κι ευτυχώς το Λουξεμβούργο είναι πιο φραγκωμένο από εμάς, μπορεί να κάναμε λόμπυ με το Vlaams Blok για να τους την πέσουμε... Πάντως, εν κατακλείδι, ωραίο αλλά και εύκολο είναι να δικαιώνεις την ιστορία σου εις βάρος των φτωχών.
Άντε, Ελλάς ολέ ολέεεεεε.
Όχι λοιπόν, θα σας πω για μια είδηση που μισοάκουσα τρώγοντας σουβλάκια: ό,τι δεν έπιασα να το συμπληρώσετε, σας παρακαλώ, να μην παραπληροφορούμε. Η ομάδα της Βουλής των Ελλήνων δεν έπαιξε σε ματς με την Τουρκία γιατί αυτοί οι διάολες (που λένε και τα Ημισκούμπρια) κάλεσαν την ομάδα των "Σκοπίων" ως Μακεδονία. Οι βουλευτές μας επισήμαναν ότι κάτι τέτοια οδηγούνε τα Σκόπια σε απομόνωση. Ναι.
Λοιπόν, έχουμε και λέμε.
Τι θα είχε γίνει στην Ελλάδα αν κάποιοι γείτονες μας αποκαλούσαν Αθήνα (με το ιστορικό επιχείρημα πως οι Αρχαίοι Έλληνες είναι όλοι νεκροί); Αλλά εμείς έχουμε τα λεφτά (όχι αυτοί), εμείς είμαστε στην ΕΕ (ας ανήκανε κι αυτοί στη Δύση, τιτοϊκοί βρομορεβιζιονιστές), και θα λέμε τη Δημοκρατία της Μακεδονίας και Σκόπια και Τέτοβο και Μοναστήρι και Βαρδαρία, και όπως γουστάρουμε -- κι άσε τον υπόλοιπο κόσμο στην πλάνη του.
Έτσι, επειδή γουστάρουμε λέγαμε τους Αλβανούς του Κοσσυφοπεδίου 'Αλβανόφωνους' (μάλλον μην τυχόν και πικαριστούν οι Σέρβοι αδερφοί και πάνε να ξεπλύνουνε τα ντόλαρς σε άλλη βρύση), κι επειδή γουστάρουμε ονομάζουμε όσους Τούρκους της Θράκης Μουσουλμάνους. (Αλήθεια, η Συνθήκη της Λωζάννης πώς αποκαλεί τους συμπατριώτες μου στην Πόλη; Να ξέρω, αφού εμείς με τη Συνθήκη της Λωζάννης συμπλέουμε.) Δε λες πάλι καλά που δεν έχουμε γνώμη για το πώς πρέπει οι Μολδαβοί (πόρνες και ξεβράκωτοι εξ ορισμού σχεδόν) να αποκαλούνε τη χώρα τους; Κι ευτυχώς το Λουξεμβούργο είναι πιο φραγκωμένο από εμάς, μπορεί να κάναμε λόμπυ με το Vlaams Blok για να τους την πέσουμε... Πάντως, εν κατακλείδι, ωραίο αλλά και εύκολο είναι να δικαιώνεις την ιστορία σου εις βάρος των φτωχών.
Άντε, Ελλάς ολέ ολέεεεεε.
18.3.05
Minimal
Back home μετά από ώρες ταχείας ανάγνωσης στη βιβλιοθήκη. Ησυχία. Άνοιγμα παραθύρου, μένει μία ώρα απογευματινού φωτός. Συν μια λάμπα των 100 watt, αρκεί για να σκορπίσει τις μισές σκιές, οι υπόλοιπες είναι οκέι. Στο απέναντι μπαλκόνι, γάτες που τεντώνονται από μεσημεριανό ύπνο. Ένας εσπρέσο. Gerry Mulligan & Chet Baker, Making Whoopee. Let’s unwind for an hour…
17.3.05
[Ενθύμια]
"[...]
Ξύπνησα γύρω στις εννιά, µάλλον αναδύθηκα µέσα από έναν βαρύ ύπνο. Πάλι έχασα το πρωινό και µπήκα έτσι κι αλλιώς για µπάνιο. Στο µυαλό µου επικρατούσε νηνεµία, µια ήρεµη ακίνητη θάλασσα βαρειά ακόµα από το αλάτι του ύπνου. Ντύθηκα, πήρα µαζί και τον χαρτοφύλακά που µού έκανε δώρο ο µπαµπάς αφού θυµήθηκα να βάλω µέσα και το δοκίµιο της διπλωµατικής. Βγήκα στον δρόµο, σήµερα αντί για πνιγηρή ζέστη είχε έναν ανοιξιάτικα έκπαγλο ουρανό µε ελαφρύ αεράκι, γι’ αυτό ο κόσµος κυκλοφορούσε µε κοντοµάνικα και καλτσωµένα σαντάλια (ηµερολογιακά είναι ακόµη καλοκαίρι και δεν έχει χιονιά), η αλήθεια είναι πως ούτε εγώ θα µπορούσα να πω πως ο καιρός ήτανε δυσάρεστος. Τα φύλλα των δέντρων (που δεν έχει ποτέ αρκετή ζέστη ώστε να τσιτσιριστούν και να σβήσουν νεκρά) θρόιζαν και σηκώνοντας το βλέµµα είδα τη σηµαία του Βατικανού τεράστια να κυµατίζει έξω από την καθολική εστία. Τα παραταγµένα δέντρα σηµατοδοτούσαν την πορεία προς τον τρούλλο του Κολλεγίου, leafy Bloomsbury, όπως µάς το διαφήµιζε ο οδηγός…
Η κεντρική βιβλιοθήκη βρίσκεται ακριβώς κάτω απ’ αυτόν τον τρούλλο. Έδειξα την κάρτα µου στον αγουροξυπνηµένο κι ήδη πηγµένο φύλακα κι ανέβηκα τα σκαλιά. Ακριβώς κάτω από τον τρούλλο, ένα γλυπτό όπου κάποιο τεκνό λογχίζει και ποδοπατάει κάποιον γέροντα, κλασσικά γυµνοί κι οι δύο. ‘Ο Αρχάγγελος Μιχαήλ καταβάλλει τον Εωσφόρο’. Δεν ήξερα πως είχανε τόση διαφορά ηλικίας αυτοί οι δύο, κανονικά δεν θα έπρεπε… Ωραίο γλυπτό πάντως, έτσι ακαδηµαϊκό. Έφερα γύρω του δυο-τρεις βόλτες. Ο τελευταίος ρόγχος του µιχαηλαγγελικού ιδεώδους, να σαρκώσουµε την πνευµατική ρώµη µέσα από το σωµατικό σφρίγος, να πλάσουµε οµορφιά ώστε να παραστήσουµε αρετή. Ένας ρόγχος παγωµένος και κρυσταλλιασµένος κάτω από τον κολλεγιακό τρούλλο, για τους εκλεκτούς.
Μπήκα µέσα στην αίθουσα της βιβλιοθήκης, ξυλεπένδυση, ρολόι, ωραία ψηλά παράθυρα. Αφού βρήκα κάτι εισαγωγικά βιβλία και κάποια έργα αναφοράς που έψαχνα, τα κουβάλησα γύρω γύρω στους διαδρόµους µέχρι που βρήκα θέση. Η αίθουσα µύριζε κάτι ακαθόριστο, ίσως αυτή είναι η µυρωδιά της πολυκαιρίας, που λέει κι ο Ιούλιος Βερν. Ακούµπησα κάποια µικρότερου σχήµατος βιβλία πάνω στο αναλόγιο µπροστά µου κι άρχισα τις αναγνωριστικές αναγνώσεις.
Νύσταζα τώρα αρκετά και ήµουνα και χωρίς καφέ. Είχα κουβαλήσει από τα ράφια και µια σειρά τεσσάρων τόµων µε διάσηµες κατόψεις και τοµές, ‘Architectural Wonders’ λεγόταν, ώστε κάποια στιγµή να κάνω διάλειµµα ξεφυλλίζοντάς τους. Δυστυχώς η ώρα ήτανε δώδεκα και έντεκα ακόµα, πολύ νωρίς για διάλειµµα, όµως είχα βαρεθεί τα θεωρητικά κείµενα και τις συζητήσεις της ανοικειωτικής λειτουργίας του µεταµοντέρνου κτίσµατος όπως εντάσσεται και δεν εντάσσεται µέσα στην µοντερνιστική πόλη. Έτσι αποφάσισα να πάρω µια προκαταβολή από το ‘Architectural Wonders’. Έσπρωξα λοιπόν προς τις άκρες της περιοχής µου όσα περισσότερα ‘χρήσιµα’ βιβλία µπορούσα, τακτοποιώντας πεντ’ έξι σε µια παγόδα στα δεξιά µου και µπουκώνοντας τα υπόλοιπα πάνω στο αναλόγιο µπροστά µου. Άνοιξα λοιπόν έναν από τους τόµους του διαλείµµατος και άνοιξε στον Άγιο Πέτρο. Θυµήθηκα την εκδροµή στη Ρώµη που είχαµε πάει µε τη Σχολή από τη Θεσσαλονίκη, το πρωινό που βγήκαµε από το ξενοδοχείο.
Περιπλανηθήκαµε χωρίς να ξέρουµε ιταλικά, περπατήσαµε χωρίς χάρτη, χαθήκαµε αφού κανείς δεν ήξερε αγγλικά και τελικά βγήκαµε στον Τίβερη, περάσαµε µια γέφυρα και περπατούσαµε κατά µήκος της όχθης, του ‘Lungotevere’. Περάσαµε µπροστά από ένα τερατώδες πέτρινο ψευδοκλασσικιστικό µπάχαλο, το Palazzo di Giustizia ήταν, και αφού γλιτώσαµε από ζουρλαµένα αυτοκίνητα που ερχόντουσαν από παντού, στο βάθος αντικρίσαµε τον τρούλλο του Αγίου Πέτρου να υψώνεται κάτω από τα σύννεφα, µέσα σε µια ελαφριά καταχνιά, κάτω από έναν λόφο µε γλυπτά δέντρα αλλά σαν να ήτανε στην κορυφή της πόλης και περιβεβληµένος τον θόρυβο της πόλης. Η πόλη µύριζε, µύριζε όπως µυρίζουν εκ των υστέρων όλες οι ευτυχισµένες αναµνήσεις, στατικές και εξιδανικευµένες, κι ας έζεχνε σαπίλα το ποτάµι.
Σταθήκαµε ολόκληρο το γκρουπ, φοιτητές µε µάρσιπους και σακκίδια και παπούτσια αθλητικά µε φθαρµένες µύτες, έλληνες επαρχιώτες, Σαλονικιοί κι επαρχιώτες, να ατενίζουµε έκθαµβοι µε τα µάτια µισόκλειστα από τον ήλιο πίσω από τα σύννεφα το ποτάµι και τις γέφυρές του και την πόλη γύρω από τον τρούλλο, ασθµαίνοντας από το µεγαλείο. Αριστερά µια γέφυρα µε µπαρόκ αγάλµατα στα παραπέτα της, άγγελοι και άγιοι αγκυλωµένοι στον χρόνο. [...] Ο κόσµος έστεκε ακίνητος, αφού δεν χρειαζότανε να πάει πουθενά.
Η Ρώµη έµοιαζε εκείνη την αποκρυσταλλωµένη στιγµή λοιπόν ο τόπος αιωνίων διακοπών, µεγαλείο και έκσταση, θαύµασµα και φως γλυκερό αλλά δελεαστικό. Μας περίµεναν κατόπιν πάµπολλες τουρτόσχηµες εκκλησίες και στενοί βρόµικοι δρόµοι και η σκόνη της πόλης και όλη η µαγεία τους για την οποία µάς προετοίµαζε διακριτικά το εκπαιδευτικό σύστηµα και τα διαβάσµατά µας. Δεν ήµασταν οι τουρίστες της φοιτητικής εκδροµής, παρά ταξιδευτές και οδοιπόροι, περιηγητές µε παρελθόν και αναρίθµητες παραστάσεις, µαγεµένοι από τον Άγιο Πέτρο πάνω από τον Τίβερη και τις γέφυρες όχι γιατί είχαµε δει τη Σαλονίκη και τη Λάρισα και τις Σέρρες και την Κοµοτηνή (εγώ), παρά γιατί γι’ αυτό η Ρώµη υπάρχει και χτιζόταν και υπέστη το 1527 και τους άπλυτους επιδροµείς, ερηµώσεις και µεγάλα σχέδια, άναρχη δόµηση και προγραµµατική πολεδόµηση – για να γοητεύει τους πολυταξιδεµένους και τους κοσµογυρισµένους [...]"
Ξύπνησα γύρω στις εννιά, µάλλον αναδύθηκα µέσα από έναν βαρύ ύπνο. Πάλι έχασα το πρωινό και µπήκα έτσι κι αλλιώς για µπάνιο. Στο µυαλό µου επικρατούσε νηνεµία, µια ήρεµη ακίνητη θάλασσα βαρειά ακόµα από το αλάτι του ύπνου. Ντύθηκα, πήρα µαζί και τον χαρτοφύλακά που µού έκανε δώρο ο µπαµπάς αφού θυµήθηκα να βάλω µέσα και το δοκίµιο της διπλωµατικής. Βγήκα στον δρόµο, σήµερα αντί για πνιγηρή ζέστη είχε έναν ανοιξιάτικα έκπαγλο ουρανό µε ελαφρύ αεράκι, γι’ αυτό ο κόσµος κυκλοφορούσε µε κοντοµάνικα και καλτσωµένα σαντάλια (ηµερολογιακά είναι ακόµη καλοκαίρι και δεν έχει χιονιά), η αλήθεια είναι πως ούτε εγώ θα µπορούσα να πω πως ο καιρός ήτανε δυσάρεστος. Τα φύλλα των δέντρων (που δεν έχει ποτέ αρκετή ζέστη ώστε να τσιτσιριστούν και να σβήσουν νεκρά) θρόιζαν και σηκώνοντας το βλέµµα είδα τη σηµαία του Βατικανού τεράστια να κυµατίζει έξω από την καθολική εστία. Τα παραταγµένα δέντρα σηµατοδοτούσαν την πορεία προς τον τρούλλο του Κολλεγίου, leafy Bloomsbury, όπως µάς το διαφήµιζε ο οδηγός…
Η κεντρική βιβλιοθήκη βρίσκεται ακριβώς κάτω απ’ αυτόν τον τρούλλο. Έδειξα την κάρτα µου στον αγουροξυπνηµένο κι ήδη πηγµένο φύλακα κι ανέβηκα τα σκαλιά. Ακριβώς κάτω από τον τρούλλο, ένα γλυπτό όπου κάποιο τεκνό λογχίζει και ποδοπατάει κάποιον γέροντα, κλασσικά γυµνοί κι οι δύο. ‘Ο Αρχάγγελος Μιχαήλ καταβάλλει τον Εωσφόρο’. Δεν ήξερα πως είχανε τόση διαφορά ηλικίας αυτοί οι δύο, κανονικά δεν θα έπρεπε… Ωραίο γλυπτό πάντως, έτσι ακαδηµαϊκό. Έφερα γύρω του δυο-τρεις βόλτες. Ο τελευταίος ρόγχος του µιχαηλαγγελικού ιδεώδους, να σαρκώσουµε την πνευµατική ρώµη µέσα από το σωµατικό σφρίγος, να πλάσουµε οµορφιά ώστε να παραστήσουµε αρετή. Ένας ρόγχος παγωµένος και κρυσταλλιασµένος κάτω από τον κολλεγιακό τρούλλο, για τους εκλεκτούς.
Μπήκα µέσα στην αίθουσα της βιβλιοθήκης, ξυλεπένδυση, ρολόι, ωραία ψηλά παράθυρα. Αφού βρήκα κάτι εισαγωγικά βιβλία και κάποια έργα αναφοράς που έψαχνα, τα κουβάλησα γύρω γύρω στους διαδρόµους µέχρι που βρήκα θέση. Η αίθουσα µύριζε κάτι ακαθόριστο, ίσως αυτή είναι η µυρωδιά της πολυκαιρίας, που λέει κι ο Ιούλιος Βερν. Ακούµπησα κάποια µικρότερου σχήµατος βιβλία πάνω στο αναλόγιο µπροστά µου κι άρχισα τις αναγνωριστικές αναγνώσεις.
Νύσταζα τώρα αρκετά και ήµουνα και χωρίς καφέ. Είχα κουβαλήσει από τα ράφια και µια σειρά τεσσάρων τόµων µε διάσηµες κατόψεις και τοµές, ‘Architectural Wonders’ λεγόταν, ώστε κάποια στιγµή να κάνω διάλειµµα ξεφυλλίζοντάς τους. Δυστυχώς η ώρα ήτανε δώδεκα και έντεκα ακόµα, πολύ νωρίς για διάλειµµα, όµως είχα βαρεθεί τα θεωρητικά κείµενα και τις συζητήσεις της ανοικειωτικής λειτουργίας του µεταµοντέρνου κτίσµατος όπως εντάσσεται και δεν εντάσσεται µέσα στην µοντερνιστική πόλη. Έτσι αποφάσισα να πάρω µια προκαταβολή από το ‘Architectural Wonders’. Έσπρωξα λοιπόν προς τις άκρες της περιοχής µου όσα περισσότερα ‘χρήσιµα’ βιβλία µπορούσα, τακτοποιώντας πεντ’ έξι σε µια παγόδα στα δεξιά µου και µπουκώνοντας τα υπόλοιπα πάνω στο αναλόγιο µπροστά µου. Άνοιξα λοιπόν έναν από τους τόµους του διαλείµµατος και άνοιξε στον Άγιο Πέτρο. Θυµήθηκα την εκδροµή στη Ρώµη που είχαµε πάει µε τη Σχολή από τη Θεσσαλονίκη, το πρωινό που βγήκαµε από το ξενοδοχείο.
Περιπλανηθήκαµε χωρίς να ξέρουµε ιταλικά, περπατήσαµε χωρίς χάρτη, χαθήκαµε αφού κανείς δεν ήξερε αγγλικά και τελικά βγήκαµε στον Τίβερη, περάσαµε µια γέφυρα και περπατούσαµε κατά µήκος της όχθης, του ‘Lungotevere’. Περάσαµε µπροστά από ένα τερατώδες πέτρινο ψευδοκλασσικιστικό µπάχαλο, το Palazzo di Giustizia ήταν, και αφού γλιτώσαµε από ζουρλαµένα αυτοκίνητα που ερχόντουσαν από παντού, στο βάθος αντικρίσαµε τον τρούλλο του Αγίου Πέτρου να υψώνεται κάτω από τα σύννεφα, µέσα σε µια ελαφριά καταχνιά, κάτω από έναν λόφο µε γλυπτά δέντρα αλλά σαν να ήτανε στην κορυφή της πόλης και περιβεβληµένος τον θόρυβο της πόλης. Η πόλη µύριζε, µύριζε όπως µυρίζουν εκ των υστέρων όλες οι ευτυχισµένες αναµνήσεις, στατικές και εξιδανικευµένες, κι ας έζεχνε σαπίλα το ποτάµι.
Σταθήκαµε ολόκληρο το γκρουπ, φοιτητές µε µάρσιπους και σακκίδια και παπούτσια αθλητικά µε φθαρµένες µύτες, έλληνες επαρχιώτες, Σαλονικιοί κι επαρχιώτες, να ατενίζουµε έκθαµβοι µε τα µάτια µισόκλειστα από τον ήλιο πίσω από τα σύννεφα το ποτάµι και τις γέφυρές του και την πόλη γύρω από τον τρούλλο, ασθµαίνοντας από το µεγαλείο. Αριστερά µια γέφυρα µε µπαρόκ αγάλµατα στα παραπέτα της, άγγελοι και άγιοι αγκυλωµένοι στον χρόνο. [...] Ο κόσµος έστεκε ακίνητος, αφού δεν χρειαζότανε να πάει πουθενά.
Η Ρώµη έµοιαζε εκείνη την αποκρυσταλλωµένη στιγµή λοιπόν ο τόπος αιωνίων διακοπών, µεγαλείο και έκσταση, θαύµασµα και φως γλυκερό αλλά δελεαστικό. Μας περίµεναν κατόπιν πάµπολλες τουρτόσχηµες εκκλησίες και στενοί βρόµικοι δρόµοι και η σκόνη της πόλης και όλη η µαγεία τους για την οποία µάς προετοίµαζε διακριτικά το εκπαιδευτικό σύστηµα και τα διαβάσµατά µας. Δεν ήµασταν οι τουρίστες της φοιτητικής εκδροµής, παρά ταξιδευτές και οδοιπόροι, περιηγητές µε παρελθόν και αναρίθµητες παραστάσεις, µαγεµένοι από τον Άγιο Πέτρο πάνω από τον Τίβερη και τις γέφυρες όχι γιατί είχαµε δει τη Σαλονίκη και τη Λάρισα και τις Σέρρες και την Κοµοτηνή (εγώ), παρά γιατί γι’ αυτό η Ρώµη υπάρχει και χτιζόταν και υπέστη το 1527 και τους άπλυτους επιδροµείς, ερηµώσεις και µεγάλα σχέδια, άναρχη δόµηση και προγραµµατική πολεδόµηση – για να γοητεύει τους πολυταξιδεµένους και τους κοσµογυρισµένους [...]"
16.3.05
Εικαστικό παραλειπόμενο
15.3.05
Αναγνωστικά Ανάλεκτα
Η φυγή της Σώτης Τριανταφύλλου. Καλά κάνει και γράφει πολλά, τα έχουμε ανάγκη. Ίσως η καλύτερη ελληνίδα πεζογράφος (συμπεριλαμβάνοντας φυσικά και τους άντρες πεζογράφους). Μελό το αφήγημα; Αν είναι έτσι τα μελό, δωσε κι εμένα μπάρμπα.
Ελληνική αϋπνία του Μισέλ Φάις. Ο Φάις γράφει καλά (σώωωπα), αν και υπερβολικά πυκνά ενίοτε και με τρόπο στριφνά υπαινικτικό. Μ' αρέσει το ξεφλούδισμα που κάνει στον Βιζυηνό, κι ας κακολογεί τον μεγάλο Ροΐδη. Δύο από τις ανθολογημένες λέξεις του Βιζυηνού που μας προσφέρει: ζώπηρον, νέρτερος.
Ο Σολωμός του Αλεξίου. Σολωμός: ανεκδιήγητος (και με τις δύο έννοιες) κι ανεξάντλητος. Διαβάστε φωναχτά:
Ελληνική αϋπνία του Μισέλ Φάις. Ο Φάις γράφει καλά (σώωωπα), αν και υπερβολικά πυκνά ενίοτε και με τρόπο στριφνά υπαινικτικό. Μ' αρέσει το ξεφλούδισμα που κάνει στον Βιζυηνό, κι ας κακολογεί τον μεγάλο Ροΐδη. Δύο από τις ανθολογημένες λέξεις του Βιζυηνού που μας προσφέρει: ζώπηρον, νέρτερος.
Ο Σολωμός του Αλεξίου. Σολωμός: ανεκδιήγητος (και με τις δύο έννοιες) κι ανεξάντλητος. Διαβάστε φωναχτά:
Αλλ’ ήλιος αλλ’ αόρατος αιθέρας κοσµοφόρος
από το µαύρο σύγνεφο κι από τη µαύρη πίσσα
ο στύλος φανερώνεται…
…µ’ απάνου τη σηµαία
Τι να γράψουν μετά κι οι Έλληνες σουρρεαλιστές; Άσε δε ο Ελύτης.
14.3.05
Rakasha's Literary Supplement #1
Υπό προϋποθέσεις, Η Μυστηριώδης Φλόγα της Βασίλισσας Λοάνα αποτελεί το καλύτερο μυθιστόρημα του Ουμπέρτο Έκο. Οι προϋποθέσεις δεν έχουν να κάνουν με το suspension of disbelief που είθισται να είναι το κύριο αίτημα του συγγραφέα από τον αναγνώστη – και που ποτέ δεν ήταν πρόβλημα για τον Έκο. Έχουν να κάνουν με αυτό που είθισται να αναμένει νομίζω ο (μετά είκοσι έτη) εκπαιδευμένος στον Έκο αναγνώστης. Η Φλόγα ηθελημένα δεν διακρίνεται από την αρτιότητα του Ονόματος του Ρόδου, την έλλειψη γραμμικότητας του Εκκρεμούς του Φουκώ και την αφηγηματικότητα του Μπαουντολίνο. Ηθελημένα παραμένει ημιτελής, σε αντίθεση θα έλεγα με το Νησί της Προηγούμενης Ημέρας. Ωστόσο, σε όλα αυτά τα προηγούμενα, ακόμα και στον απατηλά απλό Μπαουντολίνο, όπου σε δεύτερη ανάγνωση αρχίζουν να εμφανίζονται απηχήσεις των φανταστικών ταξιδιών του John Mandeville, η (λαβυρινθώδης) πλοκή αρκούσε για την ικανοποίηση όσων δεν κοπίαζαν πάνω από τα θαύματα της σημειωτικής ή τους προβληματισμούς περί κειμενικότητας. Αυτή τη φορά το ταξίδι είναι σαφώς πιο επίπονο και ο μόνος ίσως δρόμος για να παρακάμψουν αυτές τις εμμονές οι αναγνώστες είναι να μιμηθούν τον κεντρικό ήρωα και να ακολουθήσουν τις οδούς της προσωπικής νοσταλγίας και της προσωπικής μνήμης.
Ωστόσο, και εδώ δεν πρόκειται για απλή βόλτα στο πάρκο. Αναγκαστικά, η νοσταλγία και η μνήμη του συγγραφέα μας κατευθύνουν στην «εποχή των άκρων», σε μια παιδική ανασύσταση των χρόνων του φασισμού. Αναζητώντας να γεμίσει ένα αδειανό πουκάμισο και να θυμηθεί το πρόσωπο μιας Ελένης, ο Τζιανμπατίστα Μποντόνι βλέπει τη ζωή του σε επανάληψη, αναδεικνύει τους λανθάνοντες τρόπους με τους οποίους το καθεστώς εισχωρούσε σε κάθε πτυχή της καθημερινότητας, αναρωτιέται για τις προσωπικές του ευθύνες, ψάχνει τους εφηβικούς του έρωτες. Ο 20ός αιώνας της παιδικής ηλικίας του Έκο ξεκινά με μια δημόσια αμνησία και καταλήγει σε μια εντελώς ιδιωτική ανάμνηση των πραγμάτων. Ανάμνηση που γίνεται και αναδιοργάνωση κατά τα μέτρα εκατοντάδων προτύπων της παιδικής λογοτεχνίας και του κόμικ – αλλά μένει όπως είπαμε ανολοκλήρωτη.
Ο Έκο έχει ήδη επαινεθεί γιατί αυτή τη φορά αρκέστηκε σε μια απλούστερη μορφή και δεν ενέπλεξε τον αναγνώστη στους συνήθεις του λαβυρίνθους. Πιθανότατα έχουν δίκιο, προσωπικά όμως βρήκα γοητευτικότερες τις περιπλανήσεις του στις «φθαρμένες μορφές» των παλιών χρονικών, με τη συντροφιά των μυστικών εταιρειών και της σκόνης της συμπαθείας. Το παραμύθι είναι καλό – δεν έχει Μινώταυρο όμως...
10.3.05
3,14
Ενθύμιον ναυτικής ζωής. Στον υποπλοίαρχό μας με, χμ, άστο καλύτερα...
"...Η νοοτροπία του αξιωματικού ΠΥ δε διαφέρει σημαντικά από αυτή της κίσσας. Η κινητήρια δύναμή του είναι η ακαταμάχητη όρεξή του να αποκτά και να στοιβάζει. Βλέπει όλα τα αντικείμενα σαν μάννα εξ ουρανού. Τα χαρτιά υγείας είναι μια ανακούφιση. Τα είδη καθαρισμού είναι ένας θησαυρός. Τα ανταλλακτικά οποιουδήποτε μηχανήματος είναι ευλογία Θεού. Παρόμοιες είναι και οι αντιλήψεις του για τα έμψυχα όντα. Άλλωστε μια από τις αδυναμίες του είναι ακριβώς ότι δεν μπορεί να προσδιορίσει τις διαφορές μεταξύ τους. Κάποιο χαλασμένο γονίδιο ή bug στον κώδικα του κοινωνικού του περιβάλλοντος είναι υπέυθυνο για το πρόβλημα. Η περίπτωση είναι τόσο ευρέως διαδεδομένη που και ο ίδιος ψυχανεμίζεται ότι κάτι δεν πάει καλά αλλά το θεωρεί αμελητέο, κάτι σαν ελαφρά αχρωματοψία. Δεν υπάρχει λόγος να πας για κάτι τέτοιο στον γιατρό, ίσα ίσα που θα μπορούσε να αποτελέσει κα προτέρημα: δεν λένε ότι η δικαιοσύνη είναι τυφλή; Ιδού, κύριοι, στο ΠΝ δεν υφίστανται διακρίσεις. Ούτε καν ανάμεσα σε ανθρώπους και αντικείμενα. Είσαι κιβώτιο, είσαι στρατεύσιμος, εμένα μου είναι ένα και το αυτό. Έτσι λοιπόν, αν για τον αξιωματικό ΠΥ τα στυλό διαρκείας είναι πολύτιμα πετράδια και τα cd βαρύτιμα τρόπαια, οι ναύτες είναι ηδονή: όσο περισσότεροι, τόσο καλύτερα. Κατά την περίοδο των μεταθέσεων η συμπεριφορά του είναι χαρακτηριστική του είδους καθώς με επίμονα ερωτικά καλέσματα προσπαθεί να εντοπίσει πιθανούς στόχους και στη συνέχεια, με κυκλωτικές κινήσεις, κραυγές, ψιθύρους και εναλλάξ κλαυθμηρισμούς και γρυλλίσματα, να τους διεκδικήσει για το γραφείο του. Όταν με την οξυδερκή στοχοπροσήλωσή του ο επιδιωκόμενος σκοπός επιτευχθεί, ο ναύτης μπορεί να παρκαριστεί σε μια γωνία τυλιγμένος στη συσκευασία του και να ξεχαστεί με ασφάλεια. Οι καθημερινές ασχολίες της διασφάλισης της περιοχής του, της πρόσκτησης τροφής και της αποθήκευσης αγαθών, όμως, αποσπούν την προσοχή του αξιωματικού ΠΥ και ο ναύτης εύκολα μεταβάλλεται σε μπαλάκι μεταξύ των υπολοίπων γραφείων που είχαν την τύχη να μην ανήκει ονομαστικά στη δύναμή τους. Επιδεικνύοντας το γυαλιστερό του τρίχωμα, ο λοφιοφόρος αξιωματικός ΠΥ μπορεί στο μεταξύ να περιδιαβάζει στο στρατόπεδο με τα διάσημα της υπεροχής του έναντι των άλλων..."
Η εμμονή της μνήμης
Ο Rakasha μας θύμισε τη μνήμη. Τζαναμπέτικο πράγμα η μνήμη , δε βρίσκετε; Εγώ θα αφήσω την προσωπική μνήμη, τη μόνη πραγματική εκδοχή της , και θα μιλήσω για τη λεγόμενη συλλογική μνήμη.
Διάβαζα σε κάποιο περιοδικό κυριακάτικης εφημερίδας, δε θυμάμαι ποιο, πως οι γυναίκες της Βοσνίας θέλουνε να ξεχάσουν, και βοηθούνε σ' αυτό και τα καινούργια σχολικά βιβλία (αν και δεν ξέρω εάν το ίδιο ισχύει και στη Σερβική Δημοκρατία, τέλος πάντων). Μετά κάπου αλλού, πάλι δε θυμάμαι πού, έλεγε πως η νεολαία του Κοσσυφοπεδίου επίσης θέλει να ξεχάσει. Σκεφτόμουνα εξ αφορμής των παραπάνω δύο πράγματα: η 'συλλογική' λήθη είναι, αν όχι επκίνδυνη, όχι πάντοτε εποικοδομητική. Όταν ξεχνάει ο κόσμος, μπορεί με φρεσκάδα και ενθουσιασμό να επαναλάβει τα ίδια -- αυτή είναι μία κοινότοπη διαπίστωση. Μπορεί βεβαίως να μην επαναλάβει 'τα ίδια', αλλά να κινηθεί, να κινητοποιηθεί, να αδρανήσει ή να αποφασίσει με τρόπο που θα διαιωνίσει ή θα δημιουργήσει στο μέλλον ανώμαλες καταστάσεις. Παράδειγμα η μαρτυρική Μεγαλόνησος ('μαρτυρική' για να την ξεχωρίζουμε από την άλλη, τη 'Λεβεντογέννα' -- κι η κακομοίρα η Εύβοια μένει μπουκάλα. Μα πότε θα απαλλαγούμε από τα κλισέ, συνεκδοχικά, μετωνυμικά, μεταφορικά και άλλα; άσε, σταματάω: επαναλαμβάνομαι...). Και εξηγούμαι: εάν οι Ελληνοκύπριοι θυμόντουσαν (συλλογικά, προσωπικά πολλοί είναι αρκετά μεγάλοι για να θυμούνται καλά) τι συνέβαινε μεταξύ 1957 και 1974, αλλιώς θα κυλούσε ο περυσινός χειμώνας που οδήγησε στο κυπριακό δημοψήφισμα. Προσοχή: δε λέω απαραίτητα πως θα ήταν άλλο το αποτέλεσμα, λέω πως τα επιχειρήματα του Όχι, αλλά και του Ναι, θα ήτανε σχετικότερα με την πραγματικότητα και λιγότερo εκπεφρασμένα με όρους πολιτικού σουρρεαλισμού, λαϊκιστικού μανιχαϊσμού και χιλιαστικού φολκλόρ.
Το άλλο που σκεφτόμουν, είναι πως, δυστυχώς, η συλλογική μνήμη είναι ταυτισμένη και από τις γυναίκες της Βοσνίας, και από τη νεολαία του Κοσσυφοπεδίου, και από άλλους πολλούς, με το μίσος. Κακώς. Κι όμως υπάρχει, όπως υπαινίχθηκα πιο πάνω, και η συλλογική μνήμη που κοιτάζει κατάματα τα δικά μας λάθη (και, άντε να το πω, εγκλήματα), και μας βοηθάει να πάμε λιγάκι μπροστά. Οι Γερμαναράδες δείχνουνε και πάλι τον δρόμο, εν προκειμένω.
Ποιος θα ξυπνήσει αυτή τη συλλογική μνήμη, η οποία κοιτάει τα λάθη του υποκειμένου της, ας την πούμε τη μνήμη της μετανοίας; (Σεβασμιώτατοι, γιούχου!, που έλεγε και η πάλαι ποτέ Στρουμφίτα.) Ποιανών αυτό ακριβώς συνιστά την αποστολή; Των διανοουμένων, φυσικά (πολλά γιούχου! εδώ). Άλλωστε, με τα λάθη και τα εγκλήματα των άλλων μπορούνε να ασχολούνται και οι δημοσιογράφοι, όπως και οι στρατιωτικοί.
Εδώ, ακολουθώντας τη συμβουλή του κρεϊζιμόνκυ (ή μήπως πάλι δε θυμάμαι καλά;) "κατούρα και λίγο", προς όσους πωρώνονται (έτσι γράφεται; sos) υπερβολικά με τα κοινά, σταματώ.
Διάβαζα σε κάποιο περιοδικό κυριακάτικης εφημερίδας, δε θυμάμαι ποιο, πως οι γυναίκες της Βοσνίας θέλουνε να ξεχάσουν, και βοηθούνε σ' αυτό και τα καινούργια σχολικά βιβλία (αν και δεν ξέρω εάν το ίδιο ισχύει και στη Σερβική Δημοκρατία, τέλος πάντων). Μετά κάπου αλλού, πάλι δε θυμάμαι πού, έλεγε πως η νεολαία του Κοσσυφοπεδίου επίσης θέλει να ξεχάσει. Σκεφτόμουνα εξ αφορμής των παραπάνω δύο πράγματα: η 'συλλογική' λήθη είναι, αν όχι επκίνδυνη, όχι πάντοτε εποικοδομητική. Όταν ξεχνάει ο κόσμος, μπορεί με φρεσκάδα και ενθουσιασμό να επαναλάβει τα ίδια -- αυτή είναι μία κοινότοπη διαπίστωση. Μπορεί βεβαίως να μην επαναλάβει 'τα ίδια', αλλά να κινηθεί, να κινητοποιηθεί, να αδρανήσει ή να αποφασίσει με τρόπο που θα διαιωνίσει ή θα δημιουργήσει στο μέλλον ανώμαλες καταστάσεις. Παράδειγμα η μαρτυρική Μεγαλόνησος ('μαρτυρική' για να την ξεχωρίζουμε από την άλλη, τη 'Λεβεντογέννα' -- κι η κακομοίρα η Εύβοια μένει μπουκάλα. Μα πότε θα απαλλαγούμε από τα κλισέ, συνεκδοχικά, μετωνυμικά, μεταφορικά και άλλα; άσε, σταματάω: επαναλαμβάνομαι...). Και εξηγούμαι: εάν οι Ελληνοκύπριοι θυμόντουσαν (συλλογικά, προσωπικά πολλοί είναι αρκετά μεγάλοι για να θυμούνται καλά) τι συνέβαινε μεταξύ 1957 και 1974, αλλιώς θα κυλούσε ο περυσινός χειμώνας που οδήγησε στο κυπριακό δημοψήφισμα. Προσοχή: δε λέω απαραίτητα πως θα ήταν άλλο το αποτέλεσμα, λέω πως τα επιχειρήματα του Όχι, αλλά και του Ναι, θα ήτανε σχετικότερα με την πραγματικότητα και λιγότερo εκπεφρασμένα με όρους πολιτικού σουρρεαλισμού, λαϊκιστικού μανιχαϊσμού και χιλιαστικού φολκλόρ.
Το άλλο που σκεφτόμουν, είναι πως, δυστυχώς, η συλλογική μνήμη είναι ταυτισμένη και από τις γυναίκες της Βοσνίας, και από τη νεολαία του Κοσσυφοπεδίου, και από άλλους πολλούς, με το μίσος. Κακώς. Κι όμως υπάρχει, όπως υπαινίχθηκα πιο πάνω, και η συλλογική μνήμη που κοιτάζει κατάματα τα δικά μας λάθη (και, άντε να το πω, εγκλήματα), και μας βοηθάει να πάμε λιγάκι μπροστά. Οι Γερμαναράδες δείχνουνε και πάλι τον δρόμο, εν προκειμένω.
Ποιος θα ξυπνήσει αυτή τη συλλογική μνήμη, η οποία κοιτάει τα λάθη του υποκειμένου της, ας την πούμε τη μνήμη της μετανοίας; (Σεβασμιώτατοι, γιούχου!, που έλεγε και η πάλαι ποτέ Στρουμφίτα.) Ποιανών αυτό ακριβώς συνιστά την αποστολή; Των διανοουμένων, φυσικά (πολλά γιούχου! εδώ). Άλλωστε, με τα λάθη και τα εγκλήματα των άλλων μπορούνε να ασχολούνται και οι δημοσιογράφοι, όπως και οι στρατιωτικοί.
Εδώ, ακολουθώντας τη συμβουλή του κρεϊζιμόνκυ (ή μήπως πάλι δε θυμάμαι καλά;) "κατούρα και λίγο", προς όσους πωρώνονται (έτσι γράφεται; sos) υπερβολικά με τα κοινά, σταματώ.
9.3.05
Το κερασάκι στο ΥΓ
Something borrowed, something blue
Περνώντας από το πάρκο που παίζαμε μικροί, έριξα πάλι μια ματιά στο παλιό μνημείο με τις λείες και δύσκολες στην αναρρίχηση πλάκες, αφιερωμένο τότε σε κάτι αρχαίο και λόγω της φθοράς του χρόνου ακαθόριστο, όπου συνηθίζαμε να σκαρφαλώνουμε καθημερινά και να κατακτάμε με φανταστικές σημαίες την κορυφή του Έβερεστ, το ύψωμα 442 ή ένα παρατηρητήριο του εχθρού - και το οποίο έχει πια ευπρεπιστεί φορώντας μάρμαρα και αδριάντες κι έχει μεταβληθεί σε σύγχρονο και καθορισμένο μνημείο των Ιμίων. Πάει πολύς καιρός, αλλά η δική μου αντίδραση είναι ακόμα εκείνη του Snoopy: ο Snoopy μετά από χρόνια επισκέπτεται το ορφανοτροφείο (αν δεν κάνω λάθος) όπου μεγάλωσε. Στη θέση του βρίσκει ένα πολυώροφο πάρκινγκ. “Stupid people”, λέει ο Snoopy, “You are parking on my memories”.
8.3.05
Ευθεία στροφή...
Έλαμπε την νύκτα ταύτην ήλιος ακτινοβόλος
και εχύνετο το μαύρον πέριξ φως των κεραυνών.
Εν σιγή βρονταί εβόων. Ήστραπτε της γης ο θόλος,
και το έδαφος εν λύπη έχαιρε των ουρανών.
Όρθιος εν εγρηγόρσει εκοιμώμην εν τη κλίνη,
ότε αίφνης εμπροσθέν μοι έστη γέρων νεαρός,
κ' εν ευγλώττω σιγή λέγει: τι ανήσυχος γαλήνη,
τι ακτινοβόλον σκότος, τι τερψίλυπος καιρός!
Είσελθε επί του ίππου, κ' έναν μόνο κάμε γύρον
εις τα νώτα του πυθμένος του στησίρρου ποταμού,
ή στους πάγους της Σαχάρας, φίλε, μετά των ζεφύρων
ας απέλθωμεν αμέσως, μένοντες εδώ ομού.
Ταύτα είπε, κ' εις τον τόπον έμεινεν αναχωρήσας,
χωρίς λέξη να ακούσω, χωρίς λέξιν να ειπή.
Και εσβέσθησαν τα σκότη, και ηκτινοβόλει δύσας,
ο εβενινόθροξ Φοίβος και η μαύρη αστραπή.
(Ο Παναγιώτης Πανάς, επτανήσιος, ριζοσπάστης, τα ρίχνει στη ρομαντική αθηναϊκή σχολή το 1872 σαρκάζοντας το ποιητικό κατεστημένο της περιόδου, μετέπειτα πρότυπο του ποιητή Φαμφάρα - αλλά πάντα μου άρεσε και ως παιχνίδι με τις λέξεις...)
7.3.05
Δύο ματιές
Ένας ενδιαφέρων οιονεί διάλογος:
η πρώτη φωνή και η δεύτερη φωνή
Η σωστή διάγνωση προηγείται κάθε θεραπευτικής απόπειρας.
η πρώτη φωνή και η δεύτερη φωνή
Η σωστή διάγνωση προηγείται κάθε θεραπευτικής απόπειρας.
Προς ανώνυμο βρομόγκαζο
Κι εσένα, όλο χρώμια,
κι εμένα στο Σουζούκι,
το ίδιο φανάρι μάς πιάνει.
κι εμένα στο Σουζούκι,
το ίδιο φανάρι μάς πιάνει.
6.3.05
Eyes burning holes through you
Κάπου στη μέση του δρόμου μετά το κάπως φιλάργυρο στη διαχείριση του πλούτου τού (σε σχέση με τα υπόλοιπα, πάντα) A Game of You και πριν από τη δραματική κορύφωση του Brief Lives, ο Neil Gaiman έγραψε μια ιστορία-μέσα-σε-μια-ιστορία που λεγόταν The Hunt, όπου ένας παππούς διηγείται ένα παραμύθι για τον παλιό καιρό στην εγγονή του. Συνάντησα τη χάρτινη ηρωίδα στο μετρό το απόγευμα. Την αναγνώρισα από τα μάτια της. Είχαν την ίδια παράδοξα φωτεινή και μοναδικά διαφορετική ποιότητα του πράσινου που σε έκανε στο τελευταίο πάνελ να αναρωτιέσαι αν μεταμορφωνόταν και εκείνη σε λυκάνθρωπο.
Ένα σημείωμα με πολλές ξένες λέξεις
Frustration: λέξη για την οποία δεν υπάρχει μονολεκτική μετάφραση στα ελληνικά (κι αυτό συνεπάγεται πολύ λιγότερα από όσα οι λεξικεντρικοί νομίζουν). Οργή και απογοήτευση μαζί. Ναι, συμφωνήσαμε να μη γίνει αυτός ο χώρος ειδησεογραφικό πρακτορείο, αλλά πώς να νιώσει κανείς διαβάζοντας τη μίνι συνέντευξη Κούγια στο ΒΗΜΑgazino; (Ορίστε, malefic συμπλογκιστή μου, είχαμε δεν είχαμε τον πιάσαμε τον Κούγια.) Τού το είπαν πως θα δημοσιευτεί; Ή πάλι τι να σκεφτεί με το παρόν, και δη την κατώνειας έμπνευσης (ξέρετε τώρα: et praeterea censeo Carthaginem delendam esse) κατακλείδα του;
Είπαμε, αν δε μας φάνε οι πούστηδες, έχουνε πιάσει σειρά οι ξένοι και οι Τούρκοι (άσε δε τις Τουρκάλες). Ξανακυλήσαμε έτσι στην πιο σκληροπυρηνική εκδοχή ενός lato sensu παπανδρεϊσμού, σαν τον πάλαι ποτέ της δεκαετίας του '80.
Κι είχα σκοπό να σας γράψω κάτι πιπεράτα σεξουαλικά, μπας και αυξήσω λίγο την κίνηση 'δω μέσα...
Είπαμε, αν δε μας φάνε οι πούστηδες, έχουνε πιάσει σειρά οι ξένοι και οι Τούρκοι (άσε δε τις Τουρκάλες). Ξανακυλήσαμε έτσι στην πιο σκληροπυρηνική εκδοχή ενός lato sensu παπανδρεϊσμού, σαν τον πάλαι ποτέ της δεκαετίας του '80.
Κι είχα σκοπό να σας γράψω κάτι πιπεράτα σεξουαλικά, μπας και αυξήσω λίγο την κίνηση 'δω μέσα...
5.3.05
Public Space...
Οι πολλαπλές ζωές μας είναι εξίσου δεδομένες με τις πολλαπλές μας ταυτότητες. «Επαγγελματικός βίος», «προσωπική ζωή», «κοινωνική ζωή», «ιδιωτικός βίος» πέρα από έννοιες χρήσιμες στο πάλαι ποτέ μάθημα της έκθεσης, ορίζουν διακριτούς «χώρους» ανθρώπινης δραστηριότητας. Μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού βίου, για παράδειγμα, ανοίγεται ένα χάσμα, καθώς δημόσιος και ιδιωτικός χώρος συγκροτούνται στη βάση διαφορετικής λογικής και συνεπάγονται διαφορετικές στάσεις, συμπεριφορές, αποδοχές, απαγορεύσεις και αποκλεισμούς: σκεφτείτε ένα dress code για το σπίτι, απαιτείστε ακρίβεια χιλιοστού στη διάταξη της σαλάτας ή προσπαθήστε να κάνετε έρωτα στο γραφείο... Η δημόσια έκφραση, επομένως, του ιδιωτικού στοιχείου αποτελεί ουσιαστικά αντίφαση, τουλάχιστον όσον αφορά τις έννοιες αυτές όπως τις οργανώνουμε κατά κανόνα και όπως τις νοούμε στην εποχή της νεωτερικότητας. Στη νεωτερική περίοδο η δημόσια σφαίρα διαγράφεται με περισσότερη σαφήνεια και η ιδιωτική συγκροτείται με ιδιαίτερη φροντίδα και τα όρια μεταξύ τους σταδιακά στεγανοποιούνται σε σύγκριση με το παρελθόν, όπου ο θάνατος, π.χ., ήταν μια open day, ατέλειωτη παρέλαση φίλων, συγγενών ή και περιέργων.[1] Το ημερολόγιο, για παράδειγμα, o κατεξοχήν συνειρμός για την έκφραση privacy, στην πραγματικότητα έχει σαφείς διαβαθμίσεις: κάτω από την ίδια έννοια στεγάζονται τόσο το ημερολόγιο κυβερνήτη του Τιτανικού όσο και το προσωπικό ημερολόγιο της γυναίκας ενός αστού επιβάτη, ωστόσο η απόσταση ανάμεσά τους ορίζεται από το για ποιον γράφεται το καθένα, για τους ασφαλιστές του Lloyd ή για τα μάτια σου μόνο.
Ωστόσο, το αν το παράδειγμα αναφέρεται στην ίδια νεωτερικότητα του ίδιου δημόσιου και ιδιωτικού στοιχείου που βιώνουμε οι εδώ, ελέγχεται. Δύσκολα θα τοποθετούσε κανείς τον Φιλέα Φογκ πλάϊ στον Ντέϊβιντ Μπέκαμ ή, για να είμαστε δίκαιοι απέναντι στον Φιλέα, έστω τον William Gladstone δίπλα στον Tony Blair… Στο πλέγμα αυτό της «μετανεωτερικότητας» ο Richard Sennett κατέγραφε το 1977 την παρακμή του δημόσιου χώρου και την αποχώρηση του σύγχρονου ανθρώπου στην ιδιωτική ζωή.[2] Ωστόσο, ο δημόσιος χώρος, με την έννοια του forum, αν και δεν έφυγε ποτέ από κοντά μας, ίσως να είναι περισσότερο παρών από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και εντεύθεν: have modem, will connect. Ίσως και online, will message/chat/blog (κατά σειρά εμφάνισης)... Η επικοινωνιακή τους λειτουργία τα εντάσσει ουσιαστικά σε ένα χώρο εικονικής (με την έννοια του virtual) τρόπον τινα «κοινωνίας πολιτών», όπου newsgroups, κανάλια και rooms συνιστούν χαλαρές ομάδες επαφών και το blog δυναμική ατομική έκφραση. Και βέβαια το blog (όπως έχει προτείνει ο Sraosha σε υπόδειξη που ίσως επαναλάβει και επεκτείνει ως αντίβαρο στη μακρολογία μου) αποτελεί, όπως και το ημερολόγιο άλλωστε στον 19ο αιώνα, μέσο: γίνεσαι κατά περίπτωση τιμητής του Dan Rather, Νίκος Χατζηνικολάου στη θέση του Νίκου Χατζηνικολάου, κοινωνός προσωπικών εμπειριών. To μέσο βέβαια διαμεσολαβεί: στην περίπτωσή μας, το δημόσιο με το ιδιωτικό. Στο Internet δεν υπάρχει ουσιαστικά δραστηριότητα που η νεωτερικότητα καθιέρωσε στη σφαίρα του ιδιωτικού, η οποία να μην έχει μεταδοθεί live: καθημερινή ζωή, σεξ, γέννηση, θάνατος, αυτοκτονία. Το θέμα είναι κατά πόσο θεωρεί κανείς τη belle du jour εξαίρεση ή κανόνα, από την άποψη (και το σκοπό) της εκχώρησης του προσωπικού. Το τελικό ερώτημα είναι αν τελικά ο ιδιωτικός βίος στη «δεύτερη», «ρευστή», «μετά» νεωτερική εποχή του Internet, ξεφεύγει από τα προδιαγεγραμμένα του όρια και αποβαίνει, υπό προϋποθέσεις, σαφώς πιο «δημόσιος» από ότι ως και στο πρόσφατο παρελθόν...
Quite the roundabout way to ask: what does a blog signify…
[1] Philippe Ariés, Ο Άνθρωπος ενώπιον του Θανάτου, τ. 2, Αθήνα 1999, σ. 395 κ.ε.
[2] Richard Sennett, Η Τυραννία της Οικειότητας, Αθήνα 1999.
Ωστόσο, το αν το παράδειγμα αναφέρεται στην ίδια νεωτερικότητα του ίδιου δημόσιου και ιδιωτικού στοιχείου που βιώνουμε οι εδώ, ελέγχεται. Δύσκολα θα τοποθετούσε κανείς τον Φιλέα Φογκ πλάϊ στον Ντέϊβιντ Μπέκαμ ή, για να είμαστε δίκαιοι απέναντι στον Φιλέα, έστω τον William Gladstone δίπλα στον Tony Blair… Στο πλέγμα αυτό της «μετανεωτερικότητας» ο Richard Sennett κατέγραφε το 1977 την παρακμή του δημόσιου χώρου και την αποχώρηση του σύγχρονου ανθρώπου στην ιδιωτική ζωή.[2] Ωστόσο, ο δημόσιος χώρος, με την έννοια του forum, αν και δεν έφυγε ποτέ από κοντά μας, ίσως να είναι περισσότερο παρών από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και εντεύθεν: have modem, will connect. Ίσως και online, will message/chat/blog (κατά σειρά εμφάνισης)... Η επικοινωνιακή τους λειτουργία τα εντάσσει ουσιαστικά σε ένα χώρο εικονικής (με την έννοια του virtual) τρόπον τινα «κοινωνίας πολιτών», όπου newsgroups, κανάλια και rooms συνιστούν χαλαρές ομάδες επαφών και το blog δυναμική ατομική έκφραση. Και βέβαια το blog (όπως έχει προτείνει ο Sraosha σε υπόδειξη που ίσως επαναλάβει και επεκτείνει ως αντίβαρο στη μακρολογία μου) αποτελεί, όπως και το ημερολόγιο άλλωστε στον 19ο αιώνα, μέσο: γίνεσαι κατά περίπτωση τιμητής του Dan Rather, Νίκος Χατζηνικολάου στη θέση του Νίκου Χατζηνικολάου, κοινωνός προσωπικών εμπειριών. To μέσο βέβαια διαμεσολαβεί: στην περίπτωσή μας, το δημόσιο με το ιδιωτικό. Στο Internet δεν υπάρχει ουσιαστικά δραστηριότητα που η νεωτερικότητα καθιέρωσε στη σφαίρα του ιδιωτικού, η οποία να μην έχει μεταδοθεί live: καθημερινή ζωή, σεξ, γέννηση, θάνατος, αυτοκτονία. Το θέμα είναι κατά πόσο θεωρεί κανείς τη belle du jour εξαίρεση ή κανόνα, από την άποψη (και το σκοπό) της εκχώρησης του προσωπικού. Το τελικό ερώτημα είναι αν τελικά ο ιδιωτικός βίος στη «δεύτερη», «ρευστή», «μετά» νεωτερική εποχή του Internet, ξεφεύγει από τα προδιαγεγραμμένα του όρια και αποβαίνει, υπό προϋποθέσεις, σαφώς πιο «δημόσιος» από ότι ως και στο πρόσφατο παρελθόν...
Quite the roundabout way to ask: what does a blog signify…
[1] Philippe Ariés, Ο Άνθρωπος ενώπιον του Θανάτου, τ. 2, Αθήνα 1999, σ. 395 κ.ε.
[2] Richard Sennett, Η Τυραννία της Οικειότητας, Αθήνα 1999.
4.3.05
Η μέθοδος των τριών
ΠΑΣΟΚ: Εξωτερική πολιτική - Εσωτερική πολιτική 2-0
ΝΔ: Εξωτερική πολιτική - Εσωτερική πολιτική 0-0
Είναι και αμήχανος ο Καραμανλάκος στα εξωτερικά...
ΝΔ: Εξωτερική πολιτική - Εσωτερική πολιτική 0-0
Είναι και αμήχανος ο Καραμανλάκος στα εξωτερικά...
2.3.05
εκ της τέφρας μου αναγεννώμαι
Καλά τα λέει ο Γιανναράς, καλά κι ο Αρανίτσης. Aκούστε και τον Καριώτογλου. Καλά κάνει και ο κόσμος και ξυπνάει (;) και αντιδράει (;;;) Εγώ πάλι ξέρω ένα πράγμα: μόνον 'άσχημα νέα' (κατ' ευφημισμόν) ακούμε από τις 30 Αυγούστου 2004, όταν βγήκα στην Αλεξάνδρας και τη βρήκα φρακαρισμένη, με το τέλος της ολυμπιακής οδικής εκεχειρίας.
Μέχρι τους Ολυμπιακούς (που, αλίμονο, πάνε, τελειώσανε και δεν θα ξαναρθούν) και από το 1999, οπότε άρχισε για πρώτη φορά να με απασχολεί το θέμα ‘Ελλάδα’, ενώ στρογγυλοκαθόμουνα στην Εσπερία, κάθε φορά που ερχόμουνα στην πατρίδα (την Αθήνα, μαζί με το Λονδίνο, την Πράγα, το Παρίσι και την Ολλανδία -- φαιδροί υποκειμενισμοί, δηλαδή) όλο και πιο καλά τα έβρισκα τα πράγματα, όλο και λίγο πιο όμορφα, όλο και λίγο ψηλότερα, να πούμε (που λέει κι ο ποιητής). Όλοι μου λέγανε πως είμαι εκτός πραγματικότητας, όμως ποιος έπαιρνε τότε στα σοβαρά την ελληνική κλαψομουρμούρα; Τον διέψευδαν τα γεγονότα: ο τόπος ομόρφαινε, άλλαζε σε «έργα και λόγια, στοχασμούς».
Και μετά ήρθε η 30η Αυγούστου. Και έκτοτε η κλάψα, μέρα με τη μέρα, φαίνεται να αυξάνεται ως προς την αντιπροσωπευτική της αξία. Ίσως μετά τους Ολυμπιακούς, να επιστρέψαμε στον συμπαθή νεοελληνικό μηδενισμό και ίσως δεν θα ξαναβρούμε συλλογικές και υψηλές προσπάθειες να μάς σηκώσουν πάνω από την (δικαιολογημένη πια) κλάψα και ατέλειωτη μεμψιμοιρία -- με εξαίρεση φυσικά προσφιλείς ζωοπανηγύρεις τύπου ριάλιτι και Γιουροβίζιον, καθώς και το πάντοτε επίκαιρο κυνήγι του αλλοδαπού, του κουσουρεμένου και του προκλητικού Τούρκου (πού να δείτε και τις Τουρκάλες εκφωνήτριες, δηλαδή). Ίσως πάλι μέσα στην κοπριά κάπου να κοιμάται ο σπόρος, περιμένοντας να βλαστήσει: λ.χ., άκουσα για το σώμα εθελοντών διασωστών Έβρου απόψε. Ποιος ξέρει.
Πού κολλάει ο τίτλος; Και στο ότι ο χουντόφρων (το παιδί ‘διάβαζε’) παπίσκος και η χριστοκάπηλη κουστωδία του μας τάιζαν αποτρόπαιες ιδεολογίες τόσα χρόνια κι όλοι χειροκροτούσαμε σα γαϊδούρια σ’ αχυρώνα ή χαζεύαμε απλώς, σαν παρακείμενα ποντίκια.
Τρομάαααααρα μας.
Μέχρι τους Ολυμπιακούς (που, αλίμονο, πάνε, τελειώσανε και δεν θα ξαναρθούν) και από το 1999, οπότε άρχισε για πρώτη φορά να με απασχολεί το θέμα ‘Ελλάδα’, ενώ στρογγυλοκαθόμουνα στην Εσπερία, κάθε φορά που ερχόμουνα στην πατρίδα (την Αθήνα, μαζί με το Λονδίνο, την Πράγα, το Παρίσι και την Ολλανδία -- φαιδροί υποκειμενισμοί, δηλαδή) όλο και πιο καλά τα έβρισκα τα πράγματα, όλο και λίγο πιο όμορφα, όλο και λίγο ψηλότερα, να πούμε (που λέει κι ο ποιητής). Όλοι μου λέγανε πως είμαι εκτός πραγματικότητας, όμως ποιος έπαιρνε τότε στα σοβαρά την ελληνική κλαψομουρμούρα; Τον διέψευδαν τα γεγονότα: ο τόπος ομόρφαινε, άλλαζε σε «έργα και λόγια, στοχασμούς».
Και μετά ήρθε η 30η Αυγούστου. Και έκτοτε η κλάψα, μέρα με τη μέρα, φαίνεται να αυξάνεται ως προς την αντιπροσωπευτική της αξία. Ίσως μετά τους Ολυμπιακούς, να επιστρέψαμε στον συμπαθή νεοελληνικό μηδενισμό και ίσως δεν θα ξαναβρούμε συλλογικές και υψηλές προσπάθειες να μάς σηκώσουν πάνω από την (δικαιολογημένη πια) κλάψα και ατέλειωτη μεμψιμοιρία -- με εξαίρεση φυσικά προσφιλείς ζωοπανηγύρεις τύπου ριάλιτι και Γιουροβίζιον, καθώς και το πάντοτε επίκαιρο κυνήγι του αλλοδαπού, του κουσουρεμένου και του προκλητικού Τούρκου (πού να δείτε και τις Τουρκάλες εκφωνήτριες, δηλαδή). Ίσως πάλι μέσα στην κοπριά κάπου να κοιμάται ο σπόρος, περιμένοντας να βλαστήσει: λ.χ., άκουσα για το σώμα εθελοντών διασωστών Έβρου απόψε. Ποιος ξέρει.
Πού κολλάει ο τίτλος; Και στο ότι ο χουντόφρων (το παιδί ‘διάβαζε’) παπίσκος και η χριστοκάπηλη κουστωδία του μας τάιζαν αποτρόπαιες ιδεολογίες τόσα χρόνια κι όλοι χειροκροτούσαμε σα γαϊδούρια σ’ αχυρώνα ή χαζεύαμε απλώς, σαν παρακείμενα ποντίκια.
Τρομάαααααρα μας.
Καθοδικός σωλήνας
Επιστρέφοντας κανείς από κάπου όπου τρώγεται μια αξιοπρεπής quesadilla, αντικρύζει μεταμεσονυκτίως τα γένια του μητροπολίτη της ώρας (κατά το man of the hour - όχι κατά τα ψητά) και νοσταλγεί την αθώα εποχή του Παπασούζα Φαντομά.
1.3.05
Γάμ(μ)α
Σκεφτόμουνα κι εγώ με την τσίμπλα στο μάτι από πού να αρχίσω, κι ευτυχώς χρησμοδότησε ο Rakasha το in medias res, οπότε εδώ είμαστε.
Κατ' αρχήν το προφέρουμε το διπλό μμ ή όχι; Πρέπει; Όχι, ε;
Μιλώντας για διπλά μμ, έχει παρατηρήσει κανείς πως ο αρχιτέκτονας της κυπριακής παρασπονδίας είναι πλέον ο 'αδιάλλακτος'; Να το λοιπόν, πάει μάνι μάνι το παλιό καλό κλισεδάκι "η αδιαλλαξία της Άγκυρας / του Ντενκτάς" κτλ. Άντε, σειρά τώρα έχει και το άλλο χιτάκι: "μαίνεται η πυρκαγιά". Ή μήπως "η μανία του Εγκέλαδου"; Μπα σε καλό σας, πού να ξέρω πρωί-πρωί
Κατ' αρχήν το προφέρουμε το διπλό μμ ή όχι; Πρέπει; Όχι, ε;
Μιλώντας για διπλά μμ, έχει παρατηρήσει κανείς πως ο αρχιτέκτονας της κυπριακής παρασπονδίας είναι πλέον ο 'αδιάλλακτος'; Να το λοιπόν, πάει μάνι μάνι το παλιό καλό κλισεδάκι "η αδιαλλαξία της Άγκυρας / του Ντενκτάς" κτλ. Άντε, σειρά τώρα έχει και το άλλο χιτάκι: "μαίνεται η πυρκαγιά". Ή μήπως "η μανία του Εγκέλαδου"; Μπα σε καλό σας, πού να ξέρω πρωί-πρωί
...and then there was B
Nel mezzo del cammin di nostra vita...
Όχι κατά κυριολεξία, αλλά για να δηλωθεί το in medias res της κατάστασης - εκτός του ότι ο στίχος στο κυβερνοδιαστημικό του περιβάλλον μοιάζει να αποπνέει μια essence Eco.
P.S. A, επί τη ευκαιρία, Salutations to Ganesha...