30.5.06
Διάλογος
Παραθέτω απόσπασμα από συζήτησή μου με τον Τάλω που ίσως έχει κάποιο ευρύτερο ενδιαφέρον. Ξεκίνησα εγώ, μεταφέροντας σχεδόν αυτούσιες τις απόψεις της συμβίας:
α. Κανείς δε θέλει να μάθει τίποτε από τους άλλους -- άλλωστε αυτό σου διδάσκει και το ελληνικό σχολείο,
β. Όσοι είχαν απλώς απόψεις, τώρα -- λόγω Ίντερνετ -- μπορούνε να βρουν μόνοι τους τις πληροφορίες που έχουν ανάγκη για να στηρίξουν τις απόψεις τους και να γίνουν σεντονάδες (εξακολουθεί φυσικά πάντα να τους λείπει η προπαιδεία, η κατάρτιση, η θεμελίωση και το βασάνισμα των ιδεών από τον ορθό λόγο, τον κοινό νου, την εμπειρία),
γ. Για διάλογο φυσικά, ούτε λόγος (βλέπε α.).
Ο δε Τάλως συμπλήρωσε:
α. Χειρότερα ακόμα... κανένας δεν πιστεύει ότι υπάρχει κάτι να μάθει από τους άλλους,
β. Το Google έχει κάνει την επιλεκτική τεκμηρίωση "υψηλή τέχνη", οπότε αν ψάχνεις για κάτι να στηρίξεις τις απόψεις σου θα το βρείς (και δεν θα βρεις τα 500 που την καταρρίπτουν),
γ. Γενικά υπάρχει μια άγνοια του τι σημαίνει συζητώ δημόσια (ή ιδιωτικά) και τι σημαίνει επιχειρηματολογία -- που προηγείται πολύ του διαδικτύου. Είναι παλιό πρόβλημα (όχι μόνο Ελληνικό, αλλά έντονο εδώ κάτω).
α. Κανείς δε θέλει να μάθει τίποτε από τους άλλους -- άλλωστε αυτό σου διδάσκει και το ελληνικό σχολείο,
β. Όσοι είχαν απλώς απόψεις, τώρα -- λόγω Ίντερνετ -- μπορούνε να βρουν μόνοι τους τις πληροφορίες που έχουν ανάγκη για να στηρίξουν τις απόψεις τους και να γίνουν σεντονάδες (εξακολουθεί φυσικά πάντα να τους λείπει η προπαιδεία, η κατάρτιση, η θεμελίωση και το βασάνισμα των ιδεών από τον ορθό λόγο, τον κοινό νου, την εμπειρία),
γ. Για διάλογο φυσικά, ούτε λόγος (βλέπε α.).
Ο δε Τάλως συμπλήρωσε:
α. Χειρότερα ακόμα... κανένας δεν πιστεύει ότι υπάρχει κάτι να μάθει από τους άλλους,
β. Το Google έχει κάνει την επιλεκτική τεκμηρίωση "υψηλή τέχνη", οπότε αν ψάχνεις για κάτι να στηρίξεις τις απόψεις σου θα το βρείς (και δεν θα βρεις τα 500 που την καταρρίπτουν),
γ. Γενικά υπάρχει μια άγνοια του τι σημαίνει συζητώ δημόσια (ή ιδιωτικά) και τι σημαίνει επιχειρηματολογία -- που προηγείται πολύ του διαδικτύου. Είναι παλιό πρόβλημα (όχι μόνο Ελληνικό, αλλά έντονο εδώ κάτω).
27.5.06
Επί προσωπικού
Βλέποντας την Παρασκευή το πρωί φρέσκια φρέσκια μέσω RSS τη μούρη του von Clausewitz (ινδάλματος των απανταχού γης πολεμοκάπηλων) κάτω από τον σαφέστατο τίτλο "Στρατηγικές Παράμετροι ενός Ελληνοτουρκικού Πολέμου" στενοχωρήθηκα αφάνταστα: το θεώρησα πράξη μπλογκικής αναισθησίας εκ μέρους του αξιόπιστου Μπατζανάκη, μια και περνάμε μέρες πονηρές. Διάβασα προσεκτικά και πολλές φορές το κείμενο που ακολουθούσε, το διάβασα όχι ως λογοτεχνία (όπου η πολυσημία, το διφορούμενο και το διαρκώς διαλανθάνον, αν δεν επιβάλλονται, τουλάχιστον κρύβονται πίσω από τη γωνία) αλλά ως κείμενο άποψης και γνώμης. Με ενόχλησε βαθύτατα. Επαναλαμβάνω, διάβασα το κείμενο, όχι αν το έγραψε ο χ, ο ψ ή ο ω. Όποιος και να το είχε γράψει θα με ενοχλούσε, ακόμα κι ο Έκο ή ο Rakasha. Αντέδρασα.
Να πω και το άλλο, μια και είμαι από αυτούς που δεν πουλάνε μούρη: δεν το ξέρω το έργο του Κονδύλη (πέραν δυο-τριών ανθολογημένων κειμένων εδώ κι εκεί), μάλιστα δε γνωρίζω το έργο πολλών Ελλήνων 'στοχαστών' (ναι Γεώργιε, το 'τρανού' ήταν ειρωνικό, της αγνοίας μου αν μη τι άλλο): Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου, Κ. Τσιρόπουλου, Π. Κανελλόπουλου, Ε. Παπανούτσου, Β. Φίλια, Ε. Αρβελέρ, Κ. Τσάτσου, Κ. Αξελού, Κ. Τσουκαλά (αυτού νομίζω πως θα έπρεπε), και άλλων πολλών. Δεν το λέω ούτε για καύχημα, ούτε για να δικαιολογηθώ, ούτε για να ερίσω: δεν έχω ούτε χρόνο ούτε διάθεση να ασχοληθώ με πολλά -- εδώ τον Hobsbawm δεν έχω τελειώσει ακόμα.
Διάβασα λοιπόν ένα κείμενο ως κείμενο και με ενόχλησε βαθύτατα το (μάλλον ξεκάθαρο) νόημα όσων κατάλαβα από αυτό το κείμενο, όπως με ενόχλησε και η συγκυρία της δημοσίευσής του στο μπλογκ. Δύο πράγματα όμως μου διέφυγαν:
α. Ο Κονδύλης αποτελεί (κατά τα λεγόμενα φίλων, μην ξεχνάτε πως λείπω πάρα πολλά χρόνια από την Ελλάδα) πανίερη αγελάδα των "αντι-ιμπεριαλιστών / κρυπτοεθνικιστών" γιατί του την έπεσε βαρβάρως και άνευ επιχειρημάτων (κατά τις πάγιες πρακτικές της) η παλαιοκομμουνιστική λίγκα φωνασκώντας. Βεβαίως, ουαί κι αλίμονο εάν όποιος υφίσταται τις ασχημοσύνες των παλαιοκομμουνιστών (όπως λ.χ. ο Γιανναράς στο παρελθόν) αναγορεύεται αυτοδικαίως, αναδρομικά και απαρασάλευτα σε αυθεντία, όμως έτσι γίνεται μάλλον.
β. Περί φασισμού: ο Κουκουζέλης με επιτίμησε γιατί έβαλα στη συζήτηση την κατηγορία "φασισμός". Θεώρησε πως επέλεξα να σείσω το μορμολύκειο περιφρονώντας ή αφήνοντας κατά μέρος την επιχειρηματολογία· μάλιστα μου επισήμανε τον καινοπαγή αλλά καίριο νόμο του Godwin. Θα προσπεράσω το ότι κανείς φασίστας δε θέλει να τον αποκαλούν έτσι, αν και είναι σημαντικό, και θα αναφέρω το εξής: πιστεύω πως τα εν σπέρματι στοιχεία και η εν γένει δυνατότητα του φασισμού ενυπάρχουν σε όλες τις κοινωνίες που είναι οργανωμένες σε κράτη αλλά και σε όλα τα ανθρώπινα όντα που ζουν και αναπτύσσονται σε τέτοιες κοινωνίες -- δηλαδή σε όλους μας -- είτε λόγω της κρατικής ιδεολογίας, είτε λόγω της ανάγκης (;) μας να συμμορφωνόμαστε και να μη διαφέρουμε. Αυτό το έχω ξεκάθαρο μέσα μου: είμαστε όλοι δυνάμει φασίστες, είμαστε απλώς τυχεροί που δε ζούμε στη Μεσευρώπη του 1933. Η πεποίθησή μου αυτή παγιώθηκε όχι από τα ελλιπή διαβάσματά μου γύρω από την Αναρχία (ρωτήστε την Κυρα-'Ντολίνα σχετικά με την Αναρχία), αλλά όταν είδα το συγκλονιστικό 'Νύχτα και Ομίχλη' του Ρεναί, τη μία ταινία επί του θέματος που πρέπει να δει κανείς οπωσδήποτε.
Να πω και το άλλο, μια και είμαι από αυτούς που δεν πουλάνε μούρη: δεν το ξέρω το έργο του Κονδύλη (πέραν δυο-τριών ανθολογημένων κειμένων εδώ κι εκεί), μάλιστα δε γνωρίζω το έργο πολλών Ελλήνων 'στοχαστών' (ναι Γεώργιε, το 'τρανού' ήταν ειρωνικό, της αγνοίας μου αν μη τι άλλο): Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου, Κ. Τσιρόπουλου, Π. Κανελλόπουλου, Ε. Παπανούτσου, Β. Φίλια, Ε. Αρβελέρ, Κ. Τσάτσου, Κ. Αξελού, Κ. Τσουκαλά (αυτού νομίζω πως θα έπρεπε), και άλλων πολλών. Δεν το λέω ούτε για καύχημα, ούτε για να δικαιολογηθώ, ούτε για να ερίσω: δεν έχω ούτε χρόνο ούτε διάθεση να ασχοληθώ με πολλά -- εδώ τον Hobsbawm δεν έχω τελειώσει ακόμα.
Διάβασα λοιπόν ένα κείμενο ως κείμενο και με ενόχλησε βαθύτατα το (μάλλον ξεκάθαρο) νόημα όσων κατάλαβα από αυτό το κείμενο, όπως με ενόχλησε και η συγκυρία της δημοσίευσής του στο μπλογκ. Δύο πράγματα όμως μου διέφυγαν:
α. Ο Κονδύλης αποτελεί (κατά τα λεγόμενα φίλων, μην ξεχνάτε πως λείπω πάρα πολλά χρόνια από την Ελλάδα) πανίερη αγελάδα των "αντι-ιμπεριαλιστών / κρυπτοεθνικιστών" γιατί του την έπεσε βαρβάρως και άνευ επιχειρημάτων (κατά τις πάγιες πρακτικές της) η παλαιοκομμουνιστική λίγκα φωνασκώντας. Βεβαίως, ουαί κι αλίμονο εάν όποιος υφίσταται τις ασχημοσύνες των παλαιοκομμουνιστών (όπως λ.χ. ο Γιανναράς στο παρελθόν) αναγορεύεται αυτοδικαίως, αναδρομικά και απαρασάλευτα σε αυθεντία, όμως έτσι γίνεται μάλλον.
β. Περί φασισμού: ο Κουκουζέλης με επιτίμησε γιατί έβαλα στη συζήτηση την κατηγορία "φασισμός". Θεώρησε πως επέλεξα να σείσω το μορμολύκειο περιφρονώντας ή αφήνοντας κατά μέρος την επιχειρηματολογία· μάλιστα μου επισήμανε τον καινοπαγή αλλά καίριο νόμο του Godwin. Θα προσπεράσω το ότι κανείς φασίστας δε θέλει να τον αποκαλούν έτσι, αν και είναι σημαντικό, και θα αναφέρω το εξής: πιστεύω πως τα εν σπέρματι στοιχεία και η εν γένει δυνατότητα του φασισμού ενυπάρχουν σε όλες τις κοινωνίες που είναι οργανωμένες σε κράτη αλλά και σε όλα τα ανθρώπινα όντα που ζουν και αναπτύσσονται σε τέτοιες κοινωνίες -- δηλαδή σε όλους μας -- είτε λόγω της κρατικής ιδεολογίας, είτε λόγω της ανάγκης (;) μας να συμμορφωνόμαστε και να μη διαφέρουμε. Αυτό το έχω ξεκάθαρο μέσα μου: είμαστε όλοι δυνάμει φασίστες, είμαστε απλώς τυχεροί που δε ζούμε στη Μεσευρώπη του 1933. Η πεποίθησή μου αυτή παγιώθηκε όχι από τα ελλιπή διαβάσματά μου γύρω από την Αναρχία (ρωτήστε την Κυρα-'Ντολίνα σχετικά με την Αναρχία), αλλά όταν είδα το συγκλονιστικό 'Νύχτα και Ομίχλη' του Ρεναί, τη μία ταινία επί του θέματος που πρέπει να δει κανείς οπωσδήποτε.
24.5.06
Re: post
Προέκταση στον Sraosha
Το βασικό πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας όπως αναδεικνύεται την τελευταία δεκαετία είναι η δυσφορία, η δυσανεξία και η στρεβλή αντίληψη για τις έννοιες όχι μόνο της μειονότητας, αλλά και της μειοψηφίας. Η ένταξή τους στην επίσημη ιδεολογία, την οποία όλοι βιώνουμε και από την οποία είναι δύσκολο να αποστασιοποιηθούμε ώστε να σταθούμε απέναντί της με κριτική σκέψη, είναι προβληματική και η δυσπιστία απέναντί τους εκφράζεται πολλαπλά. Η μειοψηφία σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο οφείλει, σαν μικροαστή νοικοκυρά ταινιών της δεκαετίας του ’50, να «τηρεί τη θέση της», να «μην δίνει δικαιώματα». Κι αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο, γιατί σε επίπεδο νοοτροπιών και ιδεολογιών στην Ελλάδα αποδεχόμαστε πλήρως το common sense της Margaret Thatcher: υφίστανται πολύ συγκεκριμένα όρια, πολιτικά, κοινωνικά, ιδεολογικά, τα οποία συγκροτούν τον κανόνα, τη νόρμα, που στην περίπτωση αυτή νοείται ως δεσμευτική και αποκλειστική. Όσοι και όσα ξεφεύγουν κάποτε από αυτή καταλήγουν «κουλτουριάρηδες», «φωταδιστές», «ευρωλιγούρηδες», «τέρατα» και νουθετούνται για να μην καταλήξουν, οι μωροί, στις αγκάλες του «εχθρού», του οποίου ασφαλώς αποτελούν την πέμπτη φάλαγγα. Το ιδεολογικό μαντρί δεν είναι μεγάλο και ευρύχωρο. Αν δεν θύεις στο βωμό κοινών συλλογικών μανιών και δεν υπακούς στις διάχυτες πεποιθήσεις, αν ζητάς απτές αποδείξεις πριν κρίνεις, αν δεν πείθεσαι από τα υποτιθέμενα αυταπόδεικτα, θα πέσει πάνω σου η ρομφαία του Μάκη και η κατακραυγή των άλλων μεγάλων τριβούνων του λαού. Στο όνομα του οποίου, και των υπόλοιπων μεγάλων κοινών συνισταμένων (πατρίς, θρησκεία, οικογένεια), είθισται να μιλούν κατά κανόνα όσοι δεν αναπτύσσουν σπονδυλική στήλη για να μιλούν πρώτα και κύρια εξ ονόματος του εαυτού τους.
Το βασικό πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας όπως αναδεικνύεται την τελευταία δεκαετία είναι η δυσφορία, η δυσανεξία και η στρεβλή αντίληψη για τις έννοιες όχι μόνο της μειονότητας, αλλά και της μειοψηφίας. Η ένταξή τους στην επίσημη ιδεολογία, την οποία όλοι βιώνουμε και από την οποία είναι δύσκολο να αποστασιοποιηθούμε ώστε να σταθούμε απέναντί της με κριτική σκέψη, είναι προβληματική και η δυσπιστία απέναντί τους εκφράζεται πολλαπλά. Η μειοψηφία σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο οφείλει, σαν μικροαστή νοικοκυρά ταινιών της δεκαετίας του ’50, να «τηρεί τη θέση της», να «μην δίνει δικαιώματα». Κι αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο, γιατί σε επίπεδο νοοτροπιών και ιδεολογιών στην Ελλάδα αποδεχόμαστε πλήρως το common sense της Margaret Thatcher: υφίστανται πολύ συγκεκριμένα όρια, πολιτικά, κοινωνικά, ιδεολογικά, τα οποία συγκροτούν τον κανόνα, τη νόρμα, που στην περίπτωση αυτή νοείται ως δεσμευτική και αποκλειστική. Όσοι και όσα ξεφεύγουν κάποτε από αυτή καταλήγουν «κουλτουριάρηδες», «φωταδιστές», «ευρωλιγούρηδες», «τέρατα» και νουθετούνται για να μην καταλήξουν, οι μωροί, στις αγκάλες του «εχθρού», του οποίου ασφαλώς αποτελούν την πέμπτη φάλαγγα. Το ιδεολογικό μαντρί δεν είναι μεγάλο και ευρύχωρο. Αν δεν θύεις στο βωμό κοινών συλλογικών μανιών και δεν υπακούς στις διάχυτες πεποιθήσεις, αν ζητάς απτές αποδείξεις πριν κρίνεις, αν δεν πείθεσαι από τα υποτιθέμενα αυταπόδεικτα, θα πέσει πάνω σου η ρομφαία του Μάκη και η κατακραυγή των άλλων μεγάλων τριβούνων του λαού. Στο όνομα του οποίου, και των υπόλοιπων μεγάλων κοινών συνισταμένων (πατρίς, θρησκεία, οικογένεια), είθισται να μιλούν κατά κανόνα όσοι δεν αναπτύσσουν σπονδυλική στήλη για να μιλούν πρώτα και κύρια εξ ονόματος του εαυτού τους.
23.5.06
Πωπώ κι αμάν
Σήμερα στην πρωινή εκπομπή της ΝΕΤ: Κανέλλη (αφύσικα σιωπηλή, μπα), Μπίστης και κάτι άλλοι.
Κάτι έλεγε ο Μπίστης, πρέπει, λέει, να πάψουμε να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Όταν πήγε ο Ερντογάν στη Θράκη δεν επισκέφθηκε τη μειονότητα ούτε ως μουεζίνης ούτε ως μούφτης. Αλλιώς κάθε ηγέτης μουσουλμανικής χώρας που θα ερχόταν στην Ελλάδα θα τους επισκεπτόταν, όπως, πρόσφατα, ο Πακιστανός πρωθυπουργός.
Εξανίσταται ο ένας από τους δύο παρουσιαστές (ούτε που ξέρω ποιος είναι ποιος, ο ένας λέγεται Λυρίτζης, πάντως) και του λέει:
Παρενθετικά να παραθέσω τα εξής δύο:
Ο πόνος για ακριβοδίκαιο και λεπτομερή προσδιορισμό και ταξινόμηση μειονοτικών πληθυσμών μας πιάνει μόνο στη Θράκη. Δεν άκουσα, λ.χ., ποτέ δημοσία να διαχωρίζονται οι Μογλενορουμάνοι από τους Αρμάνους από τους Αρβαντόβλαχους και τους Μακεντόβλαχους. Ωστόσο, οι 'μουσουλμάνοι' της Θράκης χωρίζονται, βεβαίως βεβαίως, σε Τουρκογενείς, Πομάκους και Αθίγγανους (τι όρος κι αυτός!).
Στην Ελλάδα, η αναγωγή μιας τοπικής ποικιλίας σε γλώσσα είναι δόκιμη και αποδεκτή μόνο για τα πομάκικα -- και μάλιστα τώρα τελευταία. Τα αρβανίτικα, τα μακεδονικά (με τις τρεις διαλέκτους τους), οι λατινογενείς ποικιλίες της Νότιας Βαλκανικής ('βλάχικα'), οι πολλές ποικιλίες των ρομάνι (να τα πω 'αθιγγάνικα';) αντιμετωπίζονται είτε ως παραφθαρμένη μορφή κάποιας επίσημης γλώσσας (ελληνικής, βουλγαρικής κ.ο.κ.), είτε καθόλου.
Κάτι έλεγε ο Μπίστης, πρέπει, λέει, να πάψουμε να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Όταν πήγε ο Ερντογάν στη Θράκη δεν επισκέφθηκε τη μειονότητα ούτε ως μουεζίνης ούτε ως μούφτης. Αλλιώς κάθε ηγέτης μουσουλμανικής χώρας που θα ερχόταν στην Ελλάδα θα τους επισκεπτόταν, όπως, πρόσφατα, ο Πακιστανός πρωθυπουργός.
Εξανίσταται ο ένας από τους δύο παρουσιαστές (ούτε που ξέρω ποιος είναι ποιος, ο ένας λέγεται Λυρίτζης, πάντως) και του λέει:
Δηλαδή θα μας πείτε πως η μειονότητα είναι τουρκική;Μπα σε καλό του!
Παρενθετικά να παραθέσω τα εξής δύο:
Ο πόνος για ακριβοδίκαιο και λεπτομερή προσδιορισμό και ταξινόμηση μειονοτικών πληθυσμών μας πιάνει μόνο στη Θράκη. Δεν άκουσα, λ.χ., ποτέ δημοσία να διαχωρίζονται οι Μογλενορουμάνοι από τους Αρμάνους από τους Αρβαντόβλαχους και τους Μακεντόβλαχους. Ωστόσο, οι 'μουσουλμάνοι' της Θράκης χωρίζονται, βεβαίως βεβαίως, σε Τουρκογενείς, Πομάκους και Αθίγγανους (τι όρος κι αυτός!).
Στην Ελλάδα, η αναγωγή μιας τοπικής ποικιλίας σε γλώσσα είναι δόκιμη και αποδεκτή μόνο για τα πομάκικα -- και μάλιστα τώρα τελευταία. Τα αρβανίτικα, τα μακεδονικά (με τις τρεις διαλέκτους τους), οι λατινογενείς ποικιλίες της Νότιας Βαλκανικής ('βλάχικα'), οι πολλές ποικιλίες των ρομάνι (να τα πω 'αθιγγάνικα';) αντιμετωπίζονται είτε ως παραφθαρμένη μορφή κάποιας επίσημης γλώσσας (ελληνικής, βουλγαρικής κ.ο.κ.), είτε καθόλου.
21.5.06
Προτεραιότητες
Όπως σύσσωμος ο ελληνισμός χτες το βράδυ, παρακολούθησα κι εγώ την κάθοδο του χερουβικού άρματος (τι σύλληψη!) επί των δελφινιών και των κυμάτων και επί της Θαλασσινής Κόρης που Βγάζει Αναίτιες Κορώνες (γεια σου ρε Ελύτη!).
Μετά έπληξα ακούγοντας ανούσια τραγουδάκια και μασούλησα πατατάκια.
Μετά γέλασα μέχρι δακρύων που ο Κωνσταντίνος Χριστοφόρου εμφανίστηκε εκπροσωπώντας τον σταυρό της συνομοσπονδιακής Ελβετίας -- η εκδίκηση του δαίμονα της τηλεσκηνοθεσίας για το σχέδιο Ανάν.
Στο μεταξύ απολάμβανα το ατημέλητα κεκαλυμμένο ξίνισμα στα ξανά και ξανά πολεοδομημένα μούτρα της Βίσση κάθε φορά που η χώρα της, η Ελλάδα, τσίμπαγε κάποιο δωδεκάρι κουρτουνιά για την ανεμοδαρμένη κραυγή άρπυιας που και πάλι μάς χάρισε.
Τέλος αναθάρρησα που άνετα βγήκαν πρώτοι οι Κθούλου: ενδεχομένως να ξύπνησε το ευρωπαϊκό κοινό και να αποφάσισε έτσι να το σχολάσει αυτό το δαπανηρότατο πανευρωπαϊκό τσίρκουλο με τα ίδια τα μέσα που δικαιολογούν τη διαιώνισή του: την ψήφο του κοινού. Σ' αυτό θέλω να επιμείνω: ακόμα κι αν οι περισσότεροί μας (λέμε πως) παρακολουθούμε αυτό το καρναβαλίστικο κακέκτυπο βαριετέ για πλάκα και αποστασιοποιημένα, κοστίζει υπερβολικά πολλά χρήματα για να συνεχίζεται η διοργάνωσή του. Αν θέλουμε να ασχοληθούμε με μια ειρωνική δραστηριότητα, μπορούμε να παρακολουθούμε λ.χ. τους πολιτικούς μας -- ή κάτι τέτοιο.
Αφήστε που όλα αυτά περί ειρωνείας και αποστασιοποίησης είναι τελικά υποκρισίες: σήμερα με τα θλιβερά νέα που μάθαμε, μουδιάσαμε και ανοίξαμε την τηλεόραση για να ακούγεται μια φωνή μέσα στο σπίτι: ακουγόταν η σοβαροφάνεια της ΕΡΤ και η προπαγανδιστική κάλυψη του χτεσινού ταρατατζούμ από τα δελτία ειδήσεών της, ακούγονταν εκπομπές που ανέλυαν το θέμα σε βάθος. Έτσι βρέθηκα κι εγώ να γράφω εδώ, παρά το πένθος και την ανησυχία μου για όσους έμειναν πίσω να θυμούνται τον 25χρονο.
Μετά έπληξα ακούγοντας ανούσια τραγουδάκια και μασούλησα πατατάκια.
Μετά γέλασα μέχρι δακρύων που ο Κωνσταντίνος Χριστοφόρου εμφανίστηκε εκπροσωπώντας τον σταυρό της συνομοσπονδιακής Ελβετίας -- η εκδίκηση του δαίμονα της τηλεσκηνοθεσίας για το σχέδιο Ανάν.
Στο μεταξύ απολάμβανα το ατημέλητα κεκαλυμμένο ξίνισμα στα ξανά και ξανά πολεοδομημένα μούτρα της Βίσση κάθε φορά που η χώρα της, η Ελλάδα, τσίμπαγε κάποιο δωδεκάρι κουρτουνιά για την ανεμοδαρμένη κραυγή άρπυιας που και πάλι μάς χάρισε.
Τέλος αναθάρρησα που άνετα βγήκαν πρώτοι οι Κθούλου: ενδεχομένως να ξύπνησε το ευρωπαϊκό κοινό και να αποφάσισε έτσι να το σχολάσει αυτό το δαπανηρότατο πανευρωπαϊκό τσίρκουλο με τα ίδια τα μέσα που δικαιολογούν τη διαιώνισή του: την ψήφο του κοινού. Σ' αυτό θέλω να επιμείνω: ακόμα κι αν οι περισσότεροί μας (λέμε πως) παρακολουθούμε αυτό το καρναβαλίστικο κακέκτυπο βαριετέ για πλάκα και αποστασιοποιημένα, κοστίζει υπερβολικά πολλά χρήματα για να συνεχίζεται η διοργάνωσή του. Αν θέλουμε να ασχοληθούμε με μια ειρωνική δραστηριότητα, μπορούμε να παρακολουθούμε λ.χ. τους πολιτικούς μας -- ή κάτι τέτοιο.
Αφήστε που όλα αυτά περί ειρωνείας και αποστασιοποίησης είναι τελικά υποκρισίες: σήμερα με τα θλιβερά νέα που μάθαμε, μουδιάσαμε και ανοίξαμε την τηλεόραση για να ακούγεται μια φωνή μέσα στο σπίτι: ακουγόταν η σοβαροφάνεια της ΕΡΤ και η προπαγανδιστική κάλυψη του χτεσινού ταρατατζούμ από τα δελτία ειδήσεών της, ακούγονταν εκπομπές που ανέλυαν το θέμα σε βάθος. Έτσι βρέθηκα κι εγώ να γράφω εδώ, παρά το πένθος και την ανησυχία μου για όσους έμειναν πίσω να θυμούνται τον 25χρονο.
11.5.06
Μουσική από το Δυτικό Βασίλειο
Δε θα σας πω για τους κακόμοιρους τους Πιραχά (Pirahã) και τη γλώσσα τους, το έκανε ήδη ο Old Boy με τον δικό του λυρικοσαρκαστικό τρόπο εδώ.
Θα ξεκινήσω από κάποιες σκέψεις και θα πάω σε κάποιες διαπιστώσεις.
Το ελληνικό κράτος (από τον καιρό που ήταν κυκλαδορουμελομοριάς) λειτουργεί (και) ως σύμβολο. Εκπροσωπεί, ενσαρκώνει ή και υποστασιάζει -- αν προτιμάτε, την παρουσία του Ελληνικού πνεύματος στον σύγχρονο δυτικό κόσμο με χειροπιαστό τρόπο και εκτός και εντός των εκάστοτε ελληνικών συνόρων: με τα τοπωνύμιά του, με την ιστορία του, με τη γλώσσα του, με τα ερείπιά του, με χίλια-δυο τόσα άλλα. Αυτό ήτανε πολύ σημαντικό για τον 19ο αιώνα που την είχε ψωνίσει με την Ελλάδα, τον ελληνισμό, τα κλασικά γράμματα και την κλασική τέχνη. Με άλλα λόγια, το ελληνικό κράτος δε στήθηκε για να στεγάσει τους καλοκάγαθους Κεντρο-Σλάβους των νοτίων Άλπεων (Σλοβένους), ούτε τους απογόνους Κελτών, Πικτών και Βρετανών (Σκωτσέζων), ούτε τα ορεινά περισσέματα του φιλέτου της Ευρώπης (Ελβετία) αλλά τους οιονεί απογόνους του Ur-πολιτισμού στο κέντρο του Δυτικού Πολιτισμού και τα μνημεία αυτού του πολιτισμού, από τα ανύπαρκτα ερείπια της Σπάρτης έως τα στενά της Σαλαμίνας. Από ιδεαλιστική και ιδεολογική άποψη, μόνον ένα λόγου χάρη εβραϊκό κράτος θα ήτανε πιο σημαντικό (όμως οι Εβραίοι είναι κακοί και δόλιοι άνθρωποι, γι' αυτό και άργησε να υλοποιηθεί το συγκεκριμένο σενάριο -- άσε που, αντίθετα με τους Έλληνες, ήταν όλο διχόνοιες και δεν έλεγαν με τίποτε να πάνε ούτε στην Ουγκάντα ούτε στην Ουρουγουάη).
Άρα, εφόσον το ελληνικό κράτος θεσμίστηκε ως κράτος-έμβλημα του Δυτικού Πολιτισμού, ως η κολοβή Ντίσνεϋλαντ της κλασικής εποχής, ως ένα απέραντο μουσείο, τελικά καταλήγω να θεωρώ λογικό που το δέρνει ο μαύρος εθνικισμός, η άκρατη σπουδαιοφάνεια, ο επεκτατισμός, η συλλογική οίηση, ποικίλοι μεγαλοϊδεατισμοί και καταλήγω να το θεωρώ φυσικό που την πήρε τελικά και την Ολυμπιάδα (το Ολυμπιακό Ιδεώδες δεν εμφορείται από πανανθρώπινα ιδανικά, μια μαξιμαλιστική έκφραση πανδυτικισμού είναι -- η ελευθερία και τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι πανανθρώπινα).
Τι κάνει λοιπόν το ελληνικό κράτος ως κράτος-έμβλημα του Δυτικού Πολιτισμού, ως η κολοβή Ντίσνεϋλαντ της κλασικής εποχής, ως ένα απέραντο μουσείο που θέλει να είναι πιστό στη θέσμισή του, ως ένα κράτος που θέλει (όπως καλή ώρα η Γαλλία) να δικαιολογεί στη διεθνή κοινότητα τον εθνικισμό του, τις αντιμεταναστευτικές πολιτικές του, τον ντεκαφεϊνέ θρησκομιλιταρισμό του (ποιος τολμάει να σατιρίσει με δριμύτητα Στρατό και Εκκλησία;), τις εκλεκτικές συγγένειές του, τη διεκδίκηση τοπωνυμίων, τη σταδιακή σύνθλιψη του χαρακτήρα εθνογλωσσοθρησκευτικών μειονοτήτων; "Με το να θεραπεύει τις επιστήμες, τον πολιτισμό, τα γράμματα, τις τέχνες." Αυτό εν ολίγοις ήτανε και το πνεύμα πίσω από την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ: ούτε ελεημοσύνη θέλανε (τότε) να μας δώσουν (όπως στους δέκα νεήλυδες), ούτε τα λεφτά μας ζητούσαν (όπως στο κύμα Νορβηγία-Σουηδία-Φινλανδία-Αυστρία): εμείς εκπροσωπούμε το Geist, το (ευρωπαϊκό) πνεύμα!
Αντί να κλαυτώ γενικώς για το ότι ούτε την (ιδεο-φαντασιακή) θέσμισή του δεν τιμάει το Ελληνικό, θα επικεντρωθώ στην εκκωφαντική απουσία μιας πτυχής της: την αποπνικτική έλλειψη μουσικής παιδείας στην Ελλάδα.
Μουσική παιδεία δεν είναι να ακούς Μπαχ στο πούλμαν, Φίλιπ Γκλας στο τρόλεϋ, Παγκανίνι στη φάμπρικα και 'sensual classics 7' στο κωλάδικο, δεν είναι να γνωρίζεις πότε πέθανε ο Μότσαρτ και εάν ο Σούμαν είχε σύφιλη, δεν είναι να θεωρείς τον Ραχμάνινοφ χαλαρωτική μουσική και τον Μπετόβεν πηγή έμπνευσης, δεν είναι να αναγνωρίζεις ότι η παράφωνη κόρνα του ταρίφα μπροστά σου παίζει μια δευτέρα. Επίσης, έλλειψη μουσικής παιδείας δεν είναι η ύπαρξη Βέρας Λάμπρου και Μπέλας Μπούλα, δεν είναι η μυθική προβολή των ντενεκέδων του σκυλοπόπ, δεν είναι ο ισχυρισμός πως το Παγκάκι (Πεγκάκι, μπαρδόν) έχει σωστή φωνή (έχει, αλλά τι τραγουδάει). Για μένα η πιο μπανάλ έκφανση έλλειψης μουσικής παιδείας με βρήκε κατακέφαλα στο Île St. Louis, τρώγοντας παγωτό Μπερτιγιόν σε ένα καφέ με τη Missa Solemnis χαλάκι / ηχητικό μπακγκράουντ.
Τελικά μουσική παιδεία είναι (ανάμεσα σε άλλα) να μπορεί ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού να εκτιμάει και να απολαμβάνει τη μουσική, να κουτσοδιαβάζει μουσική και να κουτσοτραγουδάει και να κουτσοπαίζει και κανα όργανο. Να ξέρει με ποια μουσική θα κάνει έρωτα, με ποιες θα χορέψει, με ποια θα ξεδώσει, με ποια θα βρει ανάταση, με ποια θα χαλαρώσει -- και να του έχουνε δοθεί από την κοινωνία τα εργαλεία για να διαμορφώσει τις δικές του προτιμήσεις ο καθένας αναλόγως. Όπως είμαστε τώρα, μουσικά μοιάζουμε με μια αγράμματη κι αδιάβαστη κοινωνία όπου ψαγμένα και μερακλίδικα άτομα, μοναχικές μονάδες, ψάχνουνε και βρίσκουν και βασανίζουνε τη μουσική, είτε ως εκτελεστές είτε ως ακροατές, κι αυτή τους ανταμείβει.
Αφού σκοπεύουμε να βαραίνουμε τον κόσμο, τους ξένους μας (εμείς, οι κάποτε κατ' εξοχήν ξένοι) και τους γείτονές μας με την εθνική μας έπαρση, με την μάλλον αμερικανικής εμπνεύσεως ριγέ σημαία μας και με τις αρχαίες πέτρες που φυτρώνουν στα ζηλευτά ξερονήσια και τις κατσικοπλαγιές μας, με το ότι μας έπεσε το λαχείο να έχουμε στην κορφή της πρωτεύουσάς μας το τοτέμ της Δύσης και όχι κανένα φρούριο, ας δικαιολογήσουμε επιτέλους την ξιπασιά και τη βία που παράγουμε (κι έχουμε παραγάγει) δίνοντας πίσω κάτι, δικαιολογώντας λίγο την ύπαρξή μας: κάνοντας πολιτισμό, ίσως και μουσική.
Υστερόγραφο: Δυτικό Βασίλειο (χσι λα) είναι το όνομα της Ελλάδας στα κινέζικα, μου το θύμισε σήμερα η xilaren: μέχρι και τους Κινέζους έχουμε πείσει για τη σπουδαιότητά μας...
Θα ξεκινήσω από κάποιες σκέψεις και θα πάω σε κάποιες διαπιστώσεις.
Το ελληνικό κράτος (από τον καιρό που ήταν κυκλαδορουμελομοριάς) λειτουργεί (και) ως σύμβολο. Εκπροσωπεί, ενσαρκώνει ή και υποστασιάζει -- αν προτιμάτε, την παρουσία του Ελληνικού πνεύματος στον σύγχρονο δυτικό κόσμο με χειροπιαστό τρόπο και εκτός και εντός των εκάστοτε ελληνικών συνόρων: με τα τοπωνύμιά του, με την ιστορία του, με τη γλώσσα του, με τα ερείπιά του, με χίλια-δυο τόσα άλλα. Αυτό ήτανε πολύ σημαντικό για τον 19ο αιώνα που την είχε ψωνίσει με την Ελλάδα, τον ελληνισμό, τα κλασικά γράμματα και την κλασική τέχνη. Με άλλα λόγια, το ελληνικό κράτος δε στήθηκε για να στεγάσει τους καλοκάγαθους Κεντρο-Σλάβους των νοτίων Άλπεων (Σλοβένους), ούτε τους απογόνους Κελτών, Πικτών και Βρετανών (Σκωτσέζων), ούτε τα ορεινά περισσέματα του φιλέτου της Ευρώπης (Ελβετία) αλλά τους οιονεί απογόνους του Ur-πολιτισμού στο κέντρο του Δυτικού Πολιτισμού και τα μνημεία αυτού του πολιτισμού, από τα ανύπαρκτα ερείπια της Σπάρτης έως τα στενά της Σαλαμίνας. Από ιδεαλιστική και ιδεολογική άποψη, μόνον ένα λόγου χάρη εβραϊκό κράτος θα ήτανε πιο σημαντικό (όμως οι Εβραίοι είναι κακοί και δόλιοι άνθρωποι, γι' αυτό και άργησε να υλοποιηθεί το συγκεκριμένο σενάριο -- άσε που, αντίθετα με τους Έλληνες, ήταν όλο διχόνοιες και δεν έλεγαν με τίποτε να πάνε ούτε στην Ουγκάντα ούτε στην Ουρουγουάη).
Άρα, εφόσον το ελληνικό κράτος θεσμίστηκε ως κράτος-έμβλημα του Δυτικού Πολιτισμού, ως η κολοβή Ντίσνεϋλαντ της κλασικής εποχής, ως ένα απέραντο μουσείο, τελικά καταλήγω να θεωρώ λογικό που το δέρνει ο μαύρος εθνικισμός, η άκρατη σπουδαιοφάνεια, ο επεκτατισμός, η συλλογική οίηση, ποικίλοι μεγαλοϊδεατισμοί και καταλήγω να το θεωρώ φυσικό που την πήρε τελικά και την Ολυμπιάδα (το Ολυμπιακό Ιδεώδες δεν εμφορείται από πανανθρώπινα ιδανικά, μια μαξιμαλιστική έκφραση πανδυτικισμού είναι -- η ελευθερία και τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι πανανθρώπινα).
Τι κάνει λοιπόν το ελληνικό κράτος ως κράτος-έμβλημα του Δυτικού Πολιτισμού, ως η κολοβή Ντίσνεϋλαντ της κλασικής εποχής, ως ένα απέραντο μουσείο που θέλει να είναι πιστό στη θέσμισή του, ως ένα κράτος που θέλει (όπως καλή ώρα η Γαλλία) να δικαιολογεί στη διεθνή κοινότητα τον εθνικισμό του, τις αντιμεταναστευτικές πολιτικές του, τον ντεκαφεϊνέ θρησκομιλιταρισμό του (ποιος τολμάει να σατιρίσει με δριμύτητα Στρατό και Εκκλησία;), τις εκλεκτικές συγγένειές του, τη διεκδίκηση τοπωνυμίων, τη σταδιακή σύνθλιψη του χαρακτήρα εθνογλωσσοθρησκευτικών μειονοτήτων; "Με το να θεραπεύει τις επιστήμες, τον πολιτισμό, τα γράμματα, τις τέχνες." Αυτό εν ολίγοις ήτανε και το πνεύμα πίσω από την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ: ούτε ελεημοσύνη θέλανε (τότε) να μας δώσουν (όπως στους δέκα νεήλυδες), ούτε τα λεφτά μας ζητούσαν (όπως στο κύμα Νορβηγία-Σουηδία-Φινλανδία-Αυστρία): εμείς εκπροσωπούμε το Geist, το (ευρωπαϊκό) πνεύμα!
Αντί να κλαυτώ γενικώς για το ότι ούτε την (ιδεο-φαντασιακή) θέσμισή του δεν τιμάει το Ελληνικό, θα επικεντρωθώ στην εκκωφαντική απουσία μιας πτυχής της: την αποπνικτική έλλειψη μουσικής παιδείας στην Ελλάδα.
Μουσική παιδεία δεν είναι να ακούς Μπαχ στο πούλμαν, Φίλιπ Γκλας στο τρόλεϋ, Παγκανίνι στη φάμπρικα και 'sensual classics 7' στο κωλάδικο, δεν είναι να γνωρίζεις πότε πέθανε ο Μότσαρτ και εάν ο Σούμαν είχε σύφιλη, δεν είναι να θεωρείς τον Ραχμάνινοφ χαλαρωτική μουσική και τον Μπετόβεν πηγή έμπνευσης, δεν είναι να αναγνωρίζεις ότι η παράφωνη κόρνα του ταρίφα μπροστά σου παίζει μια δευτέρα. Επίσης, έλλειψη μουσικής παιδείας δεν είναι η ύπαρξη Βέρας Λάμπρου και Μπέλας Μπούλα, δεν είναι η μυθική προβολή των ντενεκέδων του σκυλοπόπ, δεν είναι ο ισχυρισμός πως το Παγκάκι (Πεγκάκι, μπαρδόν) έχει σωστή φωνή (έχει, αλλά τι τραγουδάει). Για μένα η πιο μπανάλ έκφανση έλλειψης μουσικής παιδείας με βρήκε κατακέφαλα στο Île St. Louis, τρώγοντας παγωτό Μπερτιγιόν σε ένα καφέ με τη Missa Solemnis χαλάκι / ηχητικό μπακγκράουντ.
Τελικά μουσική παιδεία είναι (ανάμεσα σε άλλα) να μπορεί ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού να εκτιμάει και να απολαμβάνει τη μουσική, να κουτσοδιαβάζει μουσική και να κουτσοτραγουδάει και να κουτσοπαίζει και κανα όργανο. Να ξέρει με ποια μουσική θα κάνει έρωτα, με ποιες θα χορέψει, με ποια θα ξεδώσει, με ποια θα βρει ανάταση, με ποια θα χαλαρώσει -- και να του έχουνε δοθεί από την κοινωνία τα εργαλεία για να διαμορφώσει τις δικές του προτιμήσεις ο καθένας αναλόγως. Όπως είμαστε τώρα, μουσικά μοιάζουμε με μια αγράμματη κι αδιάβαστη κοινωνία όπου ψαγμένα και μερακλίδικα άτομα, μοναχικές μονάδες, ψάχνουνε και βρίσκουν και βασανίζουνε τη μουσική, είτε ως εκτελεστές είτε ως ακροατές, κι αυτή τους ανταμείβει.
Αφού σκοπεύουμε να βαραίνουμε τον κόσμο, τους ξένους μας (εμείς, οι κάποτε κατ' εξοχήν ξένοι) και τους γείτονές μας με την εθνική μας έπαρση, με την μάλλον αμερικανικής εμπνεύσεως ριγέ σημαία μας και με τις αρχαίες πέτρες που φυτρώνουν στα ζηλευτά ξερονήσια και τις κατσικοπλαγιές μας, με το ότι μας έπεσε το λαχείο να έχουμε στην κορφή της πρωτεύουσάς μας το τοτέμ της Δύσης και όχι κανένα φρούριο, ας δικαιολογήσουμε επιτέλους την ξιπασιά και τη βία που παράγουμε (κι έχουμε παραγάγει) δίνοντας πίσω κάτι, δικαιολογώντας λίγο την ύπαρξή μας: κάνοντας πολιτισμό, ίσως και μουσική.
Υστερόγραφο: Δυτικό Βασίλειο (χσι λα) είναι το όνομα της Ελλάδας στα κινέζικα, μου το θύμισε σήμερα η xilaren: μέχρι και τους Κινέζους έχουμε πείσει για τη σπουδαιότητά μας...
7.5.06
Interview with the Franchise
Μερικά πράγματα δεν τα προκαλείς εσύ, απλώς πέφτουν πάνω σου. Ειδικά όταν τυχαίνει να είναι βιβλία, όντα φύσει προβληματικά στην οδήγηση. Οι κουβέντες του έπεσαν πάνω στο γραφείο μου με γδούπο κι άρχισαν να μου φορτώνονται για οπτικά γούτσου γούτσου και στενές επαφές τρίτης αφής. Ένας τρόπος υπάρχει για να απαλλαγείς από τα μικρά επικοινωνιακά ορκ της κολάσεως, ενδίδεις και πιάνεις το ξεφύλλισμα. Παίξαμε εδώ παίξαμε εκεί, παίξαμε στο Shelafield, στο Cape Town, στη Νέα Υόρκη, στην Addis Ababa, στις στέπες των λύκων της Κεντρικής Ασίας και στους βιότοπους του δαίμονα της Τασμανίας, έχω πάει στους Μαορί, έχω πάει στην Αφρική, ο Bush είναι εντάξει τύπος, σέβομαι τον Jesse Helms παρά τα δεξιά πιστεύω του γιατί είναι συνεπής κι έχει πάθος, κοιμήθηκα στο κρεβάτι του Brezhnev και η φίλη μου η Naomi Campbell και ο φίλος μου ο Bob Dylan και ο φίλος μου ο Gorby και μελετάω τις Γραφές κι έχω και την πίστη μου και μερικές εταιρείες να μου βρίσκονται κι είμαι κι ακτιβιστής κι είμαι και ροκ σταρ, αλλά κυκλοφορώ χωρίς σωματοφύλακες και τρώω πόρτα, κι αγωνίζομαι να ξαφρίσω φράγκα από τους μεγαλοσχήμονες να τα δώσω στην Αφρική που πεινάνε, κάνω realpolitik και συλλέγω και σπίτια κι έχω κι ένα συγκρότημα κι έχω κάνει και το Zoo TV κι έχω τραγουδήσει στο Superbowl κι έχω παίξει και κάτι λίγα στο Las Vegas κι έχω δει πολλές αληθινές στιγμές, είναι αλήθεια. Πώς σου φαίνεται αυτό; Να σου πω, Bono, σαν να έχεις γυρίσει ολόκληρο τον κόσμο σαν ταξιδιώτης και τελικά να μοιάζεις τουρίστας kibitzer;
2.5.06
Παράδοση (υπό όρους)
στον Ολντ Μπόυ, και για αυτό.
Ο Μπατζανάκης μού είπε πρόσφατα πως σκοπός των μπλογκ δεν είναι να κηρύξουμε στα έθνη και να προσφέρουμε ολοκληρωμένες λύσεις για τον κόσμο, την ψυχή και το μοντέρνο σπίτι, παρά να δώσουμε εναύσματα να ψάξει, να ψαχτεί και να σκεφτεί ο καθένας μας (τα παραδείγματα δικά μου και όχι τα μόνα). Συμφωνώ, γι' αυτό και ακόμα διαβάζω μπλογκ (για να ψάξω, να ψαχτώ και να σκεφτώ), αν και υπάρχουν φυσικά και άλλα αναγνώσματα στα οποία θα καταφύγει κανείς, ιδίως κάθε φορά που θα επικρατήσει απόγνωση και πανικός στην ελληνική μπλογκοκοινωνία.
Διαβάζω αυτές τις μέρες ένα πάρα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο, λέγεται Love, Sex & Tragedy : How the Ancient World Shapes Our Lives του Simon Goldhill (καθηγητή κλασσικών σπουδών στο Καίμπριτζ). Η θεωρία του Goldhill είναι σε γενικές γραμμές πως δε γίνεται να κατανοήσουμε τον εαυτό μας μέσα στον σύγχρονο κόσμο αγνοώντας την Αρχαία Ελλάδα. Αν και δεν την υποστηρίζει πάντοτε πειστικά, τα δυνατά σημεία του βιβλίου βρίσκονται αλλού: στον τρόπο που ο συγγραφέας μοναδικά φωτίζει ήδη 'γνωστά' γεγονότα και πράγματα, αναδεικνύοντας μια σειρά από πολύ σημαντικά θέματα γύρω από το σώμα και την πολιτική του, τα σεξουαλικά ήθη, τις απαρχές της Εκκλησίας, τη δημοκρατία, την πολιτική φιλοσοφία, τη διασκέδαση και άλλα πολλά. Κοινώς, μου φαίνεται πως μου έχει δώσει υλικό για πολύ προβληματισμό και για κάμποσο μπλογκάρισμα.
Ανάμεσα σε άλλα, σε κάποιο σημείο ο Goldhill ισχυρίζεται πως η διασκέδαση (η 'χθαμαλή' διασκέδαση, ας πούμε, και στις ταπεινές μορφές της -- η εκτόνωση, δηλαδή) είναι πολύ πιο σοβαρό θέμα από ό,τι θέλουμε να πιστεύουμε: αποκαλύπτει την κρυφή πολιτική (με την ευρεία έννοια) ζωή μιας κοινωνίας. Ενδεικτικά, στην αρχαία Ρώμη οι μονομάχοι αντιπροσώπευαν ένα ιδανικό ανδρείας και καρτερίας, αποτελούσαν πρότυπο αντοχής στον πόνο και υπόδειγμα αφοβίας απέναντι στον θάνατο -- αυτό διαφαίνεται και σε συγκεκριμένα σημεία του Κικέρωνα και του Πλίνιου· ο τελευταίος μάλιστα περισσότερο ενοχλούνταν από τα πλήθη και τα αγοραία ήθη του αμφιθεάτρου παρά από το πλούσιο σπλάτερ της αρένας.
Αναρωτιέμαι λοιπόν κι εγώ: τι να αποκαλύπτουν τα κάτωθι για τη σεξουαλικά υπερσυντηρητική και πολιτικά ασ'-τα-να-πάνε Ελλάδα;
Βεβαίως, και για να σοβαρευτούμε λίγο, ως μιζεριάρης Εγγλέζος, αυτός ο Σίμων Χρυσολοφάς δεν μπορεί να γνωρίζει τη μυστική παρουσία της αρχαιότητας, μέσα από την αδιάσπαστη συνέχεια του ελληνισμού, στον σύγχρονο ελληνικό κόσμο, έστω ένα λείμμα του ελληνικού κόσμου, παρουσία που τον αιματώνει και τον ζωογονεί. Παραδείγμα μοσχάρι:
Ο Μπατζανάκης μού είπε πρόσφατα πως σκοπός των μπλογκ δεν είναι να κηρύξουμε στα έθνη και να προσφέρουμε ολοκληρωμένες λύσεις για τον κόσμο, την ψυχή και το μοντέρνο σπίτι, παρά να δώσουμε εναύσματα να ψάξει, να ψαχτεί και να σκεφτεί ο καθένας μας (τα παραδείγματα δικά μου και όχι τα μόνα). Συμφωνώ, γι' αυτό και ακόμα διαβάζω μπλογκ (για να ψάξω, να ψαχτώ και να σκεφτώ), αν και υπάρχουν φυσικά και άλλα αναγνώσματα στα οποία θα καταφύγει κανείς, ιδίως κάθε φορά που θα επικρατήσει απόγνωση και πανικός στην ελληνική μπλογκοκοινωνία.
Διαβάζω αυτές τις μέρες ένα πάρα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο, λέγεται Love, Sex & Tragedy : How the Ancient World Shapes Our Lives του Simon Goldhill (καθηγητή κλασσικών σπουδών στο Καίμπριτζ). Η θεωρία του Goldhill είναι σε γενικές γραμμές πως δε γίνεται να κατανοήσουμε τον εαυτό μας μέσα στον σύγχρονο κόσμο αγνοώντας την Αρχαία Ελλάδα. Αν και δεν την υποστηρίζει πάντοτε πειστικά, τα δυνατά σημεία του βιβλίου βρίσκονται αλλού: στον τρόπο που ο συγγραφέας μοναδικά φωτίζει ήδη 'γνωστά' γεγονότα και πράγματα, αναδεικνύοντας μια σειρά από πολύ σημαντικά θέματα γύρω από το σώμα και την πολιτική του, τα σεξουαλικά ήθη, τις απαρχές της Εκκλησίας, τη δημοκρατία, την πολιτική φιλοσοφία, τη διασκέδαση και άλλα πολλά. Κοινώς, μου φαίνεται πως μου έχει δώσει υλικό για πολύ προβληματισμό και για κάμποσο μπλογκάρισμα.
Ανάμεσα σε άλλα, σε κάποιο σημείο ο Goldhill ισχυρίζεται πως η διασκέδαση (η 'χθαμαλή' διασκέδαση, ας πούμε, και στις ταπεινές μορφές της -- η εκτόνωση, δηλαδή) είναι πολύ πιο σοβαρό θέμα από ό,τι θέλουμε να πιστεύουμε: αποκαλύπτει την κρυφή πολιτική (με την ευρεία έννοια) ζωή μιας κοινωνίας. Ενδεικτικά, στην αρχαία Ρώμη οι μονομάχοι αντιπροσώπευαν ένα ιδανικό ανδρείας και καρτερίας, αποτελούσαν πρότυπο αντοχής στον πόνο και υπόδειγμα αφοβίας απέναντι στον θάνατο -- αυτό διαφαίνεται και σε συγκεκριμένα σημεία του Κικέρωνα και του Πλίνιου· ο τελευταίος μάλιστα περισσότερο ενοχλούνταν από τα πλήθη και τα αγοραία ήθη του αμφιθεάτρου παρά από το πλούσιο σπλάτερ της αρένας.
Αναρωτιέμαι λοιπόν κι εγώ: τι να αποκαλύπτουν τα κάτωθι για τη σεξουαλικά υπερσυντηρητική και πολιτικά ασ'-τα-να-πάνε Ελλάδα;
Βεβαίως, και για να σοβαρευτούμε λίγο, ως μιζεριάρης Εγγλέζος, αυτός ο Σίμων Χρυσολοφάς δεν μπορεί να γνωρίζει τη μυστική παρουσία της αρχαιότητας, μέσα από την αδιάσπαστη συνέχεια του ελληνισμού, στον σύγχρονο ελληνικό κόσμο, έστω ένα λείμμα του ελληνικού κόσμου, παρουσία που τον αιματώνει και τον ζωογονεί. Παραδείγμα μοσχάρι: