.comment-link {margin-left:.6em;}

30.10.08

 

Valediction

Στις 8 Μαίου 2002 ο Jose Padilla, πρώην μικροκακοποιός του Σικάγου, πρώην κατάδικος εμπλεκόμενος σε δολοφονία και νυν προσηλυτισθείς στον μωαμεθανισμό επέστρεψε στις ΗΠΑ. Στο αεροδρόμιο O'Hare τον τσίμπησε ένα κλιμάκιο του FBI ως μάρτυρα σε μια υπόθεση έρευνας τρομοκρατικών ενεργειών. Ως κάτοικος Μέσης Ανατολής και προσήλυτος, αν και αμερικανός πολίτης, ο Padilla ήταν την επαύριο της 11ης Σεπτεμβρίου τόσο fair game των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών όσο και οι 3.000 περίπου μουσουλμάνοι που συνελήφθησαν τις αμέσως επόμενες εβδομάδες των επιθέσεων στους Δίδυμους Πύργους και κρατήθηκαν για μήνες στη φυλακή χωρίς να τους απαγγελθούν κατηγορίες. Στις 10 Ιουνίου, δύο μέρες προτού ο Padilla κληθεί να καταθέσει για την υπόθεση στην οποία εφέρετο ως μάρτυρας ο πρόεδρος Bush υπέγραψε ένα διάταγμα σύμφωνα με το οποίο ο Jose Padilla προσδιοριζόταν ως "μαχητής του εχθρού" (enemy combatant) και η περίπτωσή του ετίθετο υπό στρατιωτική δικαιοδοσία. Την επόμενη πενταετία ο Padilla την πέρασε σε μια φυλακή του Ναυτικού στο Charleston της Νότιας Καρολίνας.

Η κληρονομιά του εντός μιας εβδομάδας υπηρεσιακού ενοίκου του Λευκού Οίκου είναι πολύ πιο θλιβερή από όσο φοβόμασταν το χειμώνα του 2000 που περιμέναμε μάταια να μετρηθούν οι χαμένες ψήφοι της Φλόριντα. Οι λεπτομέρειες που κυκλοφορούν ήδη σε μια σειρά έργων κάνουν την οκταετία φύλλο και φτερό - ο αυτοαποκαλούμενος war president έχασε ήδη από το 2006 και τον τελευταίο γλείφτη του, τον πάλαι ποτέ δήμιο του Nixon, Bob Woodward. Από αυτή τη σκοπιά, η παραπάνω μικρή ιστορία που διηγείται ο Charlie Savage στο βιβλίο του Takeover: The Return of the Imperial Presidency and the Subversion of American Democracy δεν μας μαθαίνει κάτι καινούργιο. Ο Savage ασκείται στο φθίνον είδος της καταγραφής της παραδειγματικής αποτυχίας ενός προσώπου που εξελέγη γιατί θεωρήθηκε ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας (και απέδειξε ότι ο γείτονας δεν έχει ιδέα από διακυβέρνηση), ενδιαφερόμενος κυρίως για τη συστηματική υπονόμευση του αμερικανικού συντάγματος από μια κυβέρνηση διψασμένη για εξουσία. Αλλά από μια άλλη σκοπιά πόσοι μπορούν να καυχηθούν πώς κατάφεραν μονοκοντυλιά, με ένα signing statement, να διαγράψουν τρεις αιώνες δικαιικής προόδου; Τα διατάγματα με τα οποία οποιοσδήποτε, αμερικανός πολίτης ή μη, μπορεί να συλληφθεί εντός ή εκτός ΗΠΑ και να εξαφανιστεί από προσώπου γης με μια μόνο υπογραφή του ρυθμιστή του πολιτεύματος, διαγράφοντας κάθε έννοια συνταγματικών δικαιωμάτων, δεν είναι παρά η επιστροφή των "lettres de cachet", το Guantanamo η φρέσκια Βαστίλλη, το waterboarding η σύγχρονη εκδοχή του bastinado και ο Bush ο νέος Λουδοβίκος ΙΔ'. You are now leaving the 17th century. Have a good trip.

28.10.08

 

Don't mess with the Zohan, ρε


ή Το ντάρμα του Ρακάσα

Πάνω που πήγαινα να κοιμηθώ, μετά από μια βραδυά οινοποσίας και γενικότερης μοσχοβολένιας ευδαιμονίας, μπήκε ο τέτοιος μέσα μου ('I don't need to sell my soul, he's already in me', που έλεγε κι ο ύμνος της εφηβείας μας) και γραφω αυτό.

Πολλά πράματα τελικά είναι ζήτημα περικειμένου ('κόντεξτ', ντε). Αλλιώς γράφεις όταν εμπνέεσαι από και απαντάς (έστω κι έμμεσα) σε τσαχπίνηδες, ευγενικούς και ευφυείς συμπλογκάδες, αλλιώς σούρνεσαι κι αντιδικείς και ζοχαδιάζεσαι και μεμψιμοιρείς όταν κινδυνεύεις να σε ποδοπατήσουν κάθε λογής ιεροεξεταστές και γίδια, αφού αποπατήσουν πάνω σου.

Πάλι μεταμπλόγκινγκ, δηλαδή. Χάλια μαύρα, παρακμή. Θέμα έκθεσης:

"Γιατί εγώ βαριέμαι πια να μπλογκάρω."
Τα σώψυχά μου δεν είχα ποτέ σκοπό να τα απλώσω μπουγαδικώς, αυτά είναι για τους φίλους, όχι για τα φόρα. Όταν το κάνω, πρόκειται για σώψυχα τουλάχιστον δεκαετίας, α λα αρχεία Φόρεϊν Όφις. Αλλά κι αυτό έχει καταντήσει αηδία: χεστήκατε στο κάτω-κάτω για τη σχέση μου με τον Μπετόβεν ή για προπολεμικά γκομενικά μου. Η επικαιρότητα σχολιάζεται καλύτερα από άλλους, συνήθως επαγγελματίες. Τα σπάνια καλά κείμενα που βρίσκω ονλάιν (απέραντα πληκτικό έχει καταντήσει το ίντερνετ: θα φταίει η διεστραμμένα συναρπαστική ζωή μου και το, ακόμα πιο ανώμαλο, ανανεωμένο ενδιαφέρον μου για τη δουλειά...), τα μπαζάρω. Αρχιμάστωρ Νέστωρ να γράφω δυσνόητα αλλά διαστημικά κείμενα δεν είμαι. Για το Κυπριακό γράφουν άλλοι καλύτερα, εγώ πλέον το αντιμετωπίζω σαν κακόγουστο και κουρασμένο γκραν-γκινιόλ. Τεράστιες βεβαιότητες δε διαθέτω, ώστε να γράφω παιδαγωγικά, δημηγορικά και απολογητικά κείμενα. Όλα όσα βλέπω, διαβάζω, ακούω, θέλω πια να τα μηρυκάζομαι πρώτα. Για καιρό, καμμιά φορά.

Γιατί να γράφω λοιπόν.

Και κυρίως: μοναξιά. Ο alberich (γκουρού μου), δε γράφει γιατί -- λέει -- δεν ξέρει να γράφει. Από κει να καταλάβετε. Άλλοι δε γράφουν για άλλους λόγους.

Άμα δε διαβάζεις, τι να γράψεις;

Πραγματικά βαρέθηκα. Διάβαζα τη βαρεμάρα που βγάζουνε τα κείμενά μου των τελευταίων μηνών και με πιάνει, τι άλλο, βαρεμάρα. Μετά από 400-τόσα ποστ δεν έμεινε κανένας στο στενάκι όπου παίζαμε, μόνον κάτι ανώμαλοι που μας μπανίζουν και μουρμουράνε, κάτι θεοσκοτωμένα χαζά και τα συνήθη κωλόπαιδα που θέλουνε να μας βάλουνε τρικλοποδιά για να σκάσουμε πάνω στην άσφαλτο.

Πρέπει να πάψω να φιλοτιμούμαι και να γράφω ψυχαναγκαστικά κάθε τόσο, πρέπει να ακολουθήσω το ντάρμα του Ρακάσα: "στη χάση και στη φέξη". Άμα υπάρξει καμμιά συνταρακτική αφορμή. Άντε, να λινκάρω τίποτα βίντεο πού και πού.

Όποιος θέλει ολόκληρο το μυθιστόρημα, να μου γράψει. Υπόσχομαι να απαντάω στα ιμέιλ.

26.10.08

 

Προμόσχιον

Πρώτον, ανταποκρίνομαι στην πρόσκληση του Άμμου και παραθέτω σύντομο βιογραφικό μου:

Ο Σαρός Σραούσογλου γεννήθηκε δίπλα στην Κλειτορία Κορινθίας το 1579 από Γκαγκαούζα μητέρα και χασάπη πατέρα. Σπούδασε Γεωγραφία, Αμπάριζα, Ελληνική Τηλεοπτική Ιστορία και Ορθόδοξη Πνευματικότητα στο Πανεπιστήμιο της Ζωής. Μετά την (ομολογουμένως καθυστερημένη) μπαρ μίτσβα του στα 17, η οποία σημαδεύτηκε από οιωνούς, κυκλοφοριακή συμφόρηση και τέρατα, μαθήτευσε δίπλα σε μεγάλους Δασκάλους του Γένους στο ΙΕΚ Μεγάλης του Γένους Σχολής.

Σήμερα εργάζεται ως φούρναρης, ασφαλιστής και αγγειοπλάστης (πράγμα που συνεπάγεται ότι το πελώριο μουσικό ταλέντο του παραμένει εν πολλοίς αναξιοποίητο), ενώ η συμβολή του στο κοινωνικό σύνολο συνίσταται κυρίως στη συστηματική εκ μέρους του δωρεά οργάνων (ιδίως ευήκοων ώτων) καθώς και στην αφιλοκερδή αφοσίωσή του στην εξάσκηση της Ψυχοκατακλυσμικής Θεραπείας, η οποία του προσπόρισε αναρίθμητους εχθρούς, πλην όμως πάντα για το καλό τους, καθώς και την ανάλογη δόξα. Μέσα από το μπλογκ που διατηρεί επί τριετία και πλέον από κοινού με ένα ανύπαρκτο πρόσωπο αξιολογεί και διανέμει πορνογραφία για έφηβους και συνταξιούχους, πρωτότυπη και μεταφρασμένη.

Ο Σραούσογλου, ως πολύτεκνος πατέρας και ευαισθητοποιημένος σύζυγος έχει αναμιχθεί στα κοινά, κατεβαίνοντας με τη ΝΔ ως υποψήφιος καναλάρχης στην εκλογική περιφέρεια Υπολοίπου Λοκρίδος. Ινδάλμάτα του είναι ο δικηγόρος του, ο νευρολόγος του και ο Άγγλος πατέρας του. Στον ελεύθερο χρόνο του κοιμάται.

Ο ΣΣ είναι επίσης αποτυχημένος δημοσιογράφος, αποτυχημένος συγγραφέας, νευρικός εραστής και παρεξηγημένη μεγαλοφυία: ένας σύγχρονος Έλλην Εύρυμαν που ζητάει την ψήφο σας.
Σας χαρίζω επίσης την επιγραμματικότερη ταινία: ποτέ τόσο πολύ νόημα δεν συμπυκνώθηκε σε τόσο μικρή χρονική διάρκεια. Βραβείο μοντάζ στο Φεστιβάλ Κυπαρισσίας 2008.

21.10.08

 

Song to the Siren

Και σήμερα, εντελώς τυχαία, μου ήρθε αυτό:

20.10.08

 

Διάλειμμα από τις διαφημίσεις



17.10.08

 

Ένας φίλος από τα παλιά

Σκέφτομαι να γράψω γι' αυτόν εδώ και δυο μέρες αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ το όνομά του. Με τίποτα.

Τους πρώτους Κύπριους τους γνώρισα στην κατασκήνωση, όταν πήγαινα Γυμνάσιο. Καλά παιδιά αλλά λίγο χαμένα στο διάστημα: ό,τι και να τους έλεγες, σε κοιτούσαν με απέραντη απορία. Χρόνια μετά κατάλαβα ότι δεν ήταν απαραιτήτως χαζοί, ότι αυτή η χαύνη έκφραση ήταν απλώς κοινωνικό αντανακλαστικό (σαν τη συγκρουσιακή γαϊδουριά του Έλληνα).

Στο Πανεπιστήμιο γνώρισα μερικούς ακόμα Κύπριους, αλλά αυτοί ήτανε μάλλον κουλ. Οι Κύπριες πάλι είχανε μια μονίμως κουτόξινη έκφραση στη μάπα τους. Χρόνια μετά κατάλαβα ότι δεν οφειλόταν στην απουσία φτηνής και καλής αισθητικού στην Αθήνα και υποψήφιου γαμπρού στη Σχολή, ότι αυτή η κουτόξινη έκφραση καλύπτει σαν φερετζές το αρχοντοχωριάτικο κενό και -- κυρίως -- τις πιέσεις και άγχη του να είσαι γυναίκα στη Μεγαλόνησο (σαν την κομφορμιστική μαγκιά της Ελληνίδας).

Μεταφερόμαστε στο έτος 1992. Ο κολλητός θέλει να μου γνωρίσει έναν συμφοιτητή του, αυτόν του οποίου το όνομα δεν μπορώ να θυμηθώ. Έμενε στη φοιτητική εστία στου Ζωγράφου. Για μένα αυτός ο μπρουταλιστικός μονόλιθος ήτανε μια τεράστια μεταφορά για την ελευθερία της φοιτητικής ζωής (είχα την ατυχία να βγάλω πτυχίο από το σπίτι των γονέων μου). Έτσι, όταν πρωτομπήκα στο δωμάτιό του σχεδόν συγκινήθηκα: a room of one's own! Ανεξαρτησία. Αυτοπροσδιορισμός. Αυτοδιάθεση. Η θέα από το παράθυρο (κάτι κτήρια του Πολυτεχνείου και ολίγη από Υμηττό) μου φαινόταν κάδρο που απεικόνιζε την ελευθερία να οδηγεί τους φοιτητές.

Λοιπόν, αυτός ο τύπος ήταν Κύπριος. Ούτε φυσιογνωμικά, ούτε από άποψη συμπεριφοράς θύμιζε Κύπριο -- μόνον από την προφορά βεβαιωνόσουν (τότε μου άρεσε πολύ ο τρόπος που μιλάν, αλλά κανείς δεν έστεργε να μου τα μάθει τα κυπραίικα). Τόσα χρόνια μετά, και τόσα χρόνια στην Κύπρο, δε γνώρισα άνθρωπο να μου τον θυμίζει. Τον θυμάμαι ολοκάθαρα κι ας μου διαφεύγει το όνομα.

Το δωμάτιό του είχε κάτι φωτογραφίες της Βουγιουκλάκη κολλημένες στον τοίχο, ποικιλία από σλόγκαν καλλιγραφημένα στο χέρι και μια φωτογραφία κάποιου μοναστηριού μέσα σε πυκνό δάσος, μάλλον ο Μαχαιράς ήταν. Αυτή η τελευταία εικόνα εγκαταστάθηκε στο υποσυνείδητό μου ως μια αρχετυπική εικόνα της ορεινής Κύπρου, όπου το χειμώνα κάνουν σκι και το καλοκαίρι χρειάζεσαι ζακέτα τη νύχτα. Παραπλανητική ή, έστω, καθόλου αρχετυπική η εικόνα, αλλά το 1992 δεν το ήξερα αυτό.

Μας έλεγε λοιπόν αστείες ιστορίες από τον στρατό, του οποίου τους 26 μήνες είχε αισίως ολοκληρώσει πρόσφατα. Μας έλεγε αστείες ιστορίες από το προηγούμενο εξάμηνό του (το πρώτο) στην Αρχιτεκτονική του δοξασμένου ΕΜΠ. Μας έφτιαχνε τσάγια. Δε μίλαγε για γκόμενες, αλλά στο μεταξύ είχα συναγάγει ότι οι Κύπριοι είναι έτσι πολύ ντροπαλοί και συνεσταλμένοι, οπότε δεν έδωσα σημασία. Μας έλεγε για το κανάλι της Εκκλησίας της Κύπρου κι εμείς ρωτούσαμε τι ταινίες δείχνει. Μας έλεγε ιστορίες του χωριού. Μας έλεγε για την αναγέννηση του Αγίου Όρους.

Ευχάριστη παρέα λοιπόν. Εγώ επιδίωκα να πηγαίνω στο δωμάτιό του, που έμοιαζε σαν κελλί, είναι η αλήθεια, όποτε περνούσα από του Ζωγράφου για να βλέπω λιγάκι πώς είναι το σκηνικό και, κυρίως, ο βιωμένος χώρος της ελεύθερης φοιτητικής ζωής, του ενός τηλεφώνου ανά 30 άτομα, της ελευθερίας να αισθάνεσαι ερωτοχτυπημένος και χάλια και να μην ανησυχεί κανένας μα κανένας.

Μετά ήρθε το καλοκαίρι και οι διακοπές.

Το φθινόπωρο ο κολλητός μου μού είπε ότι το παιδί που δε θυμάμαι το όνομά του είχε εξαφανιστεί. Ρώτησε στη γραμματεία της Σχολής του, έψαξε, ξαναρώτησε: είχε εξαφανιστεί. Με τα πολλά, κάποιοι άλλοι Κύπριοι του είπαν ότι είχε φύγει για το Άγιον Όρος. Μάλλον παρά τη θέληση των γονιών του. Είχε πάει να συμβάλει στην προσπάθεια πνευματικής αναγέννησης του Άθω. Πιο συγκεκριμένα, θα εντασσόταν στη 'συνοδεία' ενός καινούργιου δυναμικού ηγούμενου, ο οποίος με μια ομάδα Κύπριων μοναχών πρόσφατα είχε αφιχθεί στο Βατοπέδι.

10.10.08

 

John Stuart Mill

Ένα συγκλονιστικό κείμενο για τον John Stuart Mill. Είναι μεγάλο αλλά αξίζει να διαβαστεί ολόκληρο.

7.10.08

 

Defining embarrassment

Θυμάμαι την πρώτη μου έκθεση. Μετά τη θεωρία, τα μέρη γραμμένα στον πίνακα και επιμελώς αντιγραμμένα στο τετράδιο μάρκας «Διεθνές», best seller ράτσα των ‘80s, τις εξηγήσεις για το περιεχόμενο και υποτιθέμενα παραδείγματα προλόγου και επιλόγου, μας έστειλε για κολύμπι στα βαθιά του παραδοσιακά εναρκτήριου θέματος «τι θα γίνω όταν μεγαλώσω». Η επτάχρονη εκδοχή του εαυτού μου που αντιμετώπισε τη λευκή (με γαλάζιες γραμμές) σελίδα βρέθηκε ξαφνικά μπροστά από τις μεγαλύτερες κρίσεις της σύντομης ζωής της: πώς να περιγράψει κάτι για το οποίο δεν είχε ιδέα και φιλοδοξούσε να μην έχει ιδέα έως ότου περάσουν πολλά ακόμη χρόνια (-«Μπαμπά, πότε δουλεύουμε οι άνθρωποι; – «Μετά το Λύκειο». Ου, τρέχα γύρευε δηλαδή, θα το σκεφτώ κατά το 1990, ας βγάλω τα Lego μου να παίξω τώρα). Το άγχος της πρώιμης απόφασης που θα καθόριζε το μέλλον μου, μια και καταλάβαινα τόσο από τους τύπους του αναγνωστικού («ο μπακάλης», ο «μανάβης», ο «γεωργός») όσο και από τα λεγόμενα της οικογένειας ότι άλλοι σκάβουν όλη μέρα και τους πονάει η μέση, όπως οι οικοδόμοι, ενώ άλλοι γράφουν όλη μέρα και τους πονάει το κεφάλι, όπως ο πατέρας μου, επιτεινόταν από το γεγονός ότι όφειλα να αποδώσω και ως «καλός μαθητής». Όχι γιατί έτσι θα διασφάλιζα απαραίτητα μια καλή δουλειά, η σύνδεση εκπαίδευσης και εργασίας δεν είχε τεθεί προτεσταντικά ως ζήτημα αναβολής της ικανοποίησης, αλλά παραδοσιοκρατικά και ως θέμα οικογενειακού στάτους: ο πατέρας μου ήταν «καλός μαθητής», άρα κι εγώ έπρεπε να είμαι «καλός μαθητής», ισχυριζόταν η γιαγιά μου. Η σύντομη ανταλλαγή ψιθύρων με τους διπλανούς (– «Τι θα βάλεις;» – «Γιατρός. Εσύ;») κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι επιλογές μας στη ζωή περιορίζονταν από τις λίγες εμπειρίες μας στο σχηματικό δίλημμα «μπάτσος ή αστροναύτης», το οποίο αντιδιαστέλλει ένα λειτούργημα με προσφορά στο κοινωνικό σύνολο (αστροναύτης) από ένα επάγγελμα με έντονο το στοιχείο του προσωπικούς κέρδους και προβολής (μπάτσος) – οκ, το αντίθετο, δεν ήμασταν τόσο κυνικοί ως πιτσιρίκια. Συμβιβάζοντας τις τυπικές απαιτήσεις του μαθήματος, τα οικογενειακά αιτήματα και την ανάγκη με τη φιλοτιμία άρχισα να γράφω στη δεξιά σελίδα (την «καλή»), η οποία ξέβαφε ήδη στο χέρι μου από τον ιδρώτα του άγχους. Η έκθεση με την εισαγωγική πρόταση «εγώ όταν μεγαλώσω θα γίνω δάσκαλος. Γιατί δεν θέλω να μην ξέρουν τα παιδιά ποιο είναι το άλφα και ποιο το βήτα» σημείωσε παταγώδη αποτυχία για τρεις λόγους: 1) η δασκάλα δεν επηρεάστηκε από την απόπειρα γλυψίματος, για την ακρίβεια δεν την εξέλαβε καθόλου ως τέτοια, 2) η δομή «εγώ», τελεία, νέα πρόταση που ξεκινά με «γιατί», αλλαγή σειράς, φτου κι απ’ την αρχή, δεν θεωρήθηκε λυσιτελής επειδή ήταν παράθεση προτάσεων χωρίς παραγράφους, 3) η έκτασή της (μία σελίδα και δύο σειρές) μεγαλογράμματης γραφής θεωρήθηκε ανεπαρκής για την ανάπτυξη του θέματος.

Τουλάχιστον, όπως μου εκμυστηρεύθηκε στο διάλειμμα η Κατερίνα, η μαμά της της είχε πει ότι στην έκθεση μπορούμε να λέμε ψέμματα (είδος απαγορευμένο στην καθημερινή παιδική μας ζωή), άρα δεν ήμουν πραγματικά υποχρεωμένος να γίνω δάσκαλος όταν μεγαλώσω. Ήταν μια ανακούφιση, μπορούσα ακόμα να ελπίζω ότι θα γινόμουν μέλος της Ομάδας Τζι...

6.10.08

 

Cyprus meze


στον Τάλω (εικονιζόμενο) ντεπασσέ αφηγητή και πολυπράγμονα μάστορα ζεύξεων

Ο λόγος για τον οποίο ασχολούμαι με το Κυπριακό (αυτό είναι το έβδομο ποστ μέσα σε τριάμισυ χρόνια) είναι ο τραγελαφικός χαρακτήρας του. Θυμίζει σε πολλά το σενάριο της ταινίας Carlton-Browne of the F.O. (και καθόλου τυχαία): οι σκηνές μάλιστα όπου συζητιέται στα Ηνωμένα Έθνη η περίπτωση της διχοτόμησης (γκουχ) της νήσου Γκαϊλάρντια είναι βγαλμένες μέσα από τη ζωή και με έχουν σημαδέψει (την ταινία την είδα όταν ήμουν 13 και ξαναβρήκα πληροφορίες γι' αυτήν μόλις απόψε). Φυσικά, αντίθετα με τη μακεδονική οπερέτα, τουλάχιστον στη μετά το 1992 μορφή της, το Κυπριακό έχει γίνει αφορμή πραγματικού πόνου, απώλειας και δυστυχίας, καταστροφής, θανάτου, ψυχολογικών τραυμάτων.

Ο δεύτερος λόγος που ασχολούμαι ακόμα είναι ότι, κατά βάθος, είναι ένα πρόβλημα πολύ πιο ξεκάθαρο κι ευκολοεπίλυτο από άλλα πολυπλοκότερα -- τα οποία, αν δεν έχουνε διευθετηθεί τελείως, τουλάχιστον βρίσκονται σε μια πορεία επίλυσης και σε θεσμικές διαδικασίες κατά τις οποίες οι "εχθροί" εκόντες-άκοντες συνεργάζονται και συγκυβερνούν. Δειγματοληπτικά αναφέρω την Ανατολική Τιμόρ, τον Λίβανο και τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. "Μα θα κάνουμε την Κύπρο Λίβανο;" Όχι, άλλωστε δε γίνεται. Όπως έλεγε ο Τσόμσκυς στην προπέρσινη επίσκεψή του στην Κύπρο: "Εκεί είναι πραγματικά δύσκολα τα πράγματα: έχουν 12 πλευρές κι όλες τρώγονται μεταξύ τους -- εδώ οι πλευρές είναι μόνο δύο." Δείτε τα κι εδώ, κάτω από την επικεφαλίδα "Menelaos Hadjicostis interviews Noam Chomsky" (και να μην ακούω γελάκια στη γαλαρία με τα σχόλια του κου Χατζηκωστή, γάιδαροι, ε γάιδαροι!).

Ο τρίτος λόγος είναι επικαιρικός. Οι διαπραγματεύσεις, που αυτή τη φορά ξεκίνησαν από τα ουσιώδη, το πολίτευμα δηλαδή, μάλλον κόλλησαν. Κανονικά όμως. Οι Τουρκοκύπριοι ζητούν ισχυρά συνιστώντα κρατίδια (σε βαθμό παραλογισμού) και χαλαρή κεντρική κυβέρνηση. Οι Ελληνοκύπριοι θέλουν ισχυρή κεντρική κυβέρνηση.

Το πρώτο ζήτημα είναι ότι οι Ελληνοκύπριοι δεν ξέρουν γιατί θέλουν ισχυρή κεντρική κυβέρνηση: σε ένα ομοσπονδιακό σύστημα με δύο νομοθετικά σώματα (ένα 50-50 κι ένα 70-30 με πιθανές ενίσχυμενες πλειοψηφίες), ισχυρή κεντρική κυβέρνηση σημαίνει ότι οι Τουρκοκύπριοι θα έχουνε λόγο σε ένα σωρό ζητήματα τα οποία (κατά βάση) θα αφορούν τους Ελληνοκύπριους...

Το δεύτερο ζήτημα έχει να κάνει με το ότι, από τη στιγμή που βάλαμε το Σχέδιο Ανάν στο κιβούρι (ευτυχώς πρόλαβα να κατεβάσω και να σώσω όλα τα έγγραφα από το σάιτ που είχανε φτιάξει τα Ηνωμένα Έθνη προτού τα εξαφανίσουνε -- άμα τα θέλετε, πείτε), το οποίο προέβλεπε ισχυρή κεντρική ομοσπονδιακή κυβέρνηση, οι Τουρκοκύπριοι μπορούνε τώρα να ζητάνε ό,τι θένε. Το δικαίωμα στην απόσχιση δε θα το έχουν (όπως ξεκαθάρισε η ΕΕ στους νταβραντισμένους Φλαμανδούς: "άμα θέλετε κράτος, θα πρέπει να κάνετε εκ νέου αίτηση για ένταξη στην Ένωση"), οπότε τώρα ό,τι κληρώσει γι' αυτούς, πριν (επαν)ενταχθούν στο κοινό κράτος.

Η ειρωνεία είναι ότι επί του προηγούμενου Τουρμάρχη της Κύπρου, του βραχνού δακρυροούντος και Μεγάλου Πατριώτη, είχε τρελή πέραση "το δόγμα πως μόνο μία παρελκυστική πολιτική (βλέπε τακτική Ντενκτάς) θα τελεσφορούσε, και μάλιστα στη μετά την ένταξη εποχή. Ο [θε-μου-σχώρα-με] είχε δηλώσει πως πολλές ευκαιρίες για λύση θα εμφανίζονταν, και πριν τις 17 Δεκεμβρίου 2004. Όταν του το υπενθύμισαν (μετά τις 17 Δεκεμβρίου 2004), αρνήθηκε πως είχε ποτέ δηλώσει κάτι τέτοιο. Εάν αντέχετε, δείτε και το δακρύβρεχτο διάγγελμά του εν προκειμένω και σχηματίστε εσείς γνώμη".

Νομίζω ότι πλέον οι συνθήκες καταδεικνύουν αυτό που φοβούνται έκτοτε πολλοί: ότι οποιαδήποτε λύση από το Σχέδιο Ανάν και μετά, έστω κι έτσι όπως είχε καταντήσει από την άρνηση του Τουρμάρχη να το διαπραγματευτεί, θα είναι σαφώς δυσμενέστερή του. Βεβαίως, ο Χριστόφιας δε φαίνεται να τον συμμερίστηκε ποτέ αυτόν τον φόβο. Τώρα έχει εντολή και την ευκαιρία να μας βγάλει ψεύτες. Η Παναγιά κι η Ουμ-Χαράμ να δώσουν. Αμήν.

This page is powered by Blogger. Isn't yours?